του Γιώργου Γκόντζου
Στα δύο πρόσφατα φύλλα του Δρόμου δημοσιεύτηκαν διαδοχικά, ένα κείμενο με τίτλο Ο παλιός, καλός ελληνικός κινηματογράφος και το συντηρητικόν ήθος και ακολούθως μια επιστολή, επικριτική για το κείμενο, με τίτλο Τράβα το δρόμο σου. Ταυτιζόμενος στα βασικά σημεία με την επιστολή, αλλά και διαβάζοντας ενδιαφέρουσες και βάσιμες προσεγγίσεις για τον «παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο», στο πρώτο άρθρο, χωρίς να έχω κάποια επιστημονική ακαδημαϊκή κατάρτιση ή σχετική θεσμική εξειδίκευση, αλλά ως άτομο που μεγάλωσα και με αυτό το είδος της Έβδομης Τέχνης, επιχειρώ μια αναδρομή σε σκηνές από κινηματογραφικές ταινίες με σύντομα σχόλια ως κατάθεση απλώς και μόνο μερικών επιπλέον στοιχείων.
Αρχικά εκτιμώ πως μια «ματιά» σε δημιουργίες άλλων εποχών είναι σκόπιμο να περιλαμβάνει και το συνολικό πολιτικό, κοινωνικό πεδίο κάθε περιόδου αλλά και επιμέρους μεν, αλλά σημαντικές, παραμέτρους αυτής… Η αντίληψη να εξηγούνται καταστάσεις και συμπεριφορές παρελθόντων ετών κατ’ αντιπαράσταση με σημερινές προσεγγίσεις αντικειμενικά «αδικεί» το παρελθόν, ακόμη και αν οι διατυπωμένες απόψεις εδράζονται σε υπαρκτά δεδομένα, πολύ περισσότερο αν αποτελούν στερεότυπες εκφράσεις με τις οποίες επιχειρείται η αντίκρουση άλλων στερεοτύπων. Στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, υπάρχει, όντως, για παράδειγμα, η σεναριακή εκδοχή «μιας οικονομικής κατάστασης των ηρώων που απομονώνεται από όποια κοινωνική αιτία», αλλά απεικονίζεται και η ταξική διαστρωμάτωση, όχι βέβαια ως τμήμα… κομματικής προκήρυξης αλλά, είτε σε αναφορές για την ανεργία («έκλεισε το εργοστάσιο») είτε, για παράδειγμα, στον μονόλογο με στοιχεία για συνθήκες εργασίας κλπ, του Σπύρου Καλογήρου από την ταινία Η Λεωφόρος του μίσους. .
Ανακρίνεται –οδηγός αυτός– από τον Κώστα Καζάκο για εγκατάλειψη θύματος […] Όχι αν κτύπαγα άνθρωπο, θα καταλάβαινα… Ναι, θα σταμάταγα. Γιατί είμαι στο τιμόνι τριάντα χρόνια… Μια ζωή ολόκληρη… Έχω συναίσθηση της ευθύνης… Κι όμως αυτή είναι που με κάνει και οδηγώ έτσι.. Η ευθύνη ότι έχω σπίτι και πρέπει να πάω ψωμί στο σπίτι μου… Κι όμως είναι απαραίτητο… Να οδηγώ κοιμισμένος, ξενυχτισμένος, κουρασμένος… Ακόμα και νεκρό θα με είχαν βάλει να οδηγώ… Αυτοί που έχουν τα αυτοκίνητα… Και εσείς που έχετε τον νόμο στα χέρια σας, κουβαλάτε εδώ εμένα, αντί να κουβαλάτε εκείνους… Γιατί αυτοί έδωσαν τα λεφτά στο πούλμαν και τα λεφτά πρέπει να φέρουν κι άλλα λεφτά… Πολλά λεφτά… όσο γίνεται πιο πολλά λεφτά… Μέρα νύχτα, ασταμάτητα… Συγγνώμη, ξέρω κάποια πέθανε αυτή τη στιγμή γίνεται ανάκριση, δεν πρέπει να φωνάζω… Σας ορκίζομαι όμως ότι εφτά φορές έχω χάσει τη δουλειά μου επειδή είπα: “Όχι κύριοι. Δεν θα οδηγώ κοιμισμένος, θα δουλέψω 8, 10, 12 ώρες ώστε να μπορέσω να οδηγήσω και πάλι με ανοικτά μάτια. Γιατί εγώ κρατάω τιμόνι κύριοι, κουβαλάω ζωές στην πλάτη μου. Ζωές, καταλαβαίνετε;”… Εφτά φορές βρέθηκα στον δρόμο, χωρίς δουλειά… Ρήμαξε το σπίτι μου. Πείναγαν τα παιδιά μου.. Ήταν τα νοίκια, μας κυνηγούσαν δικηγόροι, κλητήρες. Μια μέρα μας κάναν έξωση… Ευτυχώς απέναντι ήταν το μπακάλικο. Είχε μια μεγάλη μαρκίζα, κι όταν έκλεισε ο μπακάλης τα παιδιά κοιμήθηκαν εκεί. Το πρωί πήγα πάλι σ΄ αυτούς… Καλημέρα σας… μάλιστα κύριοι… Όσες ώρες θέλετε κύριοι… Και Κυριακές, και γιορτές… Και μέρα και νύχτα… Κι όταν είμαι ξύπνιος και όταν νυστάζω Κι όταν κοιμάμαι… Ακόμα και όταν πεθάνω, έχετε το λόγο μου. Και νεκρός ακόμα θα σφίγγω το τιμόνι και θα οδηγώ το πούλμαν… Βέβαια σας καταλαβαίνω… Το τουριστικό ρεύμα, η κίνηση μεγάλη, το αμάξι κοστίζει λεφτά, υπάρχουν έξοδα, δεν βγαίνει η επιχείρηση, όλο δεν βγαίνει η επιχείρηση, δεν βγαίνει η επιχείρηση… […]
Θετικά και αρνητικά χαρακτηριστικά
Δεν είναι ήσσονος σημασίας και οι αξίες, τα πρότυπα που παρουσιάζονται να διακατέχουν λαϊκούς ανθρώπους και η «ατομική στάση» της «αξιοπρέπειας του φτωχού» έχει την αυτούσια αξία της και δεν είναι «βαθιά συντηρητική », επειδή «αφαιρεί από τον ήρωα κάθε διάθεση διεκδίκησης». Ενυπάρχουν στις ταινίες και αρνητικά χαρακτηριστικά λαϊκών ηρώων (συντηρητικές αντιλήψεις, σεξιστική συμπεριφορά σε βάρος γυναικών, αποδοχή προλήψεων, πρακτικές εύκολου κέρδους κλπ) αλλά και θετικά χαρακτηριστικά όχι μόνο για εκείνες τις εποχές αλλά με διαχρονική αξία(αλληλεγγύη, τιμιότητα, περηφάνια κλπ).
Ακόμη και η συχνή αναφορά, στον «λαϊκό» τύπο έχει τη σχετική αξία, αν ληφθεί υπ’ όψιν πως η κυρίαρχη τάξη εκείνης της εποχής ήταν εχθρική απέναντι σ’ αυτή την έννοια και στα όποια, ταξικά, ιδεολογικά, πολιτικά στοιχεία περιέχει, ενώ οι πολυάριθμες εικόνες από τις «γειτονιές» αναδεικνύουν την κοινωνική συνοχή, και εκφάνσεις αλληλεγγύης ανάμεσα στα «κατώτερα» ταξικά στρώματα. Ταυτόχρονα, στις ταινίες υπάρχει και το σκηνικό όπου ο χωροφύλακας ή ο αστυνόμος, παρουσιάζονται με το «ανθρώπινο πρόσωπο» σε μια εποχή όπου το μετεμφυλιακό κράτος ασκεί κατασταλτική πολιτική μέσω και αυτών των «οργάνων τάξης» ή εξωραΐζεται η δικαστική εξουσία, από την δράση των «αδέκαστων δικαστών», αλλά επίσης προβάλλεται η αξία της συλλογικής μνήμης μέσα από αναδρομές πρωταγωνιστών, στην Κατοχή, στον ξεριζωμό από την Μικρά Ασία και τον πόλεμο στα βουνά της Αλβανίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ταινίας όπου καταγράφονται με εντυπωσιακό τρόπο, απόψεις, οράματα λαϊκών στρωμάτων, οικονομικές δυσκολίες λόγω συγκεκριμένων καταστάσεων, και εικόνες χαρακτηριστικές των «δύο κόσμων» το ακόλουθο:
Το μεροκάματο του πόνου (Σκηνοθεσία: Νέστορας Μάτσας, Σενάριο: Νέστορας Μάτσας, Κώστας Ασημακόπουλος, 1963) Μερικές σκηνές και χαρακτηριστικοί διάλογοι από την ταινία που γυρίστηκε και στην ταβέρνα Βλάχος στην Πλάκα.
Ο Ορέστης Μακρής εργάζεται στην οικοδομή που ανεγείρει ο μεγαλοκατασκευαστής Θεόδωρος Μορίδης (Στίχοι από το τραγούδι με τον Θόδωρο Κανακάρη που ακούγεται στην ταινία: […]
Τα πόδια μου δεν με βαστούν
στις σκαλωσιές απάνω,
τα φυλλοκάρδια μου πονούν
κι όμως κουράγιο κάνω.[…]
Ο γιος του εργάτη ο Λ.Βουρνάς είναι φοιτητής ιατρικής και ονειρεύεται να γίνει γιατρός (Να πηγαίνω στους συνοικισμούς και στις παράγκες να κοιτάζω τα παιδάκια που έχουν ανάγκη, αυτό είναι ωραίο ιδανικό).Η κόρη του (Μίρκα Καλατζοπούλου) δηλώνει πως βαρέθηκε την φτώχεια ενώ ο γιος του μεγαλοεργολάβου (Θ.Μυλωνάς) αυτοχαρακτηρίζεται ως Συνταξιούχος φοιτητής, πέντε χρόνια στην ίδια τάξη. Το αίσθημα του φτωχού φοιτητή είναι η Ντόρα Γιαννακοπούλου η οποία σε κάποια στιγμή ανακοινώνει με θλίψη την απόλυσή της από το γραφείο που εργαζόταν(Μου είπαν δεν πάνε καλά οι δουλειές και πρέπει να σε απολύσουμε). Η θεία της (Κούλα Αγαγιώτου) την προτρέπει να ξενιτευτεί στον Καναδά – η ανιψιά έχει ήδη δηλώσει πως θέλει εδώ να αγωνιστεί για κάτι καλύτερο– και ακολουθεί ο, με στοιχεία επικαιρότητας, διάλογος: -Αλίμονο αν οι νέοι έκαναν το ίδιο αν πήγαιναν στην ξενιτιά, για να βρουν μια καλύτερη ζωή. – Και μήπως δεν το κάνουν ήδη, δεν ξενιτεύονται;
Ο κακός επιστάτης, ο Αρτέμης Μάτσας αφού με δική του πρωτοβουλία πιέζει τον γιαπιτζή, όπως τον αποκαλεί περιφρονητικά, να αποχωρήσει, (εθελουσία έξοδος εν έτει 1963) ο Θ. Μορίδης εκτιμά πάντως πως Ο μαστρο-Βαγγέλης είναι καλός εργάτης, μεθοδεύει την συνάντηση του πλούσιου νεαρού, που καλοβλέπει την κόρη του εργάτη… Ο φοιτητής για να τα βγάλει πέρα εργάζεται ως γκαρσόνι σε λαϊκή ταβέρνα, γίνεται το γνωστό και από άλλες ταινίες επεισόδιο, ο Θ. Μυλωνάς τον καταγγέλλει και κινδυνεύει να αποβληθεί από την σχολή αλλά το «κακομαθημένο» κορίτσι της παρέας, η Ζωή Φυτούση, σε μια έκρηξη τύψεων αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά και μάλιστα ευχαριστεί τον φοιτητή για τα μαθήματα που της έδωσε και την βοήθησε να καταλάβει τις λαθεμένες αντιλήψεις που είχε προηγουμένως… Ο μαστρο Βαγγέλης, εν τω μεταξύ, που έχει πιάσει άλλου δουλειά, ξανά σε οικοδομή, δεν αντέχει τελικά και πεθαίνει με την φράση Η ζωή είναι πίστις και αγάπη και με την ελπίδα τα παιδιά του να πετύχουν αυτό που δεν μπόρεσε ο ίδιος, λίγη γη, και ένα σπιτάκι, μακρυά από τις παράγκες…
Ο συνάδελφός του, Λ.Διανέλλος, λαμβάνει την πρωτοβουλία και οι εργάτες δίνουν ο καθένας την ενίσχυσή του για να συνεχίσει τις σπουδές ο φοιτητής. Επιστρέφει από τον Καναδά και η Ντόρα Γιαννακοπούλου, ο Λ Βουρνάς έχει πάρει το πτυχίο του (θέλω να εργαστώ στις φτωχογειτονιές εκεί που μεγάλωσα και με χρειάζονται περισσότερο) και η ταινία ολοκληρώνεται με την σκηνή να απομακρύνονται ανάμεσα στα σπίτια της συνοικίας…
Η διπλή «απόρριψη»
Για την ταινία, πάντως, Συνοικία το όνειρο, για την οποία υπάρχει θετική αναφορά –και ορθώς– στο πρώτο κείμενο, αξίζει να σημειώσω πως υπήρξε εκείνη την περίοδο μια «διπλή απόρριψη».
Στην πρώτη προβολή της ταινίας η Πατησίων γέμισε από αστυνομικούς που έσπευσαν να εφαρμόσουν την απόφαση απαγόρευσης εισόδου στον κινηματογράφο. Η Αυγή (4-8-61) σημειώνει στον τίτλο του θέματος: Η Κυβέρνηση διέκοψε χθες βίαια την προβολή της ταινίας «Συνοικία το Όνειρο» στο «Ράδιο Σίτυ». Στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης (Αύγουστος 1961) στο άρθρο με τίτλο: «Συνοικία το Όνειρο» και Κράτος ο Φασισμός σημειώνεται :[…] Αυτή λοιπόν η φτωχοσυνοικία «ενόχλησε» την Κυβέρνηση. Δε θέλει ούτε περιγραφικά να ζωντανεύεται στη ντόπια οθόνη η αληθινή ζωή του λαού μας! Έχει την απαίτηση ο ελληνικός φακός να στέκεται μπρος στη «βιτρίνα» και να παρουσιάζει την ευημερία των ολίγων και όχι τη δυστυχία των πολλών. Όχι φτωχόσπιτα! Όχι άνεργους: Όχι ανθρώπους του μόχθου. Υπάρχουν όλα αυτά, μα δεν πρέπει να τα δείχνουμε γιατί δυσφημούν την Ελλάδα[…]
Αυτή ήταν η μία «απόρριψη» της ταινίας. Από το κράτος, και την τότε εξουσία. Υπήρξε όμως εκείνη την περίοδο και μια άλλη «απόρριψη». Ενδεικτικό αυτής της τάσης το κείμενο που έστειλαν στην Επιθεώρηση Τέχνης δύο γνωστοί Έλληνες σκηνοθέτες ο Δήμος Θέος και ο Φώτος Λαμπρινός στο οποίο μεταξύ άλλων αναγράφονταν και τα εξής: […] Στη σκηνή της «κλοπής» π.χ. τι τους αναγκάζει να μην κλέψουν τη γριά; Γιατί αλλάζουν; Μήπως παίρνουν διαστάσεις συμβόλου; Τότε ποιο είναι το αντίκρυσμά τους στην πραγματικότητα; Δεν στέκει δηλαδή να γίνεται σύμβολο της καλοσύνης του λαού μας ένας ήρωας που μέχρι τώρα τον βλέπουμε σα μεμονωμένη περίπτωση και σαν αντικείμενο σάτιρας. Κι έπειτα; Μετά το δραματικό γεγονός ποιό είναι το ξύπνημα και η κάθαρση; […] Συμπερασματικά έχουμε να πούμε, ότι είναι έξω και μακρυά από κάθε σύγχρονη προβληματική. Και δεν έχει σα στόχο το ψάξιμο της πραγματικότητας. Αν το έκανε αυτό, η γνώση που θάβγαινε απ΄ αυτή την έρευνα θα οδηγούσε κάπου αυτούς τους ανθρώπους. Απεναντίας κι αυτό το τονίζουμε, η ταινία μας απομακρύνει, από τη πραγματικότητα κι απ’ το νεορεαλισμό και επαναφέρει τη γνωστή δογματική άποψη: Ο Έλληνας είναι καλός. […]
Η μετανάστευση
Για το θέμα της μετανάστευσης στον Ελληνικό κινηματογράφο υπάρχουν αναφορές στις αιτίες αυτού του φαινομένου. Για παράδειγμα στην ταινία Οι εχθροί (1965), στη συζήτηση στην ταβέρνα, ο μετανάστης είναι νέος, αναζητεί την τύχη του στην Γερμανία για να καταφέρει να ζήσει και όχι να πλουτίσει, και ο φίλος του, του δίνει μια ενδιαφέρουσα διάσταση: Θα πας στην Γερμανία σκλαβάκι. Φυσικά σε πολλές ταινίες η μετανάστευση «εξηγείται» ως αποτέλεσμα ερωτικής απογοήτευσης, ή ως λύση για πλουτισμό που θα επιφέρει και κοινωνική, ταξική ανέλιξη, αλλά θα ήταν χρήσιμο να αναδειχτούν και οι περιπτώσεις των ταξικών, κοινωνικών αιτιών της που υπάρχουν είτε υπαινικτικά είτε πιο ευδιάκριτα στις ταινίες εκείνης της εποχής. Πάντως οπωσδήποτε, αντίθετα από τον χαρακτηρισμό της μετανάστευσης ως «ευλογία», άποψη κυρίαρχων κύκλων, και πιο κοντά στην λαϊκή στιχουργική της «κακούργας μετανάστευσης». Με την ευκαιρία, στην ταινία μικρού μήκους του Λάμπρου Λιαρόπουλου, Γράμμα από το Σαρλερουά (1965) υπάρχουν χρήσιμες αναφορές και επίκαιρες για συζητήσεις που γίνονται σήμερα για το φαινόμενο, με ανιστόρητες, πολλές φορές, συγκρίσεις. Στο γράμμα του στη μητέρα του στην Κόνιτσα, ο μετανάστης, στο Βέλγιο, της γράφει ανάμεσα στα άλλα: Ανάθεμα που άνοιξαν οι δρόμοι και χωρίσαμε. Κάποτε θα τελειώσουν όλα αυτά. Το Σαρλερουά θα ζει απ’ τους δικούς του ανθρώπους και οι Έλληνες θα βρίσκουν το ψωμί στον τόπο τους! Και μόνο εμείς θα ‘χουμε αφήσει εδώ τα νιάτα μας. Μακριά σου.
Η περίοδος στην οποία ανθεί ο παλιός εμπορικός κινηματογράφος είναι η εποχή, όπου η πλειονότητα του λαού είναι στο «περιθώριο» με την κυρίαρχη τάξη να δεσπόζει στην χώρα μας και ο ελληνικός κινηματογράφος εμφανίζεται σαν το κύριο μέσο ψυχαγωγίας των λαϊκών μαζών. Ο κινηματογράφος «κατανοεί» αισθήματα και αγωνίες αυτών των στρωμάτων, και η διάκριση των τάξεων αντικατοπτρίζεται μέσα και από τις ιστορίες του έρωτα. Όπου μέσα από τον έρωτα του φτωχού με την πλούσια υπάρχει ως αποτέλεσμα, και όχι κυρίως ως συνειδητή μεθόδευση του «φτωχού», η κοινωνική αποκατάσταση, ενώ η αντίδραση των πλούσιων γονιών έχει ως αφετηρία την ταξική διαφορά. Τελικά επέρχεται συμβιβασμός και εδώ πράγματι έχουμε το ιδεολογικό πρότυπο πως ο καλός, ο εργατικός, ο τίμιος φτωχός με την ανοχή ή την συναίνεση της άλλης τάξης είναι δυνατόν να αποκτήσει την ευρύτερη κοινωνική καταξίωση, τα χρήματα κλπ αλλά «χωρίς να εντάσσεται σε ένα σύνολο ευρύτερων κοινωνικών και ταξικών διεκδικήσεων», όπως σωστά επισημαίνει η αρθρογράφος στο πρώτο κείμενο .Στις ταινίες αυτές προβάλλονται αξίες της εργατικής τάξης, περιέχεται ο δικός της λόγος, γεγονός που δεν πρέπει να υποτιμηθεί, όμως αυτή είναι η μία πλευρά ενώ το τελικό αποτέλεσμα προπαγανδίζει μια “μη ταξική” αντιμετώπιση της ζωής. Και ως συνειδητή αντίληψη ίσως, αλλά και ως ανάγκη των δημιουργών να εκφράσουν υπαρκτά προβλήματά της εργατικής τάξης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το σενάριο της ταινίας Γυμνοί στο δρόμο (Ν.Κούρκουλος, Ζ.Λάσκαρη, με τη σπουδαία μουσική του Σ.Ξαρχάκου) όπου αυτή τη φορά τον ερωτικό δεσμό αρνούνται οι συγγενείς και οι φίλοι του φτωχού, με ένα μίσος κατά της πλούσιας και λόγω ταξικής διαφοράς αλλά και για λόγους εκδίκησης προς το οικογενειακό περιβάλλον της, υπαίτιου για αδικίες στο παρελθόν σε βάρος της λαϊκής οικογένειας.
Τέλος, ένα ακόμη σημείο, ανεξαρτήτως των όποιων απόψεων για το ιδεολογικό περιεχόμενο των ταινιών: Το γεγονός πως χάρις στον Ελληνικό εμπορικό κινηματογράφο διασώθηκαν ηχητικά μουσικά ντοκουμέντα και έχουμε «εικόνα» από τους θρύλους του λαϊκού τραγουδιού (όπως βλέπουμε και στις φωτογραφίες αυτού του κειμένου)