Τι συμβαίνει σ’ ένα εσωτερικό κολέγιο, όταν ένας αυστηρός καθηγητής, ένας ατίθασος μαθητής και η μαγείρισσα αναγκάζονται να περάσουν μαζί τις χριστουγεννιάτικες διακοπές; Η απάντηση βρίσκεται στη νέα ταινία «Τα παιδιά του χειμώνα», του βραβευμένου με Όσκαρ 63χρονου Αμερικάνου, ελληνικής καταγωγής, Αλεξάντερ Πέιν, ο οποίος συγκινεί για άλλη μια φορά, μεταπηδώντας αβίαστα από το δάκρυ στο γέλιο.
Τα Χριστούγεννα του 1970, στο ιδιωτικό σχολείο αρρένων Μπάρτον, στη Νέα Αγγλία Αμερικής, ο αυστηρός καθηγητής ιστορίας και αρχαίων πολιτισμών Χάναμ (Πολ Τζιαμάτι), με φήμη αντιπαθητικού και πικρόχολου καθηγητή, που οι μαθητές αποκαλούν «γουρλομάτη», εξαιτίας στραβισμού, εξαναγκάζεται να «νταντέψει» όσους μαθητές θα παραμείνουν εκεί, κατά τη διάρκεια των διακοπών. Πιστεύοντας πως τιμωρείται, επειδή άφησε στην ίδια τάξη τον γιο γερουσιαστή και σημαντικού οικονομικού ευεργέτη του σχολείου, ο Χάναμ αποδέχεται την αγγαρεία, έτοιμος να τηρήσει σφιχτό πρόγραμμα μελέτης, σωματικής άσκησης και περιορισμένου ελεύθερου χρόνου, κάνοντας «αξέχαστες» τις χριστουγεννιάτικες διακοπές των άτυχων παρατημένων μαθητών, που νιώθουν σαν παρακατιανά «απομεινάρια», σύμφωνα με τον αγγλικό τίτλο. «Απομεινάρι» της τελευταίας στιγμής είναι και ο ψηλόλιγνος ατίθασος τελειόφοιτος Άνγκους Τάλι (Ντόμινικ Σέσα), επειδή η μητέρα του θα λείπει σε ταξίδι, με τον νέο σύζυγό της. Από το προσωπικό του σχολείου έχει αποφασίσει να μείνει μαζί τους η αφροαμερικάνα αρχιμαγείρισσα Μαίρη (Ντα’βάιν Τζοϊ Ράντολφ), διαρκώς με ένα τσιγάρο στο ένα χέρι και ένα φλιτζάνι με ουίσκι στο άλλο, απαρηγόρητη από τον πρόσφατο χαμό του 20χρονου γιου της, που ήταν στρατιώτης στο Βιετνάμ. Το σχολείο σταδιακά αδειάζει, ενώ το πυκνό χιόνι έξω βάφει τα πάντα κάτασπρα. Μετά από μια απίστευτη ευκαιρία, οι τέσσερεις από τους πέντε μαθητές αναχωρούν, εκτός του άτυχου Τάλι, επειδή στάθηκε αδύνατον να ειδοποιήσουν την μητέρα του. Έτσι, Χάναμ, Μαίρη και Τάλι, σαν ναυαγοί σε χιονισμένο ερημονήσι, πρόκειται να περάσουν μαζί τα Χριστούγεννα. Μετά από ένα αναπάντεχο «εκπαιδευτικό» ταξίδι-αστραπή στη Βοστώνη, καθηγητής και μαθητής σφυρηλατούν μια βαθύτερη φιλία, αποκαλύπτοντας «άβολες» αλήθειες, ενώ η μαγείρισσα, επιχειρεί να διαχειριστεί το πένθος της, στο σπίτι της αδερφής της. Ένα απρόβλεπτο γεγονός φέρνει μαθητή και καθηγητή υπόλογους στον Διευθυντή, με ρίσκο αν αποβληθεί ο Τάλι, να πραγματοποιηθούν οι χειρότεροι εφιάλτες του.
Η σχέση ανάμεσα σε τρεις άγνωστους χαρακτήρες αποτελεί το απλό σεναριακό σχήμα, μέσα από το οποίο ο σκηνοθέτης εστιάζει στην ανάπτυξη πολυσύνθετων χαρακτήρων. Η αλληλεπίδραση μεταξύ καθηγητή και μαθητή, όταν τελικά αφήνουν στην άκρη τους αρχικούς ρόλους, καθορίζει την εξέλιξή τους. Οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες χτίζονται μέσα από μικρές λεπτομέρειες σε συμπεριφορές και διαλόγους, όπως ο κυνισμός και η ευρυμάθεια του καθηγητή, η μελαγχολία και το άγχος του μαθητή να αποφύγει τη στρατιωτική ακαδημία, το πένθος της μαγείρισσας. Στο μεταίχμιο δράματος, σαρκασμού και κωμωδίας, η αμοιβαία αποκάλυψη φόβων, ονείρων και χαμένων ευκαιριών λυτρώνει τους χαρακτήρες, ανυψώνοντας τον ιερό δεσμό της φιλίας.
Παρά τη συμβατική σκηνοθεσία, επιτυγχάνεται με σεναριακή επιδεξιότητα η απόδοση ασυμβίβαστων χαρακτήρων, σε μια συναισθηματικά φορτισμένη ταινία με εξαιρετικές ερμηνείες. Γεμάτος ανασφάλειες, ο Χάναμ σκιαγραφείται ως γουντιαλλενικός αντιήρωας, με μετάλλαξη που ανακαλεί τον Σκρουτζ, οπότε ο Πέιν, ως άλλος Ντίκενς, απογυμνώνει τον ταλαίπωρο καθηγητή, καταφέρνοντας από δυσάρεστο, να τον κάνει βαθιά ανθρώπινο, ντύνοντάς τον στο τέλος, με την αόρατη πανοπλία ηρωικού ιππότη.
Η θυσία του ωριμότερου για να δώσει την ευκαιρία στον νεότερο να ανθίσει, εντείνει τη συγκινησιακή φόρτιση, σε μια σκηνή αποχαιρετισμού όπου τα πάντα λέγονται σιωπηρά, μέσα από δακρυσμένα βλέμματα. Παρά την κρίσιμη απόφαση, ο πρωταγωνιστής παραμένει σιωπηρός αντιήρωας στον αντίποδα της αποθέωσης του καθηγητή στον «Κύκλο των χαμένων ποιητών» (1989/Πίτερ Γουίερ). Μάλιστα η χρήση στο τέλος του ακριβού κονιάκ, παραπέμπει στον αυτοσαρκαστικό χαρακτήρα που πάλι ερμήνευε μοναδικά ο Τζιαμάτι στο «Πλαγίως» (2004/Αλεξάντερ Πέιν), που χαρακτηριζόταν από το διάπλατο καλοκαιρινό φως των καλιφορνέζικων αμπελώνων, ενώ τα «Παιδιά του Χειμώνα» μεταφέρουν ήδη από την εισαγωγή αίσθηση του κρύου, με διαδοχικά σταθερά πλάνα χιονισμένων τοπίων της περιοχής.
Σεναριακή επιτυχία της ταινίας αποτελεί το πνευματώδες υβρεολόγιο του καθηγητή, γεμάτο αιχμηρές ατάκες από τη ρωμαϊκή ιστορία και τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους. Βάζοντας τους μαθητές να τρέξουν πρωί στο χιονισμένο προαύλιο, ο Χάναμ αναφέρεται στους νεαρούς Ρωμαίους που έκαναν μπάνιο στον παγωμένο Τίβερη, γιατί «οι κακουχίες χτίζουν τον χαρακτήρα». Οι ανεπρόκοποι μαθητές είναι γι’ αυτόν «νωθροί χυδαίοι Φιλισταίοι» ή «Βησιγότθοι της μουρμούρας», απαγγέλνει ρήσεις του Κικέρωνα και του Δημόκριτου, ενώ για να αποτρέψει τον Τάλι να μπει στο γυμναστήριο, χρησιμοποιεί την ιστορική φράση «Μην διαβείς τον Ρουβίκωνα», με τον Τάλι να απαντάει όπως και ο Καίσαρας «ο κύβος ερρίφθη».
Ο χαρακτήρας του Χάναμ, στον αντίποδα του θρυλικού προοδευτικού καθηγητή στον «Κύκλο των χαμένων ποιητών», υπονομεύεται και διακωμωδείται, σε κρίσιμη εποχή ήττας για την Αμερική, αντλώντας διαστρεβλωτικά χαρακτηριστικά από τους εσωστρεφείς αντιήρωες του Γούντι Άλλεν, με καρικατουρίστικη αυτοσαρκαστική διάσταση γεμάτη ψυχοσωματικές αντιδράσεις, ηρεμιστικά και γενικά μια δυσάρεστη εικόνα που ελαφραίνει με τις οξυδερκείς ατάκες του. Ενδεικτική η κινηματογράφησή του, τη στιγμή που αναζητά φωνάζοντας έντρομος τον Τάλι, με την κάμερα να οπισθοχωρεί, ανοίγοντας το κάδρο, καθώς η φωνή του διαχέεται στο χιόνι, κάνοντάς τον να μοιάζει ακόμα πιο ασήμαντος. Δίνοντας ο Πέιν βαρύτητα στη διαδραστική σχέση Χάναμ-μαθητή, οδηγεί τον πρωταγωνιστή σε μια καθοριστική μετάλλαξη, με μια παραδειγματική αυταπάρνηση, που αποκαλύπτει μεγαλειώδες απόθεμα ψυχής.
Η εύσωμη Μαίρη, εξηγεί στον καθηγητή ότι ο γιος της κατατάχτηκε στον στρατό, προκείμενου να έχει δικαίωμα να φοιτήσει δωρεάν σε κολέγιο και γίνεται σύμβολο της λαβωμένης Αμερικής του 1970, όταν επέστρεφαν σωρηδόν τα φέρετρα από το Βιετνάμ, ενώ οι ανάπηροι βετεράνοι γέμιζαν τα μπαρ, όπως ο αρπαγμένος σακάτης, που απειλεί τον Τάλι, γιατί τα «κακομαθημένα» αγόρια του Μπάρτον, δεν πάνε στο Βιετνάμ, «εκτός από τον αφροαμερικάνο γιο της μαγείρισσας», όπως επισημαίνει ο μαθητής, συνειδητοποιώντας ανισότητες και ρατσισμό. Στο πλαίσιο του ανατρεπτικού πνεύματος της εποχής, Χάναμ και Τάλι βλέπουν στο σινεμά το αντι-ηρωικό γουέστερν «Μεγάλο ανθρωπάκι» (1970/Άρθουρ Πεν).
Η ταινία ανοίγει με πρόβα αγορίστικης σχολικής χορωδίας σε χριστουγεννιάτικα τραγούδια, εισάγοντας το εορταστικό κλίμα, που ακολουθείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, με πλήθος χορωδιακών χριστουγεννιάτικων, από τις υποτιθέμενες σχολικές πρόβες. Εντυπωσιακή είναι η συλλογή χριστουγεννιάτικων τραγουδιών σε τζαζ και ροκ διασκευές εποχής στο πάρτι, με διασκευές των Temptations, ένα τραγούδι του Άρτι Σο και χαρακτηριστικές γρήγορες φωνητικές τζαζ διασκευές των Swingle Singers, στο κυνηγητό μεταξύ Τάλι και Χάναμ στο γυμναστήριο, διακωμωδώντας τη σκηνή πανικού κατά τη μετακίνηση στο νοσοκομείο, όπου αναδύεται η γαλλική φράση «entre nous», σφραγίζοντας τη φιλία τους.
Η πρωτότυπη μουσική του Μαρκ Όρτον εκφράζει τη συγκίνηση των πρωταγωνιστών ενισχύοντας νοσταλγία και μελαγχολία με πιανιστικές συνθέσεις, ενώ το ηχόχρωμα φλάουτου συνδέεται με την εύθραυστη παιδικότητα των μαθητών. Τα λιγοστά κλασικά ακούσματα συνδέονται με το σοβαρό ακαδημαϊκό υπόβαθρο του καθηγητή, ενώ μερικά τραγούδια εποχής, όπως το «Venus» (1969/Shocking Blue), αποδίδουν χρονολογικά τη χαοτική ατμόσφαιρα στους κοιτώνες των εφήβων. Η χειμωνιάτικη μελαγχολία εκφράζεται με εξαιρετικές κιθαριστικές μπαλάντες, το σύγχρονο «Silver Joy» του Ντάμιεν Χουράδο, στους τίτλους αρχής ή το «Τhe wind» (1971/Κατ Στίβενς), όταν ο Τάλι κάνει πατινάζ στη Βοστώνη. Ξεχωρίζει η φολκ-ροκ μπαλάντα «Crying, Laughing, Loving, Lying» (1972), του Λάμπι Σίφρε, που πρώτη φορά ακούγεται, εκφράζοντας την ανεξαρτησία του Τάλι, ενώ οι στίχοι ταυτίζονται με τον χαρακτήρα του Χάναμ, αποδίδοντας με αισιοδοξία την αναχώρησή του, στους τίτλους τέλους.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]