Του Βασίλη Κεχαγιά
Δε θέλει πολύ για να πεθάνει η πνευματική παραγωγή ενός τόπου… Λίγο μια τεχνητή ευμάρεια, μια ψευδαισθητική συγκάλυψη άλλων αναγκών να σε βρει αρκεί για να νεκρώσει τα όποια ζωντανά πολιτιστικά κύτταρα. Κακά τα ψέματα, όσο κι αν μοιάζει παράδοξο, η τέχνη βλασταίνει σε άνυδρο τοπίο, είναι λίγο σαν κάκτος. Ίσως γι’ αυτό ο περισσότερος κόσμος φοβάται να την αγγίξει… Θέλει ψυχική δοκιμασία και κοινωνικά κακοτράχαλο τοπίο το έργο της τέχνης για να γεννηθεί. Δεν ήταν επί χούντας που η λογοκρισία και το πνιγηρό πολιτικό περιβάλλον έδωσε ταινίες, θεατρική παραγωγή, λογοτεχνικά πονήματα, γεμάτα καίριους υπαινιγμούς; Κι από την απέναντι πλευρά το κοινό αποκρυπτογραφούσε με θαυμαστή αντίληψη, μεταλάμβανε των αχράντων μυστηρίων της δημιουργίας… Πολλοί εκπαιδεύτηκαν στα θρανία της δικτατορίας, μαθαίνοντας τα σήματα μορς των τεχνών.
Θεωρητικά, είμαστε και πάλι καταμεσής της ερήμου. Η ευζωία εξαχνώθηκε όσο εύκολα πλημμύρισε τις ζωές μας, το ζόρι μας πλημμύρισε, δημιουργώντας συνθήκες αποκλεισμού. Τα χρόνια που πέρασαν, οργάνωσαν νέους κώδικες, όχι γεννήματα της στέρησης και της ανάγκης, αλλά μιας συμπονετικής, σχεδόν οικτίρμονος τέχνης. Ο σκηνοθέτης πλησίαζε τους μετανάστες κινούμενος από το αίσθημα της φιλαλληλίας, μακριά, ωστόσο, από τη βιωμένη προσωπική εμπειρία – απαραίτητη η εμβίωση σαν εμβρυουλκός στο μαιευτήριο των τεχνών – ο συγγραφέας εξαντλούταν σε λεκτικούς ακροβατισμούς αναίτιων καταθλίψεων. Εάν κάτι καλό προέκυψε στο ανάμεσα είχε να κάνει με τη φόρμα, περιοχή διόλου ευκαταφρόνητη, από μόνη της, όμως, δίχως την αγωνία του δημιουργού, άγονη.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά η δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα μας βρήκε απροετοίμαστούς για πολλά. Η Θεσσαλονίκη, τόπος ο οποίος δεν απαίτησε εξαίρεση από τους προηγούμενους κανόνες, ανέπτυξε πολιτισμό με χαμηλά λιπαρά: ατομική δημιουργία και επίσημοι θεσμοί είτε επέδειξαν νεοπλουτισμό είτε ξοδεύτηκαν σε εντυπωσιακές φιγούρες. Πάρτε παράδειγμα, την κυριότερη των σχετικών αναφορών, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, μέρες που είναι και με το επικείμενο ξεκίνημά του, εντός της εβδομάδας. Μετά από μια πρώτη παραγωγική περίοδο, με τη μετατροπή του σε διεθνές, τα ξημερώματα του 2000, για την ακρίβεια το 2004 βρήκαν τη θεοσπάταλη Δέσποινα Μουζάκη στο τιμόνι του. Σχεδόν με δηλωμένη την επιθυμία της να μοιάσει τις Κάννες, τσιμπημένη από την τρέλα του μεγαλείου έφτασε τον προϋπολογισμό στα εννέα εκατομμύρια ευρώ, διαποτισμένη από την αφελή μεγαλομανία της. Το χειρότερο είναι ότι οι αριβισμοί της συναντούσαν πρόθυμη συναίνεση από τους κρατικούς χρηματοδότες της, αλλά και από τον χώρο της έβδομης τέχνης, πρόθυμου συνδαιτυμόνα στο «μάσημα» των εκατομμυρίων.
Και να που τώρα, μετά από ένα διάστημα κουρασμένης και αδιέξοδης διαχείρισης του Φεστιβάλ από τον «μανιερίστα» Δημήτρη Εϊπίδη, φαίνεται να πνέει ένας πιο φρέσκος αέρας, ο οποίος δεν αγνοεί τις ανάγκες των ημερών, ενώ συγχρόνως αφουγκράζεται τα μηνύματα της καταγωγικής προέλευσης του θεσμού. Μ’ άλλα λόγια διακρίνεται η μέριμνα της νέας διεύθυνσης να επανασυνδέσει την καλωδίωση του Φεστιβάλ με την ελληνική ταινία, την παραπεταμένη στα χρόνια της νεόπλουτης ξένο μανίας. Ίσως έτσι να μπορέσει να αναπτυχθεί, επιτέλους, ο ποθητός διάλογος του εγχώριου με το διεθνές, να γίνουν συγκρίσεις και να προκύψουν κρίσεις. Κάποιος ο οποίος διαθέτει την εμπειρία της παγκόσμιας κινηματογραφικής σκηνής, διαβλέπει την ανάγκη του συγχρονισμού του βήματος των Ελλήνων δημιουργών με αυτό των αλλοεθνών «συναδέλφων» τους: η οικονομική κρίση έχει απλωμένα σύνορα και οι κινηματογραφιστές μας μοιάζουν να το αγνοούν, την ώρα που πολλές διεθνείς παραγωγές ξαφνιάζουν με την ευστοχία των επιλογών τους στο ίδιο θέμα. Να μια καλή αρχή, τόσο στο συγκεκριμένο θέμα όσο και στο ευρύτερο θέμα της τέχνης σε χαλεπούς καιρούς. Έπεται συνέχεια…