του Δημήτρη Α. Τραυλού-Τζανετάτου
Εισαγωγή στην προβληματική
1. Ενώ μαίνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, οξύνεται ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός και οργιάζουν η προπαγάνδα, οι ψευδείς ειδήσεις και οι δαιμονοποίησεις, η δε ελληνική πλευρά περιδεής, προβλέψιμη και υπάκουη στα κελεύσματα των συμμάχων της, συντασσόμενη ως αναμενόταν με «τη σωστή πλευρά της ιστορίας», εφιαλτικές διαγράφονται οι επιπτώσεις στην οικονομία, ιδίως στον κρίσιμο τομέα της ενέργειας. Στο πλαίσιο του άκρως δυστοπικού αυτού κλίματος αυτονόητη είναι η ανάσχεση, αν όχι το πάγωμα, του εντασσόμενου στη δυναμική της επιτακτικά αναγκαίας καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης του νεοφιλελευθεροκρατούμενου ψηφιακού καπιταλισμού και ενισχυθέντος μέσω της πανδημίας, αφηγήματος της «μεγάλης επανεκκίνησης» στους κρίσιμους τομείς της γεωπολιτικής, της κοινωνίας και του περιβάλλοντος (για το αφήγημα αυτό βλ. Κ. Schwab / T. Malleret βλ. Η Μεγάλη Επανεκκίνηση, 2021. Πρβλ αναλυτικά Τραυλού – Τζανετάτου, Ψηφιακός καπιταλισμός και εργασία, 2021, σ. 51-95).
Σε πείσμα, ωστόσο, του αρνητικού κλίματος για μια αλλαγή πλεύσης του ισχύοντος καπιταλιστικού παραδείγματος προς κοινωνική-δημοκρατική κατεύθυνση, φαίνεται να κινείται ένα συναφές κοινωνικοπολιτικό αφήγημα με ιδεοφιλοσοφικές ρίζες στο απώτατο παρελθόν, εντόνως συζητηθέν κατά τη δεκαετία του 2000, επανήλθε ελέω πανδημίας στο επίκεντρο της επικαιρότητας και του δημόσιου διαλόγου. Πρόκειται για το πολυθρύλητο «καθολικό άνευ όρων βασικό εισόδημα» (βασικό εισόδημα) (βλ. ενδεικτικά διεθνή ημερίδα, οργανωθείσα από το Φιλοσοφικό Ινστιτούτο του Πολυτεχνείου του Braunschweig στις 3-4 Μαρτίου 2022, www.tu-braunschweig.de.philosophie/grundeinkommen), σύμφωνα με το οποίο το κράτος για την εξασφάλιση ενός επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης εγγυάται την δια βίου καταβολή σε όλους του πολίτες ισοϋψούς χρηματικής παροχής, ανεξαρτήτως ηλικίας, οικονομικής κατάστασης, κοινωνικής ανάγκης, παροχής εργασίας ή όποιας αντιπαροχής (βλ. σχετικά Bedingungsloses Grundeinkommen, wirtschaftslexikon.gabler.de).
2. Όπως προκύπτει ήδη από τον προηγηθέντα ορισμό, το βασικό εισόδημα δεν πρέπει να συγχέεται με το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα», προϊόν της όξυνσης του «κοινωνικού ζητήματος» σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, το οποίο αποτελεί ένα έσχατο μέσο αντιμετώπισης της ακραίας φτώχειας και διασφάλισης μιας στοιχειωδώς αξιοπρεπούς διαβίωσης, συμπληρωματικό του υφιστάμενου συστήματος κοινωνικής προστασίας. Το δίκτυ αυτό ασφαλείας λόγω του ανθρωπιστικού – ηθικού του υποβάθρου, αλλά και του υποστηρικτικού του υφιστάμενου καπιταλιστικού συστήματος, γενεσιουργού της κοινωνικής κρίσης ρόλου, εμφανίζει μια ευρύτερη αποδοχή. Σημειωτέον ότι στη χώρα μας συνδέθηκε ιστορικά με τις επιταγές του ΔΝΤ και τις μνημονιακές δεσμεύσεις. Ήδη δε αποτελεί θεμελιακό κοινωνικό δικαίωμα (άρθρο 21 παρ. 5), συμπληρωματικό του θεμελιώδους δικαιώματος εργασίας (άρθρο 20 παρ. 1), πρωταρχικού μηχανισμού ενός βιοπορισμού σε συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης, σε περίπτωση αδυναμίας ή δυσχέρειας πραγμάτωσης της κανονιστικής του ισχύος. Εξάλλου, η καταβολή του «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος» εξαρτάται από την πλήρωση μιας σειράς γραφειοκρατικών προϋποθέσεων και εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων. Οι δε συνθήκες ακραίας φτώχειας ερευνώνται και αξιολογούνται σε επίπεδο οικογένειας (βλ. αναλυτικά Στεργίου, Ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα – Στη δυναμική του δέοντος, σε Οικονομία – Τεχνολογία – Δίκαιο και Εργασία, Τιμητικός Τόμος Δημήτρη Α. Τραυλού – Τζανετάτου, 2020, σ. 1.309 επ.)
3. Το «καθολικό άνευ όρων βασικό εισόδημα», όπως άλλωστε, προκύπτει από την ονομασία του, έχει μεν την ιστορική-γενετική, ηθικοφιλοσοφική και κοινωνικοπολιτική του μήτρα στο «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα». Όμως αποτελεί μια ριζοσπαστική ποιοτική μετεξέλιξή του. Τούτο δε καθώς αποσυνδεόμενο από όρους και προϋποθέσεις εφαρμογής του, δεν περιορίζεται στην αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης κοινωνικής ανάγκης. Πολύ περισσότερο επιδιώκει να λειτουργήσει ως σταθερός μηχανισμός αναδιανομής του εισοδήματος και του κοινωνικού πλούτου, συμμετοχής στη διαμόρφωση της κοινωνικής ζωής και διασφάλισης ενός πεδίου απεξάρτησης από τον εργασιακό καταναγκασμό και αυτοδιάθεσης (από την πλούσια σχετική βιβλιογραφία βλ ενδεικτικά μεταξύ πολλών G. Standing, Basic Income: And How We Make It Happen, 2015, Y. Vanderborght – P. Van Parijs, Ein Grundeinkommen für alle, T. Reuter, Das Bedingungsloses Grundeinkommen als liberaler Entwurf, 2016, F. Brand, Das Bedingungsloses Grundeinkommen: Soziale Revolution oder Utopie?, 2020)
Το γεγονός, εξάλλου, ότι η πανδημία απετέλεσε τον καταλύτη της εντυπωσιακής επικαιροποίησης και απήχησης της συζήτησης για το βασικό εισόδημα και της προώθησής του ως επιτακτικά αναγκαίου κοινωνικοπολιτικού αιτήματος δεν πρέπει να εκπλήττει. Τούτο δε καθώς η όξυνση της κρίσης απασχόλησης, πέραν της τεχνολογικής ανεργίας, η δραματική αύξηση της εργασιακή επισφάλειας, η ψηφιακή απορρύθμιση των σχέσεων εργασίας, η αύξηση της ψευδοαπασχόλησης, η προϊούσα πρεκαριοποίηση μεγάλων τμημάτων αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών, η σκανδαλώδης αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας κατέστησαν επιτακτική και αναγκαία την αναζήτηση διεξόδου από την πολύπλευρη αυτή κοινωνική κρίση. Από την άλλη, άλλωστε, πλευρά υπέρ του βασικού εισοδήματος συνέτεινε η σχετικά «γενναιόδωρη» χρηματοδοτική κάλυψη των κενών που προκάλεσε σε σημαντικό μέρος της οικονομίας και της απασχόληση η λόγω της πανδημίας αναστολή λειτουργίας τους, η οποία ενίσχυσε την προσδοκία, αν όχι την πεποίθηση, ότι η υλοποίηση ενός τόσο φιλόδοξου και κοστοβόρου εγχειρήματος είναι εφικτή. Εξάλλου η σχετική συζήτηση είχε αρχίσει προ της πανδημίας λόγω της προϊούσας τεχνολογικής ανεργίας (βλ. Τραυλού – Τζανετάτου, Το Εργατικό Δίκαιο στην Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, 2019, σ. 111 επ.)
Η πανδημία απετέλεσε τον καταλύτη της εντυπωσιακής επικαιροποίησης και απήχησης της συζήτησης για το βασικό εισόδημα και της προώθησής του ως επιτακτικά αναγκαίου κοινωνικοπολιτικού αιτήματος
4. Εξάλλου δεν είναι ασύνηθες το φαινόμενο σε περιόδους κρίσεων και καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, όπου δοκιμάζονται η αντοχή, η αξιοπιστία και τα όρια λειτουργίας του κυρίαρχου οικονομικοπολιτικού συστήματος, να αναπτύσσονται και να δρουν ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα και να εγείρονται προχωρημένες αξιώσεις για βελτίωση ή και υπέρβασή του («Η κρίση ως ευκαιρία», βλ. σχετικά Τραυλού – Τζανετάτου, Οικονομική κρίση και εργατικό δίκαιο, 2013, σ.134 επ.). Και είναι μεν αλήθεια ότι το καπιταλιστικό σύστημα σε περιόδους εκτάκτων συνθηκών, προκειμένου να επιβιώσει και να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή του, είναι έτοιμο να προβεί σε σημαντικές παραχωρήσεις στην εργασία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «ένδοξη 30ετία» του φορντισμού – κεϋνσιανισμού, η οποία, όμως, όταν ενέσκηψαν οι πετρελαϊκές κρίσεις της 10ετίας του ‘70, εξεμέτρησε το ζειν της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η αντιμετώπιση της ενεργειακής και οικονομικής κρίσης να γίνει μέσω της μεταφορντικής, μικροηλεκτρικής καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, η οποία οδήγησε στις γνωστές πολιτικές λιτότητας και απορρύθμισης των συστημάτων εργατικοδικαιϊκής και κοινωνικής προστασίας. Οι εξελίξεις αυτές κατέδειξαν, αν όχι το θνησιγενές, πάντως τα πεπερασμένα όρια των σχετικών πειραματισμών.
5. Η όλη συζήτηση για την επιτακτική ανάγκη εγκατάλειψης του, ακραίου τουλάχιστον, νεοφιλελευθερισμού, όπως αυτή εκφράστηκε πρόσφατα από το αφήγημα της «μεγάλης επανεκκίνησης», είναι ενδεικτική του «πνεύματος των καιρών». Το καινοφανές όσο και εντυπωσιακό στοιχείο που χαρακτηρίζει τη συζήτηση για το βασικό εισόδημα δεν είναι τόσο η γοητεία και η μεγάλη απήχηση του επίμαχου μοντέλου, όσο η ιδεολογική και πολιτική πολυχρωμία και ανομοιογένεια των συμμετεχόντων σε αυτήν των θιασωτών και των αρνητών του. Είναι έτσι χαρακτηριστικό ότι, πέραν των σχετικών πρωτοβουλιών πολιτών, συλλογικοτήτων, εκπροσώπων συνδικάτων και κομμάτων υπέρ του βασικού εισοδήματος, τάσσονται επιφανείς εκπρόσωποι του καπιταλιστικού συστήματος, της επιχειρηματικής ελίτ και της επιστήμης. Μεταξύ αυτών κατέχουν εξέχουσα θέση, οι ιδρυτές (ή συνιδρυτές) τεχνολογικών κολοσσών της Silicon Valey, όπως οι M. Zuckerberg (Facebook – Meta), E. Musk (Tesla), J. Dorsey (Twitter), οι διευθύνοντες σύμβουλοι των γερμανικών ομίλων επιχειρήσεων T. Höttges (Deutsche Telecom) και J. Kaeser (Siemens), ο ιδρυτής του Forum του Davos K. Schwab. Μεταξύ δε των επιστημόνων άξιοι ιδιαίτερης αναφοράς είναι οι M. Friedman, E. Fromm, A. Gorz, N. Chomsky, U. Beck, J. Rifkin, P. Van Parijs, G. Standing, M. Opielka, Χ. Πισσαρίδης, Ι. Βαρουφάκης, ο δημοσιογράφος P. Mason, αλλά και ο Γεν. Γραμματέας του ΟΗΕ A. Guterres και ο Πάπας Φραγκίσκος.
6. Ενόψει αυτής της ιδεολογικοπολιτικής «πανσπερμίας» των θιασωτών του βασικού εισοδήματος θα νόμιζε κανείς εκ πρώτης όψεως ότι η Covid-19 κατόρθωσε το αντικειμενικά ακατόρθωτο: την επιβολή του δέοντος επί του είναι, της ιδεολογίας επί της πραγματικότητας. Τούτο δε καθώς το βασικό εισόδημα φαίνεται να λειτούργησε «ως δια μαγείας» καταλυτικά στη διαμόρφωση της προσδοκίας, αν όχι της πεποίθησης, ότι το επίμαχο μοντέλο είναι προικισμένο με μια μοναδική ικανότητα: υπερβαίνοντας πρωτογενείς και δευτερογενείς αντιθέσεις συμφερόντων κεφαλαίου και εργασίας και τις αντίστοιχες ιδεολογικές στρατεύσεις και στοχεύσεις, οξυμένες μάλιστα λόγω της κρατούσας πολυοργανικής καπιταλιστικής κρίσης, να οδηγήσει σε σύγκλιση και συστράτευση ένα ετερόκλητο πλήθος συλλογικοτήτων και ατόμων, συχνά με διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα, και έτσι στη συγκρότηση «ενός υπερταξικού κοινωνικού μετώπου» αντιμετώπισης μιας εθνικής, περιφερειακής ή παγκόσμιας κατάστασης κοινωνικής ανάγκης, προκειμένου να σωθούν τα θύματα μιας πολυδιάστατης κρίσης, συνδεδεμένης άρρηκτα με τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής!
Η συμπόρευση αυτή διαφορετικών συμφερόντων, δυνάμεων και ιδεολογιών αποτελεί ένα σπάνιο μεν, αν όχι μοναδικό, φαινόμενο στη μακραίωνη ιστορία του καπιταλισμού, όχι όμως και ανεξήγητο. Τούτο δε καθώς η σύγκλιση αυτή δεν αφορά, βεβαίως, ένα γενικότερα αποδεκτό εννοιολογικά και τελολογικά – λειτουργικά μοντέλο του βασικού εισοδήματος, αλλά ένα μοντέλο που, πέραν από ορισμένα βασικά ιδεοτυπολογικά, γενικότερα αποδεκτά στοιχεία, διαφοροποιείται ανάλογα με την ιδεολογικοπολιτική αφετηρία και τις επιδιώξεις των υποστηρικτών του. Έτσι, πίσω από το ετερόκλητο αυτό πλήθος βρίσκονται οι διάφορες εκδοχές, παραλλαγές ή και συνδυασμοί αυτών, όπου, αναλόγως με τα κίνητρα και τους στόχους τους, εμφανίζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις σχετικά με κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι π.χ. η σχέση τους με το ισχύον σύστημα κοινωνικής και εργασιακής προστασίας, οι πηγές χρηματοδότησης, το ύψος του χορηγηθησόμενου ποσού, η παροχή του μόνο στους πολίτες ή και στους διαμένοντες σε μια χώρα, η διάρκεια και το χωρικό πεδίο εφαρμογής της παροχής.
Ενόψει αυτής της ιδεολογικοπολιτικής «πανσπερμίας» των θιασωτών του βασικού εισοδήματος, θα νόμιζε κανείς εκ πρώτης όψεως ότι η Covid-19 κατόρθωσε το αντικειμενικά ακατόρθωτο: την επιβολή του δέοντος επί του είναι, της ιδεολογίας επί της πραγματικότητας
7. Πάντως, με βάση τις ιδεολογικές προαντιλήψεις και προδιαγραφές, τα κίνητρα και τη στοχοθεσία τους, τα επιμέρους μοντέλα του βασικού εισοδήματος θα μπορούσαν ιδεοτυπολογικά να συμπεριληφθούν χονδρικά στις ακόλουθες κατηγορίες:
α) Στα «νεοφιλελεύθερα μοντέλα», ιδεολογικοπολιτικό και ιδεολογικοφιλοσοφικό θεμέλιο των οποίων είναι η ελεύθερη αγορά και το ελεύθερο παιχνίδι κεφαλαίου-εργασίας. Τα μοντέλα αυτά στις διάφορες εκφάνσεις τους (αρνητικός φόρος εισοδήματος, M. Friedman ή «επίδομα αλληλεγγύης του πολίτη», Solidarisches Bürgergeld, T. Straubhaar / D. Althaus) δεν έχουν βασικό στόχο την αντιμετώπιση της κοινωνικής ένδειας ως στοιχειώδους διασφάλισης της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά υπηρετούν βασικά οικονομικούς στόχους. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται η δραστική μείωση των κοινωνικών δαπανών, η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας από τις εργατικοδικαιϊκές και κοινωνικές «προστατευτικές αγκυλώσεις», καθώς και η διεύρυνση και πίεση προς τα κάτω του επιπέδου προστασίας του βασικού μισθού. Με άλλα λόγια, η αντικατάσταση του κοινωνικού κράτους και της εργατοδικαιϊκής προστασίας συνιστούν τον βασικό στόχο του νεοφιλελευθεροκρατούμενου βασικού εισοδήματος. Πιο συγκεκριμένα, βασικοί προστατευτικοί θεσμοί, όπως η προστασία της καταγγελίας, ο κατώτερος μισθός, οι κλαδικές ΣΣΕ, τα επιδόματα ανεργίας, αναπηρίας, στέγασης, τέκνων, ασθενείας, μητρότητας, κ.λ.π. καταργούνται, αντικαθιστάμενα από ένα, κατά κανόνα μερικό και κόλουρο, βασικό εισόδημα. Χαρακτηριστικά της αντίληψης αυτής θα μπορούσαν να θεωρηθούν το φιλανδικό και το καναδικό μοντέλο.
β) Τα «ανθρωπιστικά-αριστεροφιλελεύθερα μοντέλα», τα οποία κινούνται στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, η οποία όμως, ιδίως σε περιόδους οικονομικής κρίσης, υφίσταται έντονη σχετικοποίηση. Τούτο δε καθώς τόσο η εργατοδικαιϊκή προστασία όσο και το κοινωνικό κράτος, παρά τα όποια εγχειρήματα εξισορρόπησης μεταξύ προστασίας και ασφάλειας (η περιβόητη flexicurity, η οποία τελικά εκφυλίζεται σε flexiprecarity, βλ. σχετικά Τραυλού – Τζανετάτου, Το εργατικό δίκαιο, ο.π. σ. 156 και τις εκεί παραπομπές), αποτελούν δομικά πια στοιχεία της εργατικής και κοινωνικής πολιτικής. Τα επίμαχα μοντέλα στοχεύουν μεν στη διασφάλιση μιας στοιχειώδους κοινωνικής δικαιοσύνης και ενός χώρου ελευθερίας από τον εργασιακό καταναγκασμό. Όμως περιορισμένη είναι η συμμετοχική και αναδιανεμητική δυναμική τους, που ως γνωστό συνιστά τον βασικό εννοιολογικό και τελολογικό στόχο του βασικού εισοδήματος (βλ. χαρακτηριστικά D. Häni, εμπνευστή της ελβετικής πρωτοβουλίας για την πραγματοποίηση σχετικού δημοψηφίσματος. Πρβλ. και μοντέλο ανθρωποσοφιστή W. Götz).
γ) Στα «κοινωνιστικά-σοσιαλδημοκρατικού τύπου μοντέλα», σύμφωνα με τα οποία το κοινωνικό κράτος και οι εργασιακοί προστατευτικοί θεσμοί, ως αναπόσπαστο τμήμα της εύρυθμης λειτουργίας της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, όχι μόνο δεν αμφισβητούνται. Πολύ περισσότερο αναβαθμίζονται και ενισχύονται μέσω απογραφειοκρατικοποίησης και αποτελεσματικοποίησής τους (για την συμβατότητα της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς με το βασικό εισόδημα βλ. αναλυτικά Ν. Kunz, Bedingungsloses Grundeinkommen und Soziale Marktwirtschaft, 2016, σ. 151-236). Στο πλαίσιο αυτό το βασικό εισόδημα λειτουργεί κυρίως ως μηχανισμός εισοδηματικής αναδιανομής, δημοκρατικής συμμετοχής και ενίσχυσης της ελεύθερης διαμόρφωσης της προσωπικής και επαγγελματικής ζωής μέσω διασφάλισης της δυνατότητας απαλλαγής από τον εργασιακό καταναγκασμό. Πρόκειται με άλλα λόγια για ένα μοντέλο που εντάσσεται στη λογική, τη φιλοσοφία και τον πολιτικό σχεδιασμό ενός κοινωνικού-δημοκρατικού καπιταλισμού (K. Schwab, U. Beck, T. Piketty, ήδη E. Fromm).
δ) Στα «εναλλακτικά-χειραφεσιακά μοντέλα», τα οποία, πέραν της αναγνώρισης των υφιστάμενων θεσμών κοινωνικής και εργατοδικαιϊκής προστασίας, την αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό των οποίων επιδιώκουν σε συμφωνία με τα προαναφερθέντα μοντέλα, εστιάζουν την προσοχή και το ενδιαφέρον τους στη δυναμική υπέρβασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την οποία (υποτίθεται ότι) εμπεριέχει ή σηματοδοτεί η αμφισβήτηση της, συγκροτούσας τη βάση της καπιταλιστικής εξουσίας, μισθωτής εργασίας από την προβλεπόμενη από το βασικό εισόδημα δυνατότητα απαλλαγής από τον εργασιακό καταναγκασμό. Ο όλος σχεδιασμός της εκδοχής αυτής του επίμαχου μοντέλου απηχεί βασικά τη θέση ότι η αλματώδης πρόοδος της τεχνοεπιστήμης οδηγεί στο «τέλος της μισθωτής εργασίας και του καπιταλισμού». Υπό το πρίσμα αυτό, το βασικό εισόδημα, στο βαθμό που απελευθερώνει από τον εργασιακό καταναγκασμό, προμηνύει την αναμενόμενη «δίκην νομοτελειακής αναγκαιότητας» μετάβαση σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία (A. Gorz, P. Mason, R. Blaschke, S. Lessenich, G. Standing).
Κατόπιν αυτών είναι αυτονόητο ότι δεν είναι δυνατός ένας ορισμός του βασικού εισοδήματος, ο οποίος θα κάλυπτε τα επιμέρους πολιτικοφιλοσοφικά κίνητρα και τις αντιτιθέμενες οικονομικοπολιτικές στοχεύσεις. Όμως, παρά τις έντονες αυτές διαφορές και αποκλίσεις, θα μπορούσε να γίνει δεκτή, ίσως με εξαίρεση τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή, μια βασική σύγκλιση και συμφωνία ως προς τα ακόλουθα εννοιολογικά του στοιχεία: α) την εξατομίκευση, δηλ. την αναγόρευσή του σε δικαίωμα του πολίτη, β) την εκκαθολίκευση, δηλ. την καταβολή του ανεξαιρέτως σε όλους τους πολίτες, γ) την απροϋπόθετη, δηλ. την αδιακρίτως ηλικίας, φύλου, οικονομικής ή εισοδηματικής κατάστασης, υφιστάμενης εργασιακής σχέσης ή κοινωνικής ανάγκης, καταβολή και δ) την αποσύνδεσή του από οποιοδήποτε όρο ή υποχρέωση αντιπαροχής, όπως π.χ. της συμμετοχής σε κοινωφελή εργασία ή αναζήτηση εργασίας.
8. Η συζήτηση για το βασικό εισόδημα συνοδεύεται από μια σειρά πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων, που αξιοποιούνται δεόντως από τους υποστηρικτές της μιας ή της άλλης εκδοχής, αλλά και τους θιασώτες ή τους αρνητές του. Εντελώς επιγραμματικά: στα υπέρ του βασικού εισοδήματος διατυπωνόμενα επιχειρήματα ανήκουν βασικά η αποτελεσματική αντιμετώπιση της τεχνολογικής ανεργίας, η δικαιότερη διάπλαση του συστήματος κοινωνικής προστασίας και η απογραφειοκρατικοποίησή του, η καλύτερη εξισορρόπηση ελεύθερου και εργάσιμου χρόνου σε συνδυασμό με τη δυνατότητα απαλλαγής από τον εργασιακό καταναγκασμό, ιδίως μέσω άρνησης αποδοχής, δηλ. επιβολής από τον εργοδότη μιας, υποβαθμισμένης από ποσοτικής και ποιοτικής πλευράς, εργασίας (όπως π.χ. μιας βλαπτικής για το περιβάλλον εργασίας), η ενίσχυση της διαπραγματευτικής ικανότητας των εργαζομένων και η ενίσχυση της ισότητας των φύλων.
Από την άλλη πλευρά, στα μειονεκτήματα του βασικού εισοδήματος συγκαταλέγονται βασικά το δυσχερώς εφικτό ή το ανέφικτο υλοποίησης του εγχειρήματος λόγω του δυσθεώρητου ύψους της απαιτούμενης χρηματοδότησης, η, μερική ή ολική, κατάργηση του κοινωνικού κράτους και του προστατευτικού εργατικού δικαίου, η αντικειμενική αδυναμία του παρεχόμενου σε όλους τους πολίτες ισόποσου εισοδήματος να καλύψει τις ανακύπτουσες συγκεκριμένες ανάγκες, ο κίνδυνος μείωσης της αγοραστικής αξίας των πολιτών μέσω επιλογής φορολόγησης της κατανάλωσης, η ίση μεταχείριση πλούσιων και φτωχών, εχόντων και μη εχόντων κατά απόκλιση της αρχής της διανεμητικής ισότητας, ο κίνδυνος συμπίεσης προς τα κάτω του κατώτατου μισθού, η εξασθένηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, η ενίσχυση της τάσης αποκλεισμού της γυναίκας από την παραγωγική διαδικασία και ο επανεγκλωβισμός της στην οικία, η υποτίμηση του κεντρικού ρόλου του θεμελιακού, κοινωνικού δικαιώματος εργασίας μέσω αντιπαράθεσής του προς το «ατομικό δικαίωμα» για ένα βασικό εισόδημα και η δημιουργία ψευδαισθήσεων για τον ρόλο του ως σχήματος μετάβασης στην μετακαπιταλιστική κοινωνία («Ο καπιταλισμός κατά του εαυτού του», βλ. ενδεικτικά C. Schwarz, Grundeinkommen kontrovers, 2020).