Το επίδικο της συγκυρίας και η Αριστερά. Του Κώστα Ανδριανόπουλου.
Ο Σόϊμπλε τελευταία αρέσκεται να συνοψίζει την κατάσταση και να μας την επαναλαμβάνει αιχμηρά με κάθε ευκαιρία. Οι Έλληνες εκτός του ότι θα φτωχύνουν, θα πρέπει να αποδεχτούν πως θα χάσουν και την εθνική τους κυριαρχία. Αντιπαθής και κυνικός ο Γερμανός, ενοχλεί με τα λεγόμενά του, δεν είναι, όμως, σ’ αυτό που πρέπει να σταθεί κανείς. Τρομοκρατεί ο Σόϊμπλε, σκοπεύει στην ψυχική αποθάρρυνση, θέλει να εξοικειώσει τους Έλληνες με την ιδέα της υποταγής. Προεξοφλεί το μέλλον, εμφανίζει τα σχεδιαζόμενα ως τετελεσμένα. Ανοίγει δρόμο για τον Παπανδρέου, καθώς εμφανίζει την υποτέλεια ως αναγκαία προσαρμογή.
Μέσα από όλα αυτά αποκαλύπτεται το κεντρικό. Η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας βαραίνει. Γύρω από αυτήν εξυφαίνεται ο καμβάς των εξελίξεων. Η μνημονιακή περίοδος εξ αρχής έθετε το ζήτημα, πλην όμως μέχρι σήμερα οι πολιτικές συμπεριφορές ήταν διαφορετικές, η αγωνιστική στοχοπροσήλωση του αντιμνημονιακού κινήματος είχε άλλες προτεραιότητες. Ακόμα και τώρα οι αντιπολιτευτικές αιχμές αλλού στοχεύουν και αλλιώς οργανώνονται. Η εθνική κυριαρχία ως πολιτικό αίτημα αφορά διεργασίες βάσης, κοινωνική συνειδητοποίηση, που μπορεί να μοιάζει ακόμα αβαθής, μα είναι εξαιρετικά εκτεταμένη. Καθίσταται κεντρικό στοιχείο της συγκυρίας. Εξαναγκάζει τη συστημική πλευρά να υιοθετήσει ανοικτή στάση, εγκαταλείποντας την οργανωμένη παρασιώπηση. Η κυβερνητική προπαγάνδα επέλεξε να εμφανίσει τον Παπανδρέου μαχόμενο για την εθνική κυριαρχία, να αποτρέψει τάχατες την τελευταία στιγμή το διαμελισμό της χώρας.
Ζητείται, λοιπόν, αγώνας για εθνική κυριαρχία. Τέτοιος που θα μετασχηματίσει τις αντιδράσεις, θα αναδιατάξει τις προτεραιότητες, θα δώσει άλλη προοπτική στο φρόνημα, τη συνείδηση, τη διαθεσιμότητα. Που θα δώσει διέξοδο στο κίνημα της πλατείας, το οποίο αναζητά τις νέες βάσεις επανεκκίνησής του. Η άρνηση ενός τέτοιου αγώνα είναι η μεγάλη στρέβλωση, η καθήλωση, η αναπαραγωγή των αδιεξόδων. Η προσπάθεια να αγνοηθεί το γόνιμο και να προσαρμοστεί σε πλατφόρμες υποκειμενισμού.
Οι ισορροπίες δεν θα παραμείνουν στα ίδια. Η κατάσταση γίνεται επιτακτική, θα θέσει σε δοκιμασία όσους υπεκφεύγουν. Πρώτα απ’ όλα την Αριστερά, η οποία νοιώθει προς το παρόν ασφαλής καθώς εισπράττει από την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ.
Ωστόσο η δημοσκοπική αύξηση δεν μπορεί να συμπορεύεται επί μακρόν με πολιτική ανεπάρκεια γύρω από τα κεντρικά επίδικα.
Εκτός, όμως, από τον προσανατολισμό, αναζητούνται και οι δυνάμεις που θα διεξάγουν αγώνα εθνικής κυριαρχίας. Σε καιρούς δυστοκίας, αναδεικνύονται οι κάθε λογής πλαστογράφοι. Δυνάμεις μέσα ή γύρω από το ΠΑΣΟΚ, οι οποίες θεωρούν το πεδίο προνομιακό και τις προϋποθέσεις στα μέτρα τους, έχουν ξεκινήσει διεργασίες.
Γνωρίζουν πώς να προκαταλάβουν τη δυναμική και να χειριστούν τον ακολουθητισμό της Αριστεράς. Παράλληλα, κυοφορούνται και οι πρώτες χωριστικές, αυτοεπικυρωτικές προσπάθειες. Οι τελευταίες, πέραν των χαμηλών τους ορίων, τα οποία και κατασπαταλούν, ανακυκλώνουν αρχαϊκά ιδεολογικά πρότυπα γύρω από την υποκειμενική διαμόρφωση, την οποία υποβιβάζουν στα μέτρα τους. Την ταυτίζουν με την αναπαραγωγή και νομιμοποίηση της προειλημμένης κομματικής πλατφόρμας. Στον αντίποδα, οι ουσιαστικότερες αναζητήσεις κινούνται βασανιστικά και παλίνδρομα πολύ πίσω από τις ανάγκες και τους ρυθμούς που απαιτούν οι περιστάσεις. Επισφραγίζουν κατά αυτόν τον τρόπο τα σημεία της εμπλοκής.
Όσοι καταπιαστούν με το ζήτημα του αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, θα προσεγγίσουν και την ουσία του, θα δώσουν το νόημά του. Η αναφορά στο ΕΑΜ για κάποιους μπορεί να είναι εφαλτήριο, για άλλους όχι. Έτσι κι αλλιώς, το ζήτημα τίθεται συνθετότερα. Δεν αφορά μια μονοδιάστατη (άρα δεδομένης τάξης δυσκολίας) διαδικασία. Όλα τα όρια είναι ανοικτά, προς επανεύρεση, η σχέση ανάμεσα στο εθνικό και το διεθνές, ανάμεσα στο κοινωνικό και το πολιτικό, οι οικονομικές – κοινωνικές διαστάσεις των μετασχηματισμών που είναι απαραίτητες ώστε να τεθεί σε κίνηση το εγχείρημα. Και πάνω απ’ όλα η συμπύκνωση στο πολιτικό που πολλοί πεισματικά αρνούνται να δεχθούν.
Μέσα από όλα αυτά αποκαλύπτεται το κεντρικό. Η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας βαραίνει. Γύρω από αυτήν εξυφαίνεται ο καμβάς των εξελίξεων. Η μνημονιακή περίοδος εξ αρχής έθετε το ζήτημα, πλην όμως μέχρι σήμερα οι πολιτικές συμπεριφορές ήταν διαφορετικές, η αγωνιστική στοχοπροσήλωση του αντιμνημονιακού κινήματος είχε άλλες προτεραιότητες. Ακόμα και τώρα οι αντιπολιτευτικές αιχμές αλλού στοχεύουν και αλλιώς οργανώνονται. Η εθνική κυριαρχία ως πολιτικό αίτημα αφορά διεργασίες βάσης, κοινωνική συνειδητοποίηση, που μπορεί να μοιάζει ακόμα αβαθής, μα είναι εξαιρετικά εκτεταμένη. Καθίσταται κεντρικό στοιχείο της συγκυρίας. Εξαναγκάζει τη συστημική πλευρά να υιοθετήσει ανοικτή στάση, εγκαταλείποντας την οργανωμένη παρασιώπηση. Η κυβερνητική προπαγάνδα επέλεξε να εμφανίσει τον Παπανδρέου μαχόμενο για την εθνική κυριαρχία, να αποτρέψει τάχατες την τελευταία στιγμή το διαμελισμό της χώρας.
Ζητείται, λοιπόν, αγώνας για εθνική κυριαρχία. Τέτοιος που θα μετασχηματίσει τις αντιδράσεις, θα αναδιατάξει τις προτεραιότητες, θα δώσει άλλη προοπτική στο φρόνημα, τη συνείδηση, τη διαθεσιμότητα. Που θα δώσει διέξοδο στο κίνημα της πλατείας, το οποίο αναζητά τις νέες βάσεις επανεκκίνησής του. Η άρνηση ενός τέτοιου αγώνα είναι η μεγάλη στρέβλωση, η καθήλωση, η αναπαραγωγή των αδιεξόδων. Η προσπάθεια να αγνοηθεί το γόνιμο και να προσαρμοστεί σε πλατφόρμες υποκειμενισμού.
Οι ισορροπίες δεν θα παραμείνουν στα ίδια. Η κατάσταση γίνεται επιτακτική, θα θέσει σε δοκιμασία όσους υπεκφεύγουν. Πρώτα απ’ όλα την Αριστερά, η οποία νοιώθει προς το παρόν ασφαλής καθώς εισπράττει από την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ.
Ωστόσο η δημοσκοπική αύξηση δεν μπορεί να συμπορεύεται επί μακρόν με πολιτική ανεπάρκεια γύρω από τα κεντρικά επίδικα.
Εκτός, όμως, από τον προσανατολισμό, αναζητούνται και οι δυνάμεις που θα διεξάγουν αγώνα εθνικής κυριαρχίας. Σε καιρούς δυστοκίας, αναδεικνύονται οι κάθε λογής πλαστογράφοι. Δυνάμεις μέσα ή γύρω από το ΠΑΣΟΚ, οι οποίες θεωρούν το πεδίο προνομιακό και τις προϋποθέσεις στα μέτρα τους, έχουν ξεκινήσει διεργασίες.
Γνωρίζουν πώς να προκαταλάβουν τη δυναμική και να χειριστούν τον ακολουθητισμό της Αριστεράς. Παράλληλα, κυοφορούνται και οι πρώτες χωριστικές, αυτοεπικυρωτικές προσπάθειες. Οι τελευταίες, πέραν των χαμηλών τους ορίων, τα οποία και κατασπαταλούν, ανακυκλώνουν αρχαϊκά ιδεολογικά πρότυπα γύρω από την υποκειμενική διαμόρφωση, την οποία υποβιβάζουν στα μέτρα τους. Την ταυτίζουν με την αναπαραγωγή και νομιμοποίηση της προειλημμένης κομματικής πλατφόρμας. Στον αντίποδα, οι ουσιαστικότερες αναζητήσεις κινούνται βασανιστικά και παλίνδρομα πολύ πίσω από τις ανάγκες και τους ρυθμούς που απαιτούν οι περιστάσεις. Επισφραγίζουν κατά αυτόν τον τρόπο τα σημεία της εμπλοκής.
Όσοι καταπιαστούν με το ζήτημα του αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, θα προσεγγίσουν και την ουσία του, θα δώσουν το νόημά του. Η αναφορά στο ΕΑΜ για κάποιους μπορεί να είναι εφαλτήριο, για άλλους όχι. Έτσι κι αλλιώς, το ζήτημα τίθεται συνθετότερα. Δεν αφορά μια μονοδιάστατη (άρα δεδομένης τάξης δυσκολίας) διαδικασία. Όλα τα όρια είναι ανοικτά, προς επανεύρεση, η σχέση ανάμεσα στο εθνικό και το διεθνές, ανάμεσα στο κοινωνικό και το πολιτικό, οι οικονομικές – κοινωνικές διαστάσεις των μετασχηματισμών που είναι απαραίτητες ώστε να τεθεί σε κίνηση το εγχείρημα. Και πάνω απ’ όλα η συμπύκνωση στο πολιτικό που πολλοί πεισματικά αρνούνται να δεχθούν.
Σχόλια