Της Judith Butler. Στην εποχή μας, ολοένα και περισσότεροι οργανισμοί δημοσίου συμφέροντος δομούνται σύμφωνα με τις αρχές της νεοφιλελεύθερης σχολής της οικονομικής επιστήμης – συμπεριλαμβανομένων σχολείων και πανεπιστημίων καθώς και οργανισμών δημόσιων υπηρεσιών.
Σε μία εποχή που όλο και περισσότεροι άνθρωποι χάνουν τα σπίτια τους, τις συντάξεις τους και τις προοπτικές τους για εργασία, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την ιδέα ότι μερικοί πληθυσμοί θεωρούνται αναλώσιμοι. Υπάρχει η βραχυπρόθεσμη εργασία, ή μορφές ελαστικής εργασίας σύμφωνα με τις αρχές του μετα-Φορντισμού βασιζόμενες στην αναλωσιμότητα και τη δυνατότητα αντικατάστασης των εργαζόμενων πληθυσμών, που ενισχύονται από τις κυρίαρχες νοοτροπίες για την ιατρική και κοινωνική ασφάλιση που υποστηρίζουν ότι ο ορθολογισμός της αγοράς θα πρέπει να ορίζει ποιων η υγεία και η ζωή πρέπει να προστατεύονται και ποιων όχι. Ένα ισχυρό παράδειγμα όλων αυτών παρουσιάστηκε σε μερικούς από εμάς σε εκείνη τη συνάντηση του κινήματος Tea Party όπου κάποιο μέλος υποστήριξε ότι όσοι έχουν μία σοβαρή ασθένεια και δε μπορούν να πληρώσουν ιατρική ασφάλιση θα πρέπει απλά να πεθάνουν. Μία κραυγή χαράς διαπέρασε το πλήθος, σύμφωνα με δημοσιευμένες μαρτυρίες. Εικάζομαι πως ήταν το είδος της κραυγής χαράς που συνήθως συνοδεύει την έναρξη πολεμικών εκστρατειών ή μορφές εθνικιστικής έξαρσης. Αν, όμως, αυτό συνιστούσε για κάποιους μία περίσταση χαράς, πρέπει να είναι ακριβώς λόγω της πίστης ότι εκείνοι που δεν κερδίζουν αρκετά ή έχουν μία επισφαλή θέση εργασίας δεν έχουν δικαίωμα σε ιατρική περίθαλψη, καθώς και ότι κανένας εκ των υπολοίπων δεν είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτούς τους ανθρώπους.
Υπό ποιες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες αναδεικνύονται τέτοιες περιχαρείς μορφές σκληρότητας; Η ιδέα περί ευθύνης που έχει αυτό το πλήθος πρέπει να αντικρουστεί χωρίς, όπως θα διαπιστώσετε, να παραιτηθούμε από την ιδέα της πολιτικής ηθικής. Επειδή, αν καθένας από εμάς είναι υπεύθυνος μόνο για τον εαυτό του και όχι για τους άλλους, και αν αυτή η ευθύνη είναι πρώτα απ’ όλα μία ευθύνη να γίνουμε οικονομικά αυτάρκεις υπό συνθήκες που υπονομεύουν σε δομικό επίπεδο την αυτάρκεια, τότε μπορούμε να δούμε ότι αυτή η νεοφιλελεύθερη ηθική απαιτεί την αυτάρκεια ως ηθική ιδέα την ίδια στιγμή που προωθεί την καταστροφή αυτής ακριβώς της πιθανότητας σε οικονομικό επίπεδο. Εκείνοι που δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώνουν ιατρική ασφάλιση αποτελούν ένα μόνο τμήμα του πληθυσμού που θεωρείται αναλώσιμο. Εκείνοι που εντάσσονται στο στρατό με την υπόσχεση εργασίας και την ανάπτυξη δεξιοτήτων, στέλνονται σε εμπόλεμες ζώνες όπου δεν υπάρχει σαφές επιχειρησιακό πλάνο και όπου οι ζωές τους μπορούν να καταστραφούν, είναι επίσης αναλώσιμα τμήμα του πληθυσμού. Επαινούνται ως ζωτικής σημασίας για το έθνος τη στιγμή που οι ζωές τους θεωρούνται περιττές. Και όλοι εκείνοι που βλέπουν το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, που θεωρούν ότι έχουν χάσει πολλές μορφές ασφάλειας και προοπτικής, νιώθουν εγκαταλελειμμένοι από μία κυβέρνηση και μία πολιτική οικονομία η οποία σαφώς αυξάνει τον πλούτο για τους πολύ λίγους εις βάρος του γενικού πληθυσμού.
Οπότε ερχόμαστε στο δεύτερο σκέλος. Όταν άνθρωποι κατεβαίνουν μαζικά στους δρόμους, ένα είναι σαφές: υπάρχουν ακόμα, επιμένουν, συγκεντρώνονται και δείχνουν ότι η κατάστασή τους είναι κοινή. Ακόμα και όταν δεν εκφέρουν λόγο ή δεν παρουσιάζουν ένα σύνολο αιτημάτων προς διαπραγμάτευση, θεσπίζεται η έκκληση για δικαιοσύνη. Τα συγκεντρωμένα σώματα «λένε» δεν είμαστε αναλώσιμοι, ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιούν λέξεις την εκάστοτε στιγμή. Αυτό που λένε είναι ότι είμαστε ακόμη εδώ, επιμένουμε, απαιτούμε περισσότερη δικαιοσύνη, απελευθέρωση από την αβεβαιότητα, την πιθανότητα για μία αξιοπρεπή ζωή.
Η απαίτηση για δικαιοσύνη είναι, φυσικά, μία ισχυρή πράξη. Επίσης, κάνει κάθε ακτιβιστή να σκεφτεί το εξής φιλοσοφικό ερώτημα: τι είναι δικαιοσύνη και ποια είναι τα μέσα που μπορούν να προωθήσουν το αίτημα για δικαιοσύνη; Λένε ότι ο λόγος για τον οποίο μερικές φορές «δεν υπάρχουν αιτήματα» όταν σώματα συνευρίσκονται με τη μορφή του κινήματος Occupy Wall Street είναι ότι οποιαδήποτε λίστα αιτημάτων δεν θα ανταποκρινόταν πλήρως στο ιδανικό της δικαιοσύνης που απαιτείται. Όλοι μπορούμε να φανταστούμε δίκαιες λύσεις στο θέμα της ιατρικής περίθαλψης, της δημόσιας εκπαίδευσης, της στέγασης και της διανομής και διαθεσιμότητας τροφίμων. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να αναλύσουμε τις αδικίες και να τις παρουσιάσουμε ως σύνολο συγκεκριμένων αιτημάτων. Ίσως όμως το αίτημα για δικαιοσύνη ενυπάρχει σε κάθε ένα από αυτά τα αιτήματα και, αναγκαίως, τα ξεπερνάει. Δεν χρειάζεται να ενστερνιστούμε την πλατωνική θεωρία της δικαιοσύνης για να δούμε άλλους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί αυτό το αίτημα. Επειδή, όταν σώματα συγκεντρώνονται για να εκφράσουν την αγανάκτησή τους και να θεσπίσουν την πληθυντική τους ύπαρξη στο δημόσιο χώρο θέτουν επίσης ευρύτερα αιτήματα. Απαιτούν αναγνώριση και εκτίμηση, εξασκούν το δικαίωμα της εμφάνισης και της άσκησης ελευθερίας, και θέτουν το αίτημα για αξιοπρεπή ζωή. Οι αξίες αυτές αποτελούν προϋπόθεση για συγκεκριμένα αιτήματα, αλλά απαιτούν επίσης μία περισσότερο θεμελιακή αναδόμηση της κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής μας τάξης.
Σε κάποια οικονομική και πολιτική θεωρία ακούμε περί πληθυσμών οι οποίοι υπόκεινται σε αυτό που αποκαλείται «αβεβαιοποίηση» (precarization). Η διαδικασία αυτή, που συνήθως επιφέρουν και αναπαράγουν κυβερνητικοί και οικονομικοί φορείς οι οποίοι εγκλιματίζουν με την πάροδο του χρόνου πληθυσμούς σε συνθήκες ανασφάλειας και απελπισίας (βλ. Isabell Lorey), ενσωματώνεται οργανικά στους φορείς προσωρινής εργασίας, σε αποδεκατισμένες υπηρεσίες κοινωνικής ωφέλειας, καθώς και στη γενική φθορά της κοινωνικής δημοκρατίας υπέρ επιχειρηματικών συμπεριφορών, υποστηριζόμενων από άγριες ιδεολογίες περί ατομικής ευθύνης και της υποχρέωσης για μεγιστοποίηση της ατομικής αγοραίας αξίας σαν τον ύστατο σκοπό στη ζωή. Κατά την άποψή μου, η σημαντική αυτή διαδικασία αβεβαιοποίησης πρέπει να συνοδεύεται από την κατανόηση της αβεβαιότητας ως θίγουσα συναισθηματικής δομής, όπως ισχυρίζεται η Lauren Berlant, και ως αυξανόμενη αίσθηση της αναλωσιμότητας ή περιττότητας που διανέμεται διαφορικά σε ολόκληρη την κοινωνία. Επιπρόσθετα, χρησιμοποιώ ένα τρίτο όρο, την επισφάλεια (precariousness), η οποία χαρακτηρίζει κάθε ενσώματο και πεπερασμένο ανθρώπινο ον, καθώς και τα μη ανθρώπινα όντα. Δεν πρόκειται απλώς για μία υπαρξιακή αλήθεια – καθένας από εμάς θα μπορούσε να υποστεί στερήσεις, τραυματισμό, αδυναμία ή θάνατο συνεπεία γεγονότων ή διαδικασιών εκτός του ελέγχου μας. Αποτελεί, επίσης, σε σημαντικό βαθμό γνώρισμα αυτού που θα αποκαλούσαμε κοινωνική συνοχή, των διάφορων σχέσεων οι οποίες δημιουργούν την αλληλεξάρτησή μας. Με άλλα λόγια, κανένας άνθρωπος δεν πλήττεται από την έλλειψη στέγης χωρίς την αποτυχία της κοινωνίας να οργανώσει τον τομέα της στέγασης με τρόπο ώστε να έχουν πρόσβαση σε αυτή όλοι οι άνθρωποι. Επίσης, κανένας άνθρωπος δεν πλήττεται από την ανεργία χωρίς ένα σύστημα ή μία πολιτική οικονομία η οποία αποτυγχάνει να αποτελέσει δικλείδα ασφαλείας ενάντια σε αυτή την πιθανότητα.
Αυτό σημαίνει ότι μερικές από τις πιο ευάλωτες εμπειρίες μας, κοινωνικής και οικονομικής στέρησης, αποκαλύπτουν όχι μόνο την επισφάλειά μας ως ξεχωριστά άτομα, σκέψη η οποία επίσης αναδεικνύεται, αλλά και τις αποτυχίες και ανισότητες των κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικών θεσμών. Στην ατομική μας τρωτότητα έναντι της αβεβαιότητας ανακαλύπτουμε ότι είμαστε κοινωνικά όντα, εμπλεκόμενα σε ένα σύνολο δικτύων που είτε μας συντηρούν είτε αποτυγχάνουν να το κάνουν, ή το κάνουν μόνο περιοδικά, δημιουργώντας ένα συνεχές φάσμα απελπισίας και ένδειας. Η ατομική μας ευημερία εξαρτάται από το αν μπορούν να συσταθούν οι κοινωνικές και οικονομικές δομές που στηρίζουν την αμοιβαία μας εξάρτηση. Αυτό θα συμβεί μόνο με την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης καθεστηκυίας τάξης, θεσπίζοντας τα αιτήματα του λαού μέσω της συγκέντρωσης σωμάτων στο πλαίσιο ενός δημόσιου, αμετανόητου, επίμονου και μαχητικού αγώνα ο οποίος αποσκοπεί στη διάλυση και ανασύνθεση του πολιτικού μας κόσμου. Ως σώματα, υποφέρουμε και αντιστεκόμαστε, και μαζί, σε διάφορες τοποθεσίες, γινόμαστε παράδειγμα εκείνης της μορφής που διατηρεί την κοινωνική συνοχή που σχεδόν έχουν καταστρέψει η νεοφιλελεύθερη οικονομική σχολή.
Υπό ποιες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες αναδεικνύονται τέτοιες περιχαρείς μορφές σκληρότητας; Η ιδέα περί ευθύνης που έχει αυτό το πλήθος πρέπει να αντικρουστεί χωρίς, όπως θα διαπιστώσετε, να παραιτηθούμε από την ιδέα της πολιτικής ηθικής. Επειδή, αν καθένας από εμάς είναι υπεύθυνος μόνο για τον εαυτό του και όχι για τους άλλους, και αν αυτή η ευθύνη είναι πρώτα απ’ όλα μία ευθύνη να γίνουμε οικονομικά αυτάρκεις υπό συνθήκες που υπονομεύουν σε δομικό επίπεδο την αυτάρκεια, τότε μπορούμε να δούμε ότι αυτή η νεοφιλελεύθερη ηθική απαιτεί την αυτάρκεια ως ηθική ιδέα την ίδια στιγμή που προωθεί την καταστροφή αυτής ακριβώς της πιθανότητας σε οικονομικό επίπεδο. Εκείνοι που δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώνουν ιατρική ασφάλιση αποτελούν ένα μόνο τμήμα του πληθυσμού που θεωρείται αναλώσιμο. Εκείνοι που εντάσσονται στο στρατό με την υπόσχεση εργασίας και την ανάπτυξη δεξιοτήτων, στέλνονται σε εμπόλεμες ζώνες όπου δεν υπάρχει σαφές επιχειρησιακό πλάνο και όπου οι ζωές τους μπορούν να καταστραφούν, είναι επίσης αναλώσιμα τμήμα του πληθυσμού. Επαινούνται ως ζωτικής σημασίας για το έθνος τη στιγμή που οι ζωές τους θεωρούνται περιττές. Και όλοι εκείνοι που βλέπουν το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, που θεωρούν ότι έχουν χάσει πολλές μορφές ασφάλειας και προοπτικής, νιώθουν εγκαταλελειμμένοι από μία κυβέρνηση και μία πολιτική οικονομία η οποία σαφώς αυξάνει τον πλούτο για τους πολύ λίγους εις βάρος του γενικού πληθυσμού.
Οπότε ερχόμαστε στο δεύτερο σκέλος. Όταν άνθρωποι κατεβαίνουν μαζικά στους δρόμους, ένα είναι σαφές: υπάρχουν ακόμα, επιμένουν, συγκεντρώνονται και δείχνουν ότι η κατάστασή τους είναι κοινή. Ακόμα και όταν δεν εκφέρουν λόγο ή δεν παρουσιάζουν ένα σύνολο αιτημάτων προς διαπραγμάτευση, θεσπίζεται η έκκληση για δικαιοσύνη. Τα συγκεντρωμένα σώματα «λένε» δεν είμαστε αναλώσιμοι, ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιούν λέξεις την εκάστοτε στιγμή. Αυτό που λένε είναι ότι είμαστε ακόμη εδώ, επιμένουμε, απαιτούμε περισσότερη δικαιοσύνη, απελευθέρωση από την αβεβαιότητα, την πιθανότητα για μία αξιοπρεπή ζωή.
Η απαίτηση για δικαιοσύνη είναι, φυσικά, μία ισχυρή πράξη. Επίσης, κάνει κάθε ακτιβιστή να σκεφτεί το εξής φιλοσοφικό ερώτημα: τι είναι δικαιοσύνη και ποια είναι τα μέσα που μπορούν να προωθήσουν το αίτημα για δικαιοσύνη; Λένε ότι ο λόγος για τον οποίο μερικές φορές «δεν υπάρχουν αιτήματα» όταν σώματα συνευρίσκονται με τη μορφή του κινήματος Occupy Wall Street είναι ότι οποιαδήποτε λίστα αιτημάτων δεν θα ανταποκρινόταν πλήρως στο ιδανικό της δικαιοσύνης που απαιτείται. Όλοι μπορούμε να φανταστούμε δίκαιες λύσεις στο θέμα της ιατρικής περίθαλψης, της δημόσιας εκπαίδευσης, της στέγασης και της διανομής και διαθεσιμότητας τροφίμων. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να αναλύσουμε τις αδικίες και να τις παρουσιάσουμε ως σύνολο συγκεκριμένων αιτημάτων. Ίσως όμως το αίτημα για δικαιοσύνη ενυπάρχει σε κάθε ένα από αυτά τα αιτήματα και, αναγκαίως, τα ξεπερνάει. Δεν χρειάζεται να ενστερνιστούμε την πλατωνική θεωρία της δικαιοσύνης για να δούμε άλλους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί αυτό το αίτημα. Επειδή, όταν σώματα συγκεντρώνονται για να εκφράσουν την αγανάκτησή τους και να θεσπίσουν την πληθυντική τους ύπαρξη στο δημόσιο χώρο θέτουν επίσης ευρύτερα αιτήματα. Απαιτούν αναγνώριση και εκτίμηση, εξασκούν το δικαίωμα της εμφάνισης και της άσκησης ελευθερίας, και θέτουν το αίτημα για αξιοπρεπή ζωή. Οι αξίες αυτές αποτελούν προϋπόθεση για συγκεκριμένα αιτήματα, αλλά απαιτούν επίσης μία περισσότερο θεμελιακή αναδόμηση της κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής μας τάξης.
Σε κάποια οικονομική και πολιτική θεωρία ακούμε περί πληθυσμών οι οποίοι υπόκεινται σε αυτό που αποκαλείται «αβεβαιοποίηση» (precarization). Η διαδικασία αυτή, που συνήθως επιφέρουν και αναπαράγουν κυβερνητικοί και οικονομικοί φορείς οι οποίοι εγκλιματίζουν με την πάροδο του χρόνου πληθυσμούς σε συνθήκες ανασφάλειας και απελπισίας (βλ. Isabell Lorey), ενσωματώνεται οργανικά στους φορείς προσωρινής εργασίας, σε αποδεκατισμένες υπηρεσίες κοινωνικής ωφέλειας, καθώς και στη γενική φθορά της κοινωνικής δημοκρατίας υπέρ επιχειρηματικών συμπεριφορών, υποστηριζόμενων από άγριες ιδεολογίες περί ατομικής ευθύνης και της υποχρέωσης για μεγιστοποίηση της ατομικής αγοραίας αξίας σαν τον ύστατο σκοπό στη ζωή. Κατά την άποψή μου, η σημαντική αυτή διαδικασία αβεβαιοποίησης πρέπει να συνοδεύεται από την κατανόηση της αβεβαιότητας ως θίγουσα συναισθηματικής δομής, όπως ισχυρίζεται η Lauren Berlant, και ως αυξανόμενη αίσθηση της αναλωσιμότητας ή περιττότητας που διανέμεται διαφορικά σε ολόκληρη την κοινωνία. Επιπρόσθετα, χρησιμοποιώ ένα τρίτο όρο, την επισφάλεια (precariousness), η οποία χαρακτηρίζει κάθε ενσώματο και πεπερασμένο ανθρώπινο ον, καθώς και τα μη ανθρώπινα όντα. Δεν πρόκειται απλώς για μία υπαρξιακή αλήθεια – καθένας από εμάς θα μπορούσε να υποστεί στερήσεις, τραυματισμό, αδυναμία ή θάνατο συνεπεία γεγονότων ή διαδικασιών εκτός του ελέγχου μας. Αποτελεί, επίσης, σε σημαντικό βαθμό γνώρισμα αυτού που θα αποκαλούσαμε κοινωνική συνοχή, των διάφορων σχέσεων οι οποίες δημιουργούν την αλληλεξάρτησή μας. Με άλλα λόγια, κανένας άνθρωπος δεν πλήττεται από την έλλειψη στέγης χωρίς την αποτυχία της κοινωνίας να οργανώσει τον τομέα της στέγασης με τρόπο ώστε να έχουν πρόσβαση σε αυτή όλοι οι άνθρωποι. Επίσης, κανένας άνθρωπος δεν πλήττεται από την ανεργία χωρίς ένα σύστημα ή μία πολιτική οικονομία η οποία αποτυγχάνει να αποτελέσει δικλείδα ασφαλείας ενάντια σε αυτή την πιθανότητα.
Αυτό σημαίνει ότι μερικές από τις πιο ευάλωτες εμπειρίες μας, κοινωνικής και οικονομικής στέρησης, αποκαλύπτουν όχι μόνο την επισφάλειά μας ως ξεχωριστά άτομα, σκέψη η οποία επίσης αναδεικνύεται, αλλά και τις αποτυχίες και ανισότητες των κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικών θεσμών. Στην ατομική μας τρωτότητα έναντι της αβεβαιότητας ανακαλύπτουμε ότι είμαστε κοινωνικά όντα, εμπλεκόμενα σε ένα σύνολο δικτύων που είτε μας συντηρούν είτε αποτυγχάνουν να το κάνουν, ή το κάνουν μόνο περιοδικά, δημιουργώντας ένα συνεχές φάσμα απελπισίας και ένδειας. Η ατομική μας ευημερία εξαρτάται από το αν μπορούν να συσταθούν οι κοινωνικές και οικονομικές δομές που στηρίζουν την αμοιβαία μας εξάρτηση. Αυτό θα συμβεί μόνο με την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης καθεστηκυίας τάξης, θεσπίζοντας τα αιτήματα του λαού μέσω της συγκέντρωσης σωμάτων στο πλαίσιο ενός δημόσιου, αμετανόητου, επίμονου και μαχητικού αγώνα ο οποίος αποσκοπεί στη διάλυση και ανασύνθεση του πολιτικού μας κόσμου. Ως σώματα, υποφέρουμε και αντιστεκόμαστε, και μαζί, σε διάφορες τοποθεσίες, γινόμαστε παράδειγμα εκείνης της μορφής που διατηρεί την κοινωνική συνοχή που σχεδόν έχουν καταστρέψει η νεοφιλελεύθερη οικονομική σχολή.
Σχόλια