Για το βιβλίο του Ευτύχη Μπιτσάκη, Χώρος και Χρόνος. Η συνεχιζόμενη αναζήτηση, Eκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2014, σελ. 315
Του Ιωάννη Ν. Μαρκόπουλου*
Η καθαρά αντιθετικιστική αυτή θέση του συγγραφέα, που εκφράζει συχρόνως και το συνεπή δάσκαλο και στέρεα εδράζεται τόσο στο πλούσιο και πρωτοπόρο επιστημονικό και φιλοσοφικό του έργο όσο και στην μακρόχρονη και αταλάντευτη κοινωνικο-πολιτική του δράση για τη δημοκρατία, τη δίκαιη κοινωνία και το σοσιαλισμό, συχνά εκφράζεται στο βιβλίο αυτό, σε πολύ χαρακτηριστικά και δημιουργικά για την κριτική σκέψη σημεία.
Πιο συγκεκριμένα και επειδή οι επιστημονικές έννοιες και οι ορισμοί δεν εμφανίζονται πράγματι και δεν εξελίσσονται εν κενώ, αλλά πάντα σε αλληλεξάρτηση με κοινωνικο-πολιτικές και ιδεολογικές προκείμενες, είναι σημαντικό στη θέση αυτή να προβληθούν οι σχετικές πεποιθήσεις του Μπιτσάκη, μέσα από μία σταχυολόγηση κάποιων ενδεικτικών χωρίων από το συγκεκριμένο αυτό έργο του. Αναφέρεται, λοιπόν, εδώ χαρακτηριστικά, και μόνον δείγματος χάριν, ότι «οι έννοιες του χώρου και του χρόνου δεν είναι ούτε προεμπειρικές κατηγορίες της εποπτείας, ούτε απλές συμβάσεις, αλλά οντολογικές κατηγορίες, που διαμορφώνονται και εξελίσσονται σε γενετική σχέση με την κοινωνική πράξη». Ο Μπιτσάκης συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι «η γνώση, η αναπαράσταση της πραγματικότητας με έννοιες, προϊόν και προϋπόθεση της κοινωνικής ζωής, διαμεσολαβείται επίσης από τις δυνατότητες της τεχνολογίας, τις κοινωνικές σχέσεις και την ιδεολογία», και ότι «η αντίληψη του Νεύτωνα για το χώρο και το χρόνο έγινε δεκτή στην εποχή του, επειδή αποτελούσε μέρος μιας επανάστασης: της δημιουργίας της επιστήμης της Μηχανικής. Ταυτόχρονα, επειδή ήταν σύμφωνη με την εποπτεία, αλλά και με την κυρίαρχη, τότε, χριστιανική ιδεολογία». Υποστηρίζεται εξάλλου ότι, μέσα από μια μακρά ιστορική διαδικασία αλληλεπίδρασης ιδεολογίας και τεχνοεπιστημονικής ανάπτυξης, «το κλειστό, ιεραρχημένο και πεπερασμένο σύμπαν αντιστοιχούσε, όχι μόνο στο επίπεδο των επιστημών, αλλά και στην ιδεολογία των δουλοκτητικών κοινωνιών της αρχαιότητας (…) [και] στη δομή των κλειστών προκεφαλαιοκρατικών κοινωνιών». Στη συνέχεια, «το άνοιγμα της κλειστής μεσαιωνικής κοινωνίας με το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα, η ανακάλυψη νέων χωρών, η πρόοδος της Γεωγραφίας και της Αστρονομίας κ.λπ., αποτέλεσαν ουσιαστικούς παράγοντες για την ανατροπή του γεωκεντρικού κοσμοειδώλου», ενώ κατά τους Νέους πλέον Χρόνους «το νέο, ανοικτό, Σύμπαν, αντιστοιχούσε στη νέα, ανοικτή, κεφαλαιοκρατική κοινωνία».
Το βιβλίο αποτελείται από έναν σύντομο όσο και κατατοπιστικό για το θέμα του πρόλογο, και από εννέα κεφάλαια, με χρήσιμες βιβλιογραφικές αναφορές και σημειώσεις για κάθε ένα από τα κεφάλαια αυτά ξεχωριστά. Όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφική σημείωση του προλόγου, τέσσερα κεφάλαια (το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και το έβδομο) έχουν πρωτοδημοσιευθεί σε άλλη θέση και εμφανίζονται εδώ με ορισμένες βελτιώσεις. Κάποιες άλλωστε επαναλήψεις, σε διαφορετικά κεφάλαια, παρέμειναν όπως αναφέρει ο συγγραφέας, για να μη διαταραχθεί η λογική ανάπτυξη του κειμένου. Θα μπορούσα εδώ να προσθέσω ότι επειδή η ανάγνωση των κεφαλαίων μπορεί να γίνει και αυτοτελώς, οι επαναλήψεις αυτές μπορούν να δράσουν και ευεργετικά για την καλύτερη κατανόηση των υπό συζήτηση ζητημάτων.
Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στη διαμόρφωση και την εξέλιξη των χωροχρονικών εννοιών, ξεκινώντας από τις προφιλοσοφικές και προεπιστημονικές δοξασίες για το χώρο και το χρόνο και καταλήγοντας –μέσα από μια επισκόπηση της διαμόρφωσης των εννοιών αυτών κατά την αρχαιότητα, τον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και τους Νέους Χρόνους, με το μηχανιστικό τους κοσμοείδωλο, τις απόλυτες έννοιες του χώρου και του χρόνου και το κλασικό χωροχρονικό κοσμοείδωλο, αλλά και με την καντιανή θέση, κατά την εποχή του Διαφωτισμού, για έναν προεμπειρικό χαρακτήρα του χώρου και του χρόνου– στο χωροχρόνο της Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας αλλά και στην ενότητα του χώρου, του χρόνου, της ύλης και της κίνησης, που εκφράζεται με τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν.
Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στη ρεαλιστική, υλιστική θεώρηση του χωροχρονικού προβλήματος, στην καντιανή άποψη και στη θετικιστική συμβατική αντίληψη για το χώρο και το χρόνο. Παραθέτοντας αρχικά τις νευτώνειες απόψεις για το χώρο και το χρόνο, ο Μπιτσάκης προχωράει σε μία εμπεριστατωμένη κριτική συζήτηση της επιστημολογικής θέσης του Καντ, για τις χωροχρονικές έννοιες, ως a priori μορφές της εποπτείας, και αντιπαραθέτει τις θέσεις αυτές με τις ρεαλιστικές θέσεις του Αϊνστάιν. Εδώ ακολουθεί, ως ένα σύντομο παράρτημα του Jean-Pierre Vigier, μία αναφορά στην έννοια του αιθέρα, όπως τον θεωρούσε ο Αϊνστάιν, σε σχέση μάλιστα και με τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας.
Στο τρίτο κεφάλαιο επιχειρείται μία ιστορική ανάλυση, με άμεσο οντολογικό και γνωσιολογικό ενδιαφέρον, της αλληλεξάρτησης των φυσικών και των μαθηματικών θεωριών. Μέσα από μια ιστορική δηλαδή επισκόπηση, αυτό που εδώ επιδιώκεται είναι η αναζήτηση και γνώση του μακροχρόνιου δρόμου που οδηγεί από την εμπειρική παράσταση στην έννοια και από εκεί μέσω της έκφρασης μαθηματικών σχέσεων στην «επιστημονική ιδιοποίηση του πραγματικού». Η ιστορική αυτή επισκόπηση των μαθηματικών και φυσικών χώρων αρχίζει με την αναφορά στην αριστοτελική φιλοσοφία, περνάει στη φυσική και μεταφυσική θεώρηση του Καρτέσιου, στον θεολογικά εδραιωμένο ορθολογισμό του Λάιμπνιτς, επικεντρώνεται στη μηχανιστική κοσμοεικόνα, και ολοκληρώνεται τόσο με την ενοποιητική θεώρηση του χώρου, του χρόνου, της ύλης και της κίνησης, από τη Θεωρία της Σχετικότητας, όσο και με τη Φυσική του ασυνεχούς, με τους νέους χώρους και τα νέα ερωτήματά της αλλά και με τα διαφορετικά μαθηματικά που απαιτούν οι νόμοι της.
Το τέταρτο κεφάλαιο ρίχνει φως στο φιλοσοφικά και επιστημονικά άλυτο πρόβλημα της συνέχειας ή της ασυνέχειας του χώρου και του χρόνου. Κατά πρώτον, το πρόβλημα συζητιέται στη βάση της τυπικής και διαλεκτικής λογικής, ενώ κατά δεύτερον, κυρίως σε σχέση με τη μικροδομή του χώρου και του χρόνου, σε άμεση σύνδεση με τη δομή των στοιχειωδών σωματιδίων. Όπως και να έχει, και σύμφωνα με τον Μπιτσάκη, αν θα υπάρξει απάντηση για τη λύση αυτού του προβλήματος, αυτή «θα προκύψει από τη δημιουργική σύζευξη της Φυσικής με τη Φιλοσοφία». Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με ένα σύντομο σχετικά παράρτημα που αναφέρεται στο αριθμητικό, το γεωμετρικό και το φυσικό συνεχές (που εκφράζεται με το συνεχή χαρακτήρα των φυσικών φαινομένων), στις μεταξύ τους διαφορές και συσχετίσεις, καθώς και στην οριακή έννοια του απείρου, και στα προβλήματα που αυτή δημιουργεί. Πάντως, πράγματι, όπως σημειώνεται, «θα έπρεπε να διατυπωθούν οι κβαντικές θεωρίες για να τεθεί το πρόβλημα της ασυνέχειας, τόσο στο φυσικό όσο και στο μαθηματικό επίπεδο».
Το πέμπτο κεφάλαιο διαπραγματεύεται τη σύνδεση των χωροχρονικών εννοιών με την εξέλιξη των φυσικών διαδικασιών. Η σύνδεση της ροής του χρόνου, και σε κοσμολογικό επίπεδο, με την αρχή της αιτιότητας στην εξέλιξη των φυσικών φαινομένων, η μη αντιστρεψιμότητα των φαινομένων αυτών, σε σχέση και με το πρόβλημα της εντροπίας, και τα ερωτήματα της μακροφυσικής κοσμολογίας αλλά και της μικροφυσικής, που άμεσα συνδέονται με τις έννοιες του χώρου και του χρόνου, είναι τα ερευνητικά θέματα στα οποία επικεντρώνεται το κεφάλαιο αυτό.
Στο έκτο κεφάλαιο συζητιέται εκτενώς το πρόβλημα της τοπικότητας στις φυσικές αλληλεπιδράσεις, σε άμεση συνάρτηση με την έννοια της αιτιότητας. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται εδώ: α) Στην αιτιότητα και τη μη-τοπικότητα στην προ-σχετικιστική Φυσική, β) Στον τρόπο που οι σχετικιστικές θεωρίες αντιμετωπίζουν το αίνιγμα της αιτιότητας και τοπικότητας, γ) Στη μη-αιτιοκρατική και μη-τοπική ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής, ιδιαίτερα όπως αυτή υποστηρίζεται –σε αντίθεση με τη ρεαλιστική Σχολή και τη θέση της για έναν κβαντικό στατιστικό καθορισμό– από την αντιρεαλιστικά και αντιαιτιοκρατικά εδραιωμένη ερμηνεία της Σχολής της Κοπεγχάγης (Μπορ, Χάιζενμπεργκ, Φον Νόυμαν κ.ά.), δ) Στα διάφορα παράδοξα της σύγχρονης Φυσικής (το παράδοξο του Αϊνστάιν, του ντε Μπρέιγ, του Σραίντιγκερ, των Αϊνστάιν, Ποντόλσκι και Ρόζεν-EPR), ε) Σε μία τοπική και αιτιοκρατική ερμηνεία των συσχετίσεων τύπου EPR, στ) Στη συζήτηση των ανισοτήτων του Μπελ, που ισχύουν με βάση την αποδοχή της αιτιότητας και της τοπικότητας, αλλά και στην ενίσχυση της έννοιας της τοπικότητας όταν οι ανισότητες αυτές διαψεύδονται και, τέλος, ζ) Στις έννοιες της κοσμικής ολότητας, του διαχωρίσιμου (ή του μη διαχωρίσιμου) και της τοπικότητας, σε αναφορά με τη διαλεκτική του δυνάμει και του ενεργεία.
Το έβδομο κεφάλαιο παρουσιάζει ιδιαίτερο κοσμολογικό ενδιαφέρον και αναφέρεται -μέσα από μια ιστορική επισκόπηση, που προβληματίζει φιλοσόφους και επιστήμονες, και ξεκινάει από τις προσωκρατικές ορθολογικές κοσμολογίες, και καταλήγει, μέσα από τη μηχανιστική κοσμοαντίληψη των Νέων Χρόνων, στη σχετικιστικές, δυναμικές κοσμολογικές απόψεις για το χώρο, το χρόνο, την ύλη και την κίνηση, και στα υπέρ και κατά της κοσμολογικής θεωρίας του Big Bang- στις έννοιες της κοσμογένεσης και του γνωστού σημερινού μέρους του Σύμπαντος, της συνεχούς δημιουργίας ύλης από το κενό, της σκοτεινής ύλης, της γένεσης της ασυμμετρίας ύλης-αντιύλης και του απείρου. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με ένα αρκετά εκτενές παράρτημα για τις έννοιες του χώρου και του χρόνου στη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας.
Στο όγδοο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στην αρχή της συμμετρίας στις θεωρίες της Φυσικής και στη σημασία των συμμετριών στην ανάδυση νέων μορφών και σχέσεων στο επίπεδο των μικροσωματίων, σε σχέση με τις χωροχρονικές έννοιες. Το κεφάλαιο επικεντρώνεται επίσης στη μελέτη επί μέρους μορφών ύλης και συμμετριών, στην αντιθετική συμμετρία σωματίων-αντισωματίων, στην παραβίαση και θραύση των συμμετριών και την ανάδυση νέων καταστάσεων ως προϋπόθεση του κοσμικού γίγνεσθαι, και στη θεωρησιακή έννοια της υπερσυμμετρίας.
Τέλος, το ένατο κεφάλαιο αναφέρεται στη δομή της ύλης και των αντίστοιχων χωροχρονικών σχέσεων, όπως αυτές προκύπτουν με βάση τη θεωρία (ή την υπόθεση) των χορδών, και σε σχέση με προβλήματα της ατομιστικής μικροφυσικής. Πηγαίνοντας από τα σωμάτια στις χορδές, με τις διάφορες θεωρητικές τους εκδοχές, αυτό που επιδιώκεται, χωρίς ακόμη να έχει κατορθωθεί, είναι η ενοποίηση της βαρύτητας με την κβαντική μηχανική, που εφόσον συνέβαινε θα οδηγούσε στην πιο ολοκληρωμένη κατανόηση των μετασχηματισμών της ύλης και των χωροχρονικών εννοιών. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στο κεφάλαιο αυτό, η θεωρία των χορδών απαιτεί την ύπαρξη βρανών, που είναι θεωρητικές κατασκευές, αντικείμενα που εκτείνονται σε περισσότερες διαστάσεις, και έχουν και ιδιαίτερο κοσμολογικό ενδιαφέρον. Είναι προφανές, ότι η ύπαρξη βρανών με περισσότερες διαστάσεις απαιτεί και νέους μαθηματικούς φορμαλισμούς και νέους μαθηματικούς χώρους, 9, 10, 11, 26 διαστάσεων. Οι μαθηματικοί αυτοί χώροι εκφράζουν σχέσεις στο εσωτερικό και μεταξύ των φυσικών οντοτήτων της θεωρίας, οι οποίες υπάρχουν, κινούνται και μεταβάλλονται στον τρισδιάστατο φυσικό χώρο.
Το συμπέρασμα με το οποίο ο Μπιτσάκης επέλεξε να κλείσει το κεφάλαιο αυτό, και ολόκληρο το βιβλίο του, είναι χαρακτηριστικό για τις αντιθετικιστικές του θέσεις, με τις οποίες κι εγώ συμφωνώ: «Οι πιο αφηρημένες, παράδοξες και αντίθετες με την εποπτεία θεωρίες είναι δυνατόν να είναι αληθείς, σε αντίθεση με τη συνήθως απατηλή προφάνεια του ψευδοσυγκεκριμένου της εποπτείας. Επειδή το φαινόμενο είναι αποκάλυψη και ταυτόχρονα απόκρυψη της αιτίας».
Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα πολύπλευρου ενδιαφέροντος πόνημα –επιστημονικού, γνωσιολογικού και ευρύτερα φιλοσοφικού αλλά και κοινωνιολογικού– που αξίζει να διαβαστεί και να αποτελέσει πηγή περαιτέρω μελέτης του συγκεκριμένου γνωστικού αντικειμένου.
* Ο Ι.Ν. Μαρκόπουλος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας της Τεχνοεπιστήμης στο ΠΤΔΕ του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης