Tου Κώστα Λιβιεράτου

 

Στη συζήτηση για το «τι κυρίως λείπει, τι κυρίως χρειάζεται», που άνοιξε πρόσφατα ο Δρόμος και (ελπίζει κανείς ότι) διεξάγεται και σε άλλους χώρους της ριζοσπαστικής και της ελευθεριακής αριστεράς, οι περισσότεροι σχολιαστές εστιάζουν την προσοχή τους σε καθαρά πολιτικά ζητήματα: κεντρικές πολιτικές θέσεις και στρατηγικές επιλογές, πολιτικός φορέας, ρόλοι και σχέσεις ηγεσίας και βάσης, πρωτοπορίας και μαζών. Χωρίς να είναι αδιάφορος, αυτός ο προσανατολισμός έχει, νομίζω, δύο σοβαρά προβλήματα.

Πρώτον, θέτει, υποτίθεται ανοιχτά και δημόσια, κάτι που στην ουσία έχει να κάνει με εσωτερικές διεργασίες. Πράγματι, όσο ντεμοντέ κι αν φαίνονται σήμερα οι παλιοί επαναστάτες συνωμότες, ήξεραν κάτι που κοντεύουμε πια να ξεμάθουμε στην εποχή της γενικευμένης διαφάνειας (από «ανοιχτά δεδομένα» μέχρι κάμερες ασφαλείας) και του ακατάσχετου διαλόγου (όπου λέει τον πόνο του ο κάθε πικραμένος): ότι η διαμόρφωση μιας πολιτικής ή κινηματικής συλλογικότητας δεν είναι κυρίως ζήτημα «σωστών ιδεών»· είναι μια υπόθεση συνεύρεσης, ξεδιαλέγματος και αλληλεπίδρασης αποφασισμένων και αξιόπιστων ανθρώπων που γίνονται σώμα και μοιράζονται ένα ιδιαίτερο όραμα. Είτε, από κει και πέρα, το κάλεσμά τους απευθύνεται σε λίγους είτε σε πολλούς, είτε το σχέδιό τους είναι έτοιμο προς διάδοση είτε (σε εποχές αμηχανίας όπως η τωρινή) χρειάζεται να διασταυρωθεί με άλλα για να πιάσει, αυτός ο πρώτος πυρήνας είναι η ραχοκοκαλιά του εγχειρήματος, το κρίσιμο στοιχείο που προϋποθέτει εσωτερική ώσμωση και προστατευμένη διαμόρφωση μάλλον παρά διάλογο σε ανοιχτή ακρόαση – αλλιώς, ό,τι και να λέμε θα ’ναι χωρίς λόγο.

* * *

Το δεύτερο πρόβλημα είναι ακόμη πιο σημαντικό. Αυτή η εμμονή στα πολιτικά απωθεί τη ζωντανή κοινωνική εμπειρία, συνομολογώντας τον αυταρχικό διαχωρισμό των ιδεών από τα αισθήματα και τις επιθυμίες. Επιτρέπει την οχύρωση σε μια ασφαλή, τεμπέλικη και αυτάρεσκη σκέψη που ανακυκλώνει τα κλασικά δόγματα και συντηρεί την ψευδαίσθηση της (αυτοανακηρυγμένης) πρωτοπορίας. Αποφεύγεται έτσι το δύσκολο άλμα πάνω από το χάσμα του διαχωρισμού, η επικίνδυνη βουτιά στην εμπειρία που σφραγίζεται –αλλά και ξεχειλίζει πέρα– από τον καθιερωμένο τρόπο ζωής, δηλαδή από τον κυρίαρχο πολιτισμό. Πράγμα που σημαίνει ότι παρακάμπτονται μια σειρά κρίσιμα πεδία του σύγχρονου κόσμου (π.χ. η κατανάλωση, η επικοινωνία, ο μιλιταρισμός), στα οποία η ιστορική αριστερά δεν έχει ιδιαίτερα επεξεργασμένες προσεγγίσεις.

Οι συνέπειες είναι ανυπολόγιστες. Διότι το κρίσιμο ζήτημα της ηγεμονίας δεν παίζεται στις θέσεις, τα προγράμματα και τα οργανωτικά σχήματα· εκεί, όπως και στους νόμους, αποτυπώνεται ο επίσημος λόγος και η «υπερπολιτικοποίηση» δεν κάνει άλλο από να καθρεφτίζει το «υπερεγώ» της κοινωνίας. Η ηγεμονία περνάει μέσα από άδηλες λειτουργίες του πολιτισμού που αγγίζουν βαθύτερα στρώματα του ψυχισμού και της ζωής. Παρά την κρίση, αλλά και χάρη σ’ αυτήν, οι κατευθυντήριες τάσεις του νεο- ή μετα-καπιταλιστικού συστήματος δεν παύουν να αναπτύσσονται δυναμικά. Καθώς σκληραίνει ο ταξικός αποκλεισμός, οι άνθρωποι νιώθουν στο πετσί τους το πέρασμα στην κοινωνία των δύο ή του ενός τρίτου. Η επανάσταση των επικοινωνιών και των μεταφορών, η πολιτιστική βιομηχανία, η κοινωνία της κατανάλωσης, του θεάματος και της πληροφορίας είναι εδώ, έστω κι αν πετάνε έξω, σαν απόβλητα, όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού. Το επιβεβαιώνουν πανηγυρικά, όσο πεσμένες κι αν είναι, οι πωλήσεις και οι διαφημίσεις προϊόντων (κινητής τηλεφωνίας, αυτοκινητιστικών εταιρειών, πολυκαταστημάτων), τα χολιγουντιανά μπλοκμπάστερ και τα ελληνικά και ξένα σίριαλ, η ιντερνετική ενημέρωση, η εικονική πραγματικότητα και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με τη σειρά της, η βιοπολιτική αναμειγνύει σε ποικίλες δόσεις τις αντιφατικές, εκ πρώτης όψεως, επιταγές της σύγχρονης ζωής: διατήρηση, όσο γίνεται, του βιοτικού επιπέδου και προβολή σημείων επιτυχίας και ευημερίας, με ταυτόχρονη εξυπηρέτηση χρεών και αυτοδιαχείριση του εαυτού σαν να ’ταν επιχείρηση. Η αποικιοκρατία μεταλλάσσεται σε νέες μορφές ελέγχου, εξάρτησης ή ρευστοποίησης κρατών και λαών, από τον Τρίτο Κόσμο και τις ευρωπαϊκές ή άλλες περιφέρειες (κράτη-παρίες, αποικίες χρέους, μεταναστευτικές ροές) μέχρι τον «τέταρτο κόσμο» στο εσωτερικό των μητροπόλεων. Κάτω από την ομπρέλα των συνεχιζόμενων πυρηνικών εξοπλισμών, πολλαπλασιάζονται οι εστίες πολέμων νέου τύπου (αντιτρομοκρατικές και αντεπαναστατικές επιχειρήσεις, «χειρουργικές επεμβάσεις» με έξυπνα όπλα), αλλά και οι μορφές μιλιταρισμού, πανοπτισμού, «δρομοκρατίας» και απεδαφικοποίησης στην καθημερινή ζωή. Σ’ όλα αυτά τα πεδία δράσης των οικονομικών, διοικητικών και τεχνοκρατικών ελίτ, το σύστημα καλά κρατεί παρά τους κλυδωνισμούς του. Η ηγεμονία του συντελείται «στην πράξη», στις συμπεριφορές και τις συνήθειες που υποβάλλει, τα αισθήματα που μορφοποιεί, τις επιθυμίες που διοχετεύει και τις δυνατότητες που αποκλείει, πολύ πριν περάσει στο επίπεδο «των ιδεών».

Σ’ όλα αυτά τα πεδία η αριστερά χάνει. Μπορεί το ένστικτο και το φρόνημα των ανθρώπων της να είναι ακόμη ζωντανά, το «ηθικό πλεονέκτημα» αισθητό και η πολιτική αρετή τους συνταρακτικά παρούσα κάποιες στιγμές στη δημόσια σκηνή: αντιστάσεις στη λιτότητα, την καταστολή και την προπαγάνδα, συμμετοχή σε δίκτυα αλληλέγγυας οικονομίας και κινήσεις υπεράσπισης τόπων και δικαιωμάτων, διεθνιστικά όσο και πατριωτικά αντανακλαστικά, πολιτική ανυπακοή στο δημοψήφισμα, έμπρακτη αλληλεγγύη στους πρόσφυγες. Όμως, στον ίδιο αυτό κόσμο και ιδίως στα οργανωμένα μέλη και στελέχη, οι αγκυλώσεις και τα στερεότυπα (π.χ. η αφελής παραγνώριση του μέσου στο όνομα του μηνύματος, η εργαλειακή θεώρηση του μιλιταρισμού ως αξεσουάρ οικονομικών συμφερόντων) εμποδίζουν τη δημιουργική φαντασία. Σκέψη και πράξη καταποντίζονται στις μαύρες τρύπες που αποτελούν τα προαναφερμένα ζητήματα, τουλάχιστον για την παραδοσιακή αριστερά μαρξιστικής-λενινιστικής, τροτσκιστικής ή αναρχικής κοπής (διότι βέβαια η Νέα Αριστερά στην Αμερική και την Ευρώπη δεν δίστασε κάποτε να πειραματιστεί σ’ αυτά τα πεδία).

* * *

Γι’ αυτό και η πολυσυζητημένη κυριαρχία της αριστεράς στη μεταπολίτευση ήταν τελικά ένα περιορισμένο φαινόμενο: ακτινοβολία ορισμένων ιδεών κοινωνικής δικαιοσύνης, εθνικής ανεξαρτησίας κ.λπ., ανίκανη πάντως να φτάσει σε βαθύτερες πτυχές της ψυχικής και κοινωνικής ζωής, ανήμπορη να αντισταθεί στα εκφυλιστικά φαινόμενα που γρήγορα εκδηλώθηκαν στην επαφή αυτών των ιδεών με τη σκληρή πραγματικότητα και τις χρόνιες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Ότι αυτή η ισχνή έστω κυριαρχία είχε τη σημασία της γίνεται φανερό από την ολομέτωπη επίθεση που έχει εξαπολυθεί εναντίον της εδώ και αρκετό καιρό από το κέντρο ώς την ακροδεξιά· κάθε λογής δημοσιογράφοι και διανοούμενοι –φιλελεύθεροι και νεοφιλελεύθεροι, αντικομμουνιστές, αναθεωρητές και «μεταμελημένοι»– πασχίζουν να την απονομιμοποιήσουν, φορτώνοντάς της όλα τα κακά της πρόσφατης ιστορίας. Αν η ηγεμονία των συντηρητικών κοινωνικών διαθέσεων και συμπεριφορών (ατομισμός, ανταγωνισμός, υποτακτικότητα, «ησυχία, τάξη και ασφάλεια»), που ανταποκρίνονται πιο φυσικά στη λογική του συστήματος, επιστεγαστεί με την επικράτηση δεξιών πολιτικών ιδεών, τα πράγματα θα γίνουν ακόμη πιο ασφυκτικά. Μία από τις χειρότερες υπηρεσίες του μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ είναι ακριβώς η τεράστια ώθηση που έδωσε σ’ αυτή την προοπτική, με το ανεπανόρθωτο πλήγμα που κατάφερε στην οριακή αριστερή ηγεμονία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η συζήτηση πρέπει να αρκεστεί στην κριτική του κυβερνητικού κόμματος και την αναζήτηση διάδοχου φορέα. Τα κρίσιμα πεδία της αναμέτρησης απλώνονται από κει και πέρα, σ’ όλο το φάσμα όπου η πολιτική συνυφαίνεται με την κοινωνία και τον πολιτισμό. Θα ήταν κρίμα να τα εγκαταλείψει η ριζοσπαστική και ελευθεριακή αριστερά, χωρίς να ρίξει ένα καλό βόλι.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!