Τα τελευταία χρόνια έχουμε σχεδόν συνηθίσει σε περιστατικά βίας, συχνά άγριας, που αγγίζουν πολλές πτυχές του δημόσιου και κοινωνικού βίου. Ωστόσο οφείλουμε εξ αρχής να προχωρήσουμε σε έναν διαχωρισμό ανάμεσα στην κοινωνική βία και τη μαφιόζικη βία. Αυτό διότι, χωρίς να υποτιμούμε καθόλου το φαινόμενο της κοινωνικής βίας, υπάρχει η τάση να φορτώνονται στην κοινωνία περιστατικά όλων των ειδών. Για παράδειγμα είναι προφανές ότι υπάρχει ζήτημα οπαδικής βίας σε κοινωνικό επίπεδο, ωστόσο είναι υποκριτικό όσα βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να χρεωθούν εκεί. Το να ψάχνει κανείς στην κοινωνία τις ρίζες για τους ιδιωτικούς στρατούς που συντηρούνται στον οπαδικό χώρο είναι εξαιρετικά βολικό καθώς ξεφεύγει από το ερώτημα ποιος συντηρεί, οργανώνει και διαχειρίζεται αυτές τις ομάδες και γιατί. Αντίστοιχα, το περιστατικό στο Γκάζι παραπέμπει περισσότερο σε ένα σκηνικό όπου μαφιόζοι κάνουν ό,τι θέλουν μέσα σε μια πόλη που την θεωρούν τσιφλίκι τους παρά σε ένα επεισόδιο που βρέθηκαν οι λάθος άνθρωποι στο λάθος μέρος.
Η μαφιόζικη βία έχει και αυτή μεγάλη έξαρση τα τελευταία χρόνια. Δημοσιογράφοι δολοφονούνται έξω από το σπίτι τους, μαφιόζοι αλληλοσκοτώνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, οπαδικές συμμορίες κάνουν κουμάντο σε συνοικίες, ένα μεγάλο σκάνδαλο για την εμπλοκή της αστυνομίας με τη μαφία πάει στα δικαστήρια και όμως όλα θεωρούνται μεμονωμένα – και όλα παραμένουν διαρκώς ανεξιχνίαστα και λαμβάνουν ελάχιστη δημοσιότητα αναλογικά με τη σημασία τους. Παράλληλα, σκάνδαλα διαφθοράς που συνορεύουν με την εγκληματικότητα εμφανίζονται και στο πολιτικό σύστημα ενώ παράλληλα διάφοροι ύποπτοι ολιγάρχες αποκτούν πολιτικές θέσεις ή ΜΜΕ. Και αυτά μάλλον αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου.
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την ολοένα και αυξανόμενη κρατική βία –αλλά και την ατιμωρησία– αποτελούν αρωγό και για την κοινωνική βία – αφού το μήνυμα που λαμβάνει η κοινωνία είναι σαφές. Αντίστοιχα, η αύξηση των μικρών συμμοριών πέρα από το ότι σχετίζεται και οργανικά συνήθως με το μεγάλο οργανωμένο έγκλημα αφορά και την μίμηση τέτοιων πρακτικών. Επιπλέον δεν πρέπει να υποτιμηθεί και το αντίκτυπο που έχει και αυτού του τύπου η κοινωνική πραγματικότητα σε όλες τις πτυχές του κοινωνικού βίου. Για παράδειγμα η δημοτικότητα της μουσικής τραπ στους νέους, δεδομένης της αποθέωσης του οργανωμένου εγκλήματος σε αυτά τα τραγούδια –και όχι γενικώς της βίας– είναι ενδεικτική για την ιδεολογία που παράγεται. Ενώ όλη η συζήτηση για την κατάντια της τέχνης, της ραπ και της σύγχρονης νεολαίας που ακούει σκουπίδια παραμένει υποκριτική όσο αρνείται να αναγνωρίσει την πραγματικότητα που διαμορφώνεται και με τη σειρά της διαμορφώνει. Όταν λοιπόν όλα αυτά δεν λαμβάνουν καν χώρο στο δημόσιο διάλογο, η απόπειρα να μιλήσουμε σκέτα και μόνο για μια βίαιη κοινωνία, για νεανική παραβατικότητα και συμμορίες εφήβων μοιάζει με στιγματισμό της κοινωνίας που εντάσσεται στο συνολικότερο μιθριδατισμό που προωθείται.
Δυστυχώς, το πρόβλημα της μαφιόζικης βίας δεν μπορεί να λυθεί μέσα από επιμέρους παρεμβάσεις και αυτό διότι είναι σε σύμφυση με πλευρές της ύπαρξης ορισμένων κεντρικών δομών της χώρας. Τα αιτήματα για κάθαρση, δικαιοσύνη και διαφάνεια αποτελούν απαραίτητη συνθήκη όχι όμως και ικανή, καθώς συχνά αποδεικνύονται ως και ανεφάρμοστα σε συστήματα όπου η διαφθορά είναι εκτεταμένη. Είναι αναγκαίο να επενδύσουμε στη δημοκρατία και την ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας. Να επανακτήσουμε το δημόσιο χώρο, τις γειτονιές μας, τις πόλεις μας και εν τέλει τη χώρα μας. Αλλά και να βάλουμε στόχο για μια μεγάλη δημοκρατική αλλαγή που θα σαρώσουν το πολιτικό σύστημα και τις μαφίες.