Διαβάστε το Α’ Μέρος
του Δημήτρη Τραυλού-Τζανετάτου
Δικαιωματικός ακτιβισμός, «κουλτούρα ακύρωσης» και Αριστερά
«Ο “woke” ακτιβισμός ακολουθεί μια ηθικιστική, οπισθοδρομική πολιτική που δεν έχει καμία σχέση με την Αριστερά. Έχει μια αντιδραστική εικόνα για τον άνθρωπο και ασκεί μια αντιδραστική πολιτική»
Bernd Stegemann, στην εφημερίδα Die Welt, 15/02/2021
1. Η δυναμική του φαινομένου του κινήματος του «δικαιωματικού αφυπνισμού» ή, ακριβέστερα, η αξιοποίηση του φαινομένου αυτού, δεν περιορίστηκε στο, οπωσδήποτε κεντρικό, πεδίο της μικροοικονομίας, αλλά αγκάλιασε ολόκληρο το φάσμα του πολιτικού και ιδεολογικού εποικοδομήματος. Ιδιαιτέρως ευάλωτοι και επιρρεπείς στις αξίες και την ηθική του «δικαιωματικού ακτιβισμού» είναι οι τομείς εκείνοι που διαμορφώνουν τη συνείδηση των πολιτών για την πρόσληψη και ερμηνεία του κοινωνικού γίγνεσθαι, δηλαδή διαπλάθουν την κυρίαρχη ιδεολογία. Πρόκειται βέβαια για την εκπαίδευση σε όλες της τις βαθμίδες. Βεβαίως κρίσιμος στη διαδικασία εμπέδωσης και αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι ο ρόλος των ΜΜΕ και της δημοσιογραφίας γενικότερα. Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμηθεί η σημαντική συμβολή των κομμάτων (πολιτική ιδεολογία) και του δικαίου (νομική ιδεολογία, ιδιαιτέρως κρίσιμη στον χώρο της μισθωτής εργασίας). Με τον τρόπο αυτό η μεταμοντέρνα πολιτική του «διαίρει και βασίλευε», που χαρακτηρίζει τον woke καπιταλισμό, διαχέεται και καταλαμβάνει ολόκληρο τον καπιταλιστικοκρατούμενο κοινωνικό σχηματισμό. (Πρβλ. Woker Kapitalismus, 18/09/2022, makroskop.eu/spotlight/woker-kapitalismus/woker-kapitalismus).
Κορύφωση της «ανάρμοστης σχέσης» του «κινηματικού δικαιωματισμού» και της ενταγμένης ιδεολογικά στο κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα, πολιτικής ορθότητας, αποτελεί ένα ουσιαστικά αναγόμενο στην αρχαιότητα (εξοστρακισμός), αλλά ενισχυμένο ποιοτικά και ποσοτικά από το διαδίκτυο, φαινόμενο: Η περιβόητη «κουλτούρα ακύρωσης» (cancel culture) (βλ. σχετικά Wikipedia, de.wikipedia.org/wiki/Cancel_Culture. Πρβλ. Κουλτούρα ακύρωσης, Τρίτο Μάτι, τεύχος 314, σ. 38 επ.), η οποία, υπό τη σύγχρονή της έννοια σημαίνει κοινωνικό στιγματισμό και αποκλεισμό προσώπων ή συλλογικοτήτων λόγω προσβλητικών, καταφρονητικών, ρατσιστικών, αντισημιτικών, αντιφεμινιστικών, σεξιστικών ή ομοφοβικών, φιλοπόλεμων ή φιλοσυνωμοσιολογικών θέσεων ή συμπεριφορών (βλ. σχετικά Wikipedia, de.wikipedia.org/wiki/Cancel_Culture)
2. Εν πρώτοις πρέπει να επισημανθεί ότι το καθεστώς των διακρίσεων, ειδικότερα αναφορικά με συγκεκριμένες μειονότητες, π.χ. λόγω φυλής, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, αναπηρίας κ.λπ., είναι παρόν, ακόμη και σε προηγμένα, φιλελεύθερα, αστικοδημοκρατικά καθεστώτα. Επιτακτική είναι η ανάγκη προστασίας τους. Πολλώ μάλλον καθώς ο άνθρωπος, πέραν από την κρίσιμη, για την επιβίωση και την εξέλιξή του, σημασία της συλλογικότητας και των δεσμών αλληλεγγύης, έχει από τη φύση του την ανάγκη για διασφάλιση της ατομικότητας, της ιδιοπροσωπίας, της αυτονομίας και του αυτοπροσδιορισμού του, στοιχεία που, άλλωστε, όλα τα προηγμένα αστικοδημοκρατικά συντάγματα θέτουν στην κορυφή της αξιολογικής πυραμίδας (ανθρώπινη αξία – ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικότητας). Ωστόσο η όποια άξια προστασίας ατομικότητα, διαφορετικότητα, μειονότητα, δεν συνιστά ένα αυτόβιο, αυτόνομο και αυταρκες μέγεθος, αλλά συνδέεται διαλεκτικά τόσο με το όμοιο σε επίπεδο κοινότητας (π.χ. φυλή, θρήσκευμα, σεξουαλικό προσανατολισμό κ.λπ.), όπου και διαμορφώνονται δεσμοί αλληλεγγύης και αλληλοπροστασίας, όσο και με το ανόμοιο, το εμφανίζον άλλης μορφής διαφορετικότητα και ιδιαιτερότητα. Υπό αυτή την οπτική γωνία καμία μειονότητα (εθνοτική, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, θρησκείας κ.λπ.) δεν επιτρέπεται να παραγνωρίζει τα όρια της προστασίας και της επιρροής στον κοινωνικό σχηματισμό και να επιδιώκει μια ιδεολογική ή και πολιτική κυριαρχία. Τα όρια αυτά χαράσσονται αμετακίνητα από την πεμπτουσία της δημοκρατικής αρχής, που διέπει τη λειτουργία και τη δράση κάθε συλλογικότητας, ιδιωτικής ή δημόσιας. Πρόκειται για την αρχή της πλειοψηφίας –η οποία, βεβαίως, οφείλει να προστατεύει τις μειοψηφίες ή τις μειονότητες από κάθε μορφής διάκριση, διασφαλίζοντας ισονομία και ισοπολιτεία– και η οποία διέπει το σύστημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Υπό το πρίσμα αυτό είναι ανεπίτρεπτο, πολιτικά, κοινωνικά και νομικά, μια θρησκευτική π.χ. μειονότητα που ζει και δρα σ’ ένα βασικά ομοιογενές πολιτισμικά, εθνοτικά και θρησκευτικά, κράτος, να επιδιώκει την επιβολή της ως κυρίαρχης κανονικότητας μέσω προβολής της θυματοποίησης, της πρόκλησης αισθήματος ενοχής, της ηθικής και ψυχολογικής βίας, της ιδεολογικής χειραγώγησης και της τρομοκρατίας.
3. Ωστόσο η εφαρμογή της «κουλτούρας ακύρωσης» στην πράξη την έχει καταστήσει συνώνυμο της λογοκρισίας της φίμωσης και του εξοβελισμού της αντίθετης άποψης: εργαλείο εξόντωσης του άλλου και ιδεολογικής τρομοκρατίας. Όπως δε εύστοχα παρατηρεί ο γνωστός Αυστριακός φιλόσοφος Konrad Paul Liessmann, η παρέμβαση αυτή στην ελευθερία της γνώμης δεν εκπορεύεται από κάποια κρατική γραφειοκρατική εξουσία, αλλά μέσα από τα σπλάχνα της προοδευτικής κινηματικότητας: της τέχνης και της επιστήμης. Πρόκειται πραγματικά για ένα είδος contradictio in terminis, καθώς εκείνοι που εξ ορισμού οφείλουν να διαφυλάττουν ως κόρην οφθαλμού την ελευθερία έκφρασης γνώμης, δηλαδή οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως αριστεροί, την καταπατούν, θυσιάζοντάς την στον βωμό της πολιτικής ορθότητας (βλ. σχετικά K. P. Liessmann, Das Ende der Vernunft, 02/02/2022. www. Derpragmaticus.com/r/cancel_culture, ο οποίος παρατηρεί σκωπτικά ότι «ενώπιον των δικαστηρίων της πολιτικής ορθότητας σύρονται και δικάζονται όχι μόνον οι ζωντανοί αλλά και οι νεκροί».) Η διαπλοκή «πολιτικής ορθότητας» και «κουλτούρας ακύρωσης», όπως εκφράζονται από έναν ακραίο, άκριτο και τελικά απολίτικο δικαιωματισμό και η ταχύτατα διαδιδόμενη και μέσω του διαδικτύου «woke κουλτούρα» οδηγούν συχνά σε υπερβολικές, αλλά και ανεπίτρεπτες αντιδημοκρατικές καταστάσεις φίμωσης, στιγματισμού, περιθωριοποίησης και τελικά εξοστρακισμού κάθε λέξης, έκφρασης και συμπεριφοράς, που αποπνέουν ή θεωρούνται ότι αποπνέουν μια εχθροπάθεια έναντι της φυλετικής καταγωγής, του χρώματος, του σεξουαλικού προσανατολισμού ή τελικά έναντι μιας διαφορετικότητας ή μειονότητας.
Τα αυξανόμενα σχετικά παραδείγματα, ιδίως στον καλλιτεχνικό και επιστημονικό-ακαδημαϊκό χώρο, καταδείχνουν ότι το φαινόμενο αυτό δεν πρέπει ούτε να υποτιμάται ούτε να ωραιοποιείται ούτε, βεβαίως, πολλώ μάλλον να εκλαμβάνεται ως «επινόηση της δεξιάς», ερμηνεία η οποία στιγματίζει το όποιο διαφωνούν τμήμα της Αριστεράς ως συντηρητικό ή εθνολαϊκιστικό. Αντιθέτως πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μία, ψευδο-αντισυστημική κίνηση, που ενισχύει τον μεταδημοκρατικό εκφυλισμό και την τάση η όποια σχεδιαζόμενη καπιταλιστική «επανεκκίνηση» να οδεύσει προς έναν ψηφιακό ολοκληρωτισμό. Δεν είναι, έτσι, υπερβολικοί οι χαρακτηρισμοί της περιβόητης «κουλτούρας ακύρωσης» ως ενός «μεταμοντέρνου μακαρθισμού», ως μια μεταμοντέρνας «Ιεράς Εξέτασης», οδηγούσας σ’ ένα πραγματικό «κυνήγι μαγισσών». Είναι χαρακτηριστικό ότι μια απλή καταγγελία, που μπορεί να αποδειχθεί ψευδής και συκοφαντική είναι αρκετή για να επιπέσει «βαρύς ο πέλεκυς» της ακύρωσης επί της κεφαλής του άτυχου επιστήμονα, καλλιτέχνη, δημοσιογράφου ή απλού πολίτη. Πρόκειται για ακραίες, αλλά όχι σπάνιες, περιπτώσεις ενός φανατικού φονταμενταλισμού που, ωστόσο, δεν περιορίζεται στις φυλετικές διακρίσεις, στις πολιτικές ταυτοτήτων και μετααποικιοκρατίας. Πολύ περισσότερο η πολιτική αυτή του ιδιόρρυθμου «κοινωνικού μποϋκοτάζ» που μπορεί να φτάσει μέχρι τη «δολοφονία χαρακτήρα» σε προσωπικό επίπεδο, επεκτείνεται σε ζητήματα διαχρονικά σημαντικών αξιών, ιστορίας και πολιτισμού. Ενδεικτική της, εγγίζουσας ενίοτε τα όρια του ταλιμπανισμού (καταστροφή αγαλμάτων του Βούδα), είναι η μανία κατά των αγαλμάτων του Χριστόφορου Κολόμβου, ο οποίος άνοιξε μεν, έστω τυχαία, τον δρόμο για την αποικιοκρατία, τη σκλαβιά και την εξόντωση των αυτοχθόνων. Από την άλλη όμως πλευρά χωρίς την ανακάλυψη αυτή δεν θα υπήρχε η σημερινή Αμερική με την όλη πορεία εξέλιξής της (σημειωτέον, πάντως, ότι, κατά την ακριβέστερη ιστορική εκδοχή, είχε ανακαλυφθεί πολύ πρωτύτερα από κάποιους άλλους). Το πιο ακραίο ίσως παράδειγμα, ενδεικτικό της δυναμικής της «κουλτούρας ακύρωσης», αποτελεί το ότι με αφορμή τον «πολέμο του Πούτιν» ακυρώνεται ένας ολόκληρος λαός, η ιστορία του και ο πολιτισμός του. Η ίδια η λέξη Ρωσία βρίσκεται στην παραληρηματική δίνη μιας «κουλτούρας ακύρωσης». Εξάλλου, η ιστορία δεν καταργείται, ούτε, άλλωστε, ερμηνεύεται και αξιολογείται με ηθικά κριτήρια, ωσάν να επρόκειτο για «φιλανθρωπικό ίδρυμα» (βλ. σχετικά K. P. Liessmann ό.π.).
Πρόκειται πραγματικά για ένα είδος contradictio in terminis, καθώς εκείνοι που εξ ορισμού οφείλουν να διαφυλάττουν ως κόρην οφθαλμού την ελευθερία έκφρασης γνώμης, δηλαδή οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως αριστεροί, την καταπατούν, θυσιάζοντάς την στον βωμό της πολιτικής ορθότητας
4. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ο τομέας που υποφέρει περισσότερο από την εξελισσόμενη σε μάστιγα «κουλτούρα ακύρωσης», παρά τις όποιες αγαθές προθέσεις (άλλωστε ο δρόμος προς την κόλαση είναι συχνά στρωμένος με αγαθές προθέσεις), είναι ο χώρος εκείνος όπου, από τη φύση και τελολογία του, αποτελεί προπύργιο και ναό της ελευθερίας της άποψης, της κριτικής, του δημοκρατικού διαλόγου και πλουραλισμού, όπως είναι η εκπαίδευση, ιδίως η πανεπιστημιακή βαθμίδα, όπου δεν νοείται πλήρης διασφάλιση της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών, της ελεύθερης επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας και της δημιουργικής διασταύρωσης των αντιθέτων απόψεων. Σημειωτέον ότι τα ελιτίστικα αμερικάνικα και βρετανικά πανεπιστήμια είναι εκείνα τα οποία άρχισαν να ελέγχουν την εκφορά της γλώσσας, να λογοκρίνουν κείμενα και να δημιουργούν ταμπού, μάλιστα πέραν και ανεξαρτήτως από ζητήματα αποπνέοντα ρατσισμό. Βεβαίως και τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια δεν έμειναν αλώβητα. Ενδεικτικό είναι το περιστατικό που διαδραματίστηκε στο περίφημο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου. Πιο συγκεκριμένα, λόγω ισχυρής πίεσης ακτιβιστών, ανηκόντων στους αυτοπροσδιοριζόμενους ως «κριτικούς νομικούς», ακυρώθηκε προγραμματισμένη διάλεξη της καθηγήτριας της βιολογίας Marie Vollbrecht σχετικά με το ζήτημα των φύλων, με την οποία υποστηρίχτηκε ότι η βιολογία δέχεται δύο φύλα. Ο λόγος ακύρωσης υπήρξε η κατηγορία της τρανσφοβίας. Πάντως κατόπιν έντονων, ακαδημαϊκών και πολιτικών αντιδράσεων, η σχετική διάλεξη πραγματοποιήθηκε αργότερα. Σημειωτέον πάντως ότι η Marie Vollbrecht σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Die Welt υποστήριξε ότι ανήκει στην Αριστερά. Χαρακτηριστική είναι η παρεμφερής περίπτωση της καθηγήτριας της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Sussex Kathleen Stock, γνωστής φεμινίστριας, η οποία υποστήριξε την άποψη ότι το φύλο ενός ανθρώπου το καθορισμένο βιολογικά, δεν μπορεί να εξαφανιστεί μέσω συμφωνίας ή μιας πράξης αποχαρακτηρισμού. Αποτέλεσμα της θέσης αυτής και με την υποψία (!) της τρανσφοβίας υπέστη ένα ακτιβιστικό κυνήγι μαγισσών, ένα ιδιότυπο «πνευματικό mobbing», με αποτέλεσμα τον εξαναγκασμό της σε παραίτηση.
Τέλος αξίζει να αναφερθεί και η περίπτωση του διδάσκοντος στο Πανεπιστήμιο της Γρενόβλης αριστερού Γαλλογερμανού καθηγητή Klaus Kinzler, που λόγω των θέσεών του για την «ισλαμοφοβία» ζητήθηκε από τους ακτιβιστές η απόλυσή του.
5. Κατόπιν όλων αυτών αναμενόμενη υπήρξε η ασκούμενη κατά του επίμαχου φαινομένου έντονη κριτική τόσο από συντηρητική όσο και από προοδευτική σκοπιά. Αν εξαιρέσει κανείς μια υπερσυντηρητική και βεβαίως αβάσιμη φοβία ότι ο εξοπλισμένος με την «κουλτούρα ακύρωσης» επελαύνων “woke δικαιωματικός ακτιβισμός” οδηγεί στην ανατροπή του καπιταλισμού, η βασική, πλήρως δικαιολογημένη, κριτική αμφοτέρων των πλευρών εστιάζεται στις, επικίνδυνες για την ελευθερία της γνώμης, την ελευθεροτυπία και τον δημοκρατικό πλουραλιστικό διάλογο, ακρότητες του φαινομένου, που φθάνουν μέχρι και την «ακύρωση» του παρελθόντος, της ιστορίας ή και των νεκρών. (Έτσι χαρακτηριστικά K. P. Liessmann, ό.π., βλ. επίσης K. Zydatiss, Demokratie in Gefahr, 2021, βλ. ακόμη R. Pfister, Ein falsches Wort: Wie eine neue linke ideologie aus Amerika unsere Meinungsfreiheit bedroht, 2022). Ενδεικτική των αυξανομένων αντιδράσεων είναι η ανοικτή επιστολή 153 διανοουμένων, μεταξύ των οποίων είναι και οι N. Chomsky, F. Fukuyama και S. Rushdie, με την οποίαν εκφράζεται η ανησυχία τους για την αυξανόμενη τάση επηρεασμού του φρονήματος και της σκέψης, με αποτέλεσμα η αντίθετη άποψη να δαιμονοποιείται και πολύπλοκα πολιτικά ζητήματα να αντιμετωπίζονται συχνά με έωλα, βιωματικά-ιδεοληπτικά και ηθικολογικά κριτήρια, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός κινήματος φόβου, ενοχής και αυτολογοκρισίας (βλ. σχετικά An die Debattenkultur, 08/07/2020, www.sueddeutsche.de/kultur/offener-brief-j-k-rowling-meinungsfreiheit-1.4960699). Αλλά και στην Ευρώπη εκφράζεται ένα αντίστοιχο ρεύμα εναντίωσης στην εξάπλωση και εδραίωση της «κουλτούρας ακύρωσης». Έτσι, πιο συγκεκριμένα, 70 ερευνητές γερμανικών πανεπιστημίων (τους οποίους, ο κυριαρχούμενος από την «πολιτική ορθότητα», Τύπος έσπευσε να χαρακτηρίσει ως συντηρητικούς, πάντως επί του παρόντος όχι ως εθνολαϊκιστές!) συνασπίστηκαν υπέρ της ελευθερίας της γνώμης στα πανεπιστήμια. Όπως υπογραμμίζουν χαρακτηριστικά, η «κουλτούρα ακύρωσης» και η «πολιτική ορθότητα», όπως εφαρμόζονται, οδηγούν τον ελεύθερο διάλογο και αντίλογο στην εξαφάνιση (βλ. σχετικά Wissenschaftler schließen sich gegen “Cancel Culture” zusammen, 03/02/2021, www.spiegel.de/kultur/cancel-culture-wissenschaftler-schliessen-sich-gegen-cancel-culture-zusammen-a-cbdace42-5037-4f5c-98fa-93d5a067345c).
6. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αυξανόμενη επικαιρότητα εμφανίζει η, για ευνόητους όχι όμως και δικαιολογημένους λόγους, καθυστερημένη άσκηση από την Αριστερά κριτικής κατά όλων των εκφάνσεων του φαινομένου του «αφυπνισμού» (wokeness) (βλ. πάντως H. Graaf, Kapitalismus und Cancel Kultur, 21/05/21, aufruhrgebiet.de/2021/05/kapitalismus-und-cancel-culture, K.P.Liessmann, Das Ende der Vernunft, ό.π., B. Stegemann, Wem die Zwietracht nützt, 45/2020, www.freitag.de/autoren/der-freitag/wem-die-zwietracht-nuetzt), λόγω της οξυμένης επανεμφάνισης του «κοινωνικού ζητήματος» (προϊούσα ανεργία, πρεκαριοποίηση, φτωχοποίηση, αποδόμηση εργατοδικαιϊκής και κοινωνικής προστασίας κ.λπ.), που ο «woke δικαιωματικός ακτιβισμός» φαίνεται να υποβαθμίζει ή και να αγνοεί, θεωρώντας ως αγωνιστική προτεραιότητα, αν όχι αποκλειστικότητα, τις πολιτικές για τις ταυτότητες, το μεταναστευτικό, το περιβάλλον κ.λ.π., πολιτικές βεβαίως σημαντικές, αλλά όχι δηλωτικές των πραγματικών προβλημάτων και αναγκών της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Πολιτικές που, άλλωστε, όλως τυχαίως (!;) βρίσκονται στο επίκεντρο των εφαρμοζομένων επιλογών του νεοφιλελευθερισμού σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Πέραν από την αυτονόητη κριτική κατά της αντιδημοκρατικής ιδεολογίας και πρακτικής του «woke δικαιωματισμού» γενικότερα, το ενδιαφέρον εστιάζεται στον ρόλο που διαδραματίζει το εν λόγω, αυτοπροσδιοριζόμενο ως «αριστερό-ριζοσπαστικό», κίνημα στην προϊούσα παρακμή και συρρίκνωση της παρουσίας και της επιρροής της Αριστεράς, ιδίως σ’ έναν, προνομιακό γι’ αυτήν, χώρο, εκείνον της εργασίας καθώς και της ευρύτερης πρεκαριοποίησης μεγάλων τμημάτων της μεσαίας τάξης. Πολλώ μάλλον καθώς ο δικαιωματικός ακτιβισμός ασκεί σημαντική επιρροή σε μεγάλα τμήματα της κοινωνικά ευαίσθητης και πολιτικοποιημένης νεολαίας. Έτσι η σχετική συζήτηση στους κόλπους των κομμάτων της Αριστεράς στην Ευρώπη ήταν αναπόφευκτη, όχι τόσο στα λεγόμενα «παραδοσιακά» κόμματα, που ούτως ή άλλως υπήρξαν πάντοτε, και όχι αδικαιολόγητα επιφυλακτικά σε μετανεωτερικές, ιδίως κυριαρχούμενες από το mainstream και το lifestyle, εμφανιζόμενες ως αριστερές, τάσεις, όσο στα λεγόμενα «ανανεωτικά-ριζοσπαστικά-οικολογικά» κόμματα της «κυβερνώσας Αριστεράς», ιδιαιτέρως επιρρεπή από τη φύση τους σε τέτοιους νεωτεριστικούς πειραματισμούς και εκσυγχρονισμούς.
Η παρέμβαση του «κινήματος του αφυπνισμού», ιδίως δε της μαχητικής του αιχμής, του «δικαιωματισμού», παρά τις όποιες αγαθές προθέσεις, αυταπάτες, ιδεοληψίες και τους αυτοπροσδιορισμούς, όχι μόνον δεν αμφισβητεί ή δεν υπονομεύει τον κρατούντα, παρά τις ισχυρές ενδοσυστημικές αμφισβητήσεις και τους έντονους τριγμούς του, νεοφιλελεύθερο παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Αντιθέτως τον στηρίζει στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας του, διευκολύνοντας μάλιστα την διολίσθησή του σ’ έναν, ψηφιακό και βιοπολιτικό, ολοκληρωτισμό
7. Ενδεικτικό για τον επιβαλλόμενο κριτικό αναστοχασμό της Αριστεράς γενικότερα, είναι το επικρατούν στους κόλπους του γερμανικού κόμματος κλίμα έντασης, το οποίο κορυφώθηκε προσφάτως λόγω της έκδοσης του βιβλίου ενός εξέχοντος μέλους του κόμματος (Sahra Wagenknecht, Die Selbstgerechten. Mein Gegenprogramm – für Gemeinsinn und Zusammenhalt 2021, Για μια συνολική παρουσίαση του περιεχομένου του βιβλίου βλ. Wikipedia, Die Selbstgerechten, de.m.wikipedia.org/wiki/Die_Selbstgerechten). Αφετηρία των σχετικών αναλύσεων είναι η, βασικά, κοινότοπη διαπίστωση ότι η ευρύτερη Αριστερά στη Γερμανία, παρά τη δυσχερέστατη έως απελπιστική κατάσταση της συντηρητικής παρατάξεως (CDU-CSU), δεν είναι σε θέση να πείσει το εκλογικό σώμα ότι μπορεί να καταστεί μια αξιόπιστη, εναλλακτική πλειοψηφική δύναμη. Το αποτέλεσμα αυτό αποδίδεται στον, αποκομμένο από τα πραγματικά και καυτά προβλήματα των εργαζομένων και μη προνομιούχων, εγωπαθή ελιτισμό της «αριστεροφιλελεύθερης» πτέρυγάς του, ιδίως σημαντικού μέρους της νεολαίας, που εμφανίζεται «επιρρεπής» στην άκριτη και αδιαφοροποίητη υιοθέτηση θέσεων και αξιών του δικαιωματισμού, ο οποίος συγκροτεί πια τον πολιτικοϊδεολογικό πυρήνα του «woke ακτιβισμού», και που εκφράζει, κατά κανόνα, προνομιούχα κοινωνικά αστικά στρώματα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κατά τη συγγραφέα, η Αριστερά αυτή του mainstream και lifestyle όχι μόνο να μην είναι σε θέση αντικειμενικά να αντιληφθεί τα προβλήματα και τις ανάγκες των εργαζομένων και του μεγάλου μέρους της μεσαίας τάξης, που η πολύπλευρη καπιταλιστική κρίση έχει προκαλέσει. Πολύ περισσότερο δίδει την εντύπωση ότι τα υποτιμά ή και τα περιφρονεί, θεωρώντας συχνά τις σχετικές αιτιάσεις ως οπισθοδρομικές και αντιδραστικές. Έτσι, τμήματα της κοινωνίας, δυνάμει ανήκοντα από την ταξική τους φύση και διαστρωμάτωση, στον προοδευτικό αριστερό πολιτικοϊδεολογικό χώρο, παύουν να εμπιστεύονται την Αριστερά, με αποτέλεσμα να ωθούνται προς συντηρητικές ή και ακροδεξιές κατευθύνσεις (AfD), τις οποίες υποτίθεται ότι οι «woke ακτιβιστές» αντιπαλεύουν και εξορκίζουν. Όπως η συγγραφέας υποστηρίζει χαρακτηριστικά, η πολιτική των ταυτοτήτων απευθύνεται προς ολοένα πιο μικρές και εξεζητημένες μειοψηφίες, οι οποίες εντοπίζουν κάθε φορά την ταυτότητά τους σε κάποια ιδιαιτερότητα, λόγω της οποίας υφίστανται δυσμενή διάκριση από την πλειοψηφία, και από την οποία αξιώνουν να εκληφθούν ως θύματα. Πρόκειται για μια συζήτηση που αφήνει παγερά αδιάφορη την πλειοψηφία της κοινωνίας. Άλλωστε, συνεχίζει, είναι αδιανόητο ανήκοντες στην πλειοψηφία να ενοχοποιούνται γι’ αυτό και να καλούνται σε απολογία (βλ. M. Boette-Sonner, Wohin steuert die Linke?, 23/04/2021, www.br.de/kultur/gesellschaft/interview-sahra-wagenknecht-die-selbstgerechten-mein-gegenprogramm-100.html).
Εξάλλου, όπως εύστοχα υπενθυμίζει η S. Wagenknecht, δεν εκπλήττει το γεγονός ότι η υπερευαισθησία σε θέματα γλώσσας και συμβολισμού υπήρξε εξ υπαρχής ένα σχέδιο της ελίτ, και δεν προέκυψε μέσα από εργατικούς αγώνες για καλύτερους μισθούς, ούτε επίσης μέσα από το αμερικανικό κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα του Martin Luther King, ο οποίος πολύ λιγότερο ενδιαφέρεται για το πώς θα ονομάζονται οι μαύροι, από το σε ποιες κοινωνικές συνθήκες θα ζούσαν. Οι θέσεις αυτές προκάλεσαν, βεβαίως, έντονες αντιδράσεις στο κόμμα, μέχρι μάλιστα του σημείου να αξιώνεται τη διαγραφή της συγγραφέως. Από την άλλη, ωστόσο, πλευρά δημιουργήθηκε ένα αντίρροπο ρεύμα υποστήριξής της. Σημειωτέον δε ότι η πρόσφατη τοποθέτηση της συγγραφέως έναντι της γερμανικής πολιτικής σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία όξυνε την υφιστάμενη πόλωση (βλ. σχετικά Linken-Abgeordnete verteidigen Wagenknecht – andere für Ausschluss, www.rnd.de/politik/sahra-wagenknecht-linken-abgeordnete-wollen-partei-ausschluss-AWDJIMF4JSMX4CQTMTQHHIPCX4.html, 10/09/22).
Το επικρατούν στο γερμανικό κόμμα της Αριστεράς κλίμα είναι ενδεικτικό για την υφιστάμενη κατάσταση στον ευρύτερο χώρο της ευρωπαϊκής Αριστεράς, η οποία, εγκλωβισμένη σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, στις, εμφανιζόμενες ως «αριστερές-ριζοσπαστικές» τάσεις (οι οποίες, όπως ήδη σημειώθηκε, στην πράξη συμπλέουν και σχεδόν ταυτίζονται με τις δεξιές νεοφιλελεύθερες πολιτικές), στα κρίσιμα κεντρικά mainstream ζητήματα όπως είναι ο δικαιωματισμός, το μεταναστευτικό, το περιβάλλον αλλά και ο πόλεμος στην Ουκρανία, αντιμετωπίζει τα ίδια υπαρξιακά ζητήματα (σχετικά με την Ελλάδα βλέπε κριτικά Φ. Τερζάκη, Δικαιωματισμός, η γεροντική ασθένεια των κοινωνικών κινημάτων, δρόμος της Αριστεράς, 11/10/2017, Γ. Πανούση, Ο δικαιωματισμός και η τυραννία της μειοψηφίας, Καθημερινή, 30/03/2019, Σ. Σταυρόπουλου, Δικαιωματιστής: το υβρίδιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, SLpress.gr, 03/08/2020, Δ. Πατέλη, Επιτακτική η ανάγκη συντριβής των ιδεολογημάτων και πρακτικών του αστικού «δικαιωματισμού», Ριζοσπάστης, 20.05.2021).
8. Από τις προηγηθείσες αναπτύξεις καταδείχθηκε τουλάχιστον ότι η παρέμβαση του «κινήματος του αφυπνισμού», ιδίως δε της μαχητικής του αιχμής, του «δικαιωματισμού», παρά τις όποιες αγαθές προθέσεις, αυταπάτες, ιδεοληψίες και τους αυτοπροσδιορισμούς, όχι μόνον δεν αμφισβητεί ή δεν υπονομεύει τον κρατούντα, παρά τις ισχυρές ενδοσυστημικές αμφισβητήσεις και τους έντονους τριγμούς του, νεοφιλελεύθερο παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Αντιθέτως τον στηρίζει στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας του, διευκολύνοντας μάλιστα την διολίσθησή του σ’ έναν, ψηφιακό και βιοπολιτικό, ολοκληρωτισμό. Εξάλλου η Αριστερά δεν πρέπει να λησμονεί ότι ο Marx, επαναλαμβάνοντας συχνά ότι δεν είναι μαρξιστής, εξέφραζε τον ενδόμυχο φόβο ότι διάφοροι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως μαρξιστές θα μπορούσαν να αφαιρέσουν από τις βαθυστόχαστες αναλύσεις του την κριτική, δημιουργική, αντιδογματική τους ουσία. Φαίνεται ότι ο φόβος του Marx επιβεβαιώνεται μέσω του αυτοπροσδιορισμού του «woke δικαιωματισμού» ως αριστερού (βλ. H. Graaf, Kapitalismus und Cancel Kultur, ό.π.). Κατόπιν αυτών το κρίσιμο κίνημα-διακύβευμα της Αριστεράς συμπυκνώνει με ενάργεια η Sahra Wagenknecht διερωτώμενη: «Πού βρίσκεται ένα ισχυρό κίνημα, το οποίο θα ξανα-ανακαλύψει την αντίθεση μεταξύ της ελευθερίας του κεφαλαίου και της ελευθερίας του ανθρώπου; Παντού, όπου θα αναδυθεί ένα νέο ξεκίνημα της Αριστεράς, η πολιτική Δεξιά θα νιώθει τόσο γερασμένη, όσο της αξίζει.» (www.facebook.com/sahra.wagenknecht/posts/ein-artikel-von-Bernd-Stegemann)