Γιατί οι πολυεθνικές δεν αντιτάχθηκαν σε μια εξωτερική πολιτική που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια οικονομικών ευκαιριών – Μιλιταρισμός και συσσώρευση κεφαλαίου
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα, μετά τις πολεμικές επιχειρήσεις, τις κατοχές και τις κυρώσεις που οργάνωσαν οι ΗΠΑ, οι αμερικανικές πολυεθνικές εταιρίες έχασαν περιοχές όπου θα μπορούσαν να είχαν κερδοφόρες επενδύσεις. Οι μεγαλύτερες απώλειες σημειώθηκαν στην εκμετάλλευση φυσικών πόρων -πιο συγκεκριμένα αερίου και πετρελαίου- στη Μέση Ανατολή, τον Περσικό Κόλπο και τη Νότια Ασία. Ως αποτέλεσμα, κάποιοι αναλυτές θεώρησαν ότι υπάρχουν βαθιές ρήξεις και αντικρουόμενα συμφέροντα μέσα στο πλαίσιο της άρχουσας τάξης στις ΗΠΑ. Οι αναλυτές υποστήριξαν ότι από τη μία μεριά πολιτικές ελίτ συνδεδεμένες με ισραηλινά συμφέροντα και το στρατιωτικό και βιομηχανικό μόρφωμα προωθούν μια ατζέντα εξωτερικής πολιτικής με έμφαση στις στρατιωτικές επιχειρήσεις και ότι από την άλλη μεριά κάποιες από τις μεγαλύτερες και πλουσιότερες πολυεθνικές είναι υπέρ των διπλωματικών λύσεων.
Παρ’ όλα αυτά, αυτή η φαινομενική «αντιπαράθεση κορυφής» δεν εκφράστηκε ξεκάθαρα. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη, για παράδειγμα, ότι οι πετρελαϊκές πολυεθνικές αντιτάχθηκαν στους πολέμους ενάντια στο Ιράκ, τη Λιβύη, το Αφγανιστάν και τη Συρία. Ούτε ότι οι δέκα ισχυρότερες πετρελαϊκές εταιρίες, καθαρής αξίας πάνω από 1,1 τρισ., κινητοποίησαν τα λόμπι τους ή χρησιμοποίησαν την επιρροή τους στα ΜΜΕ, υπέρ της ειρηνικής διείσδυσης και της απόκτησης των κοιτασμάτων πετρελαίου, στις χώρες αυτές, μέσω κεφαλαίου και νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
«Πολιτική παθητικότητα»
Πριν από τον πόλεμο του Ιράκ οι 3 μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες (Exxon-Mobil, Chevron και Conoco-Phillips) δεν άσκησαν πίεση στο Κογκρέσο ή στη Διοίκηση Μπους και αργότερα Ομπάμα για ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης αν και θα ήθελαν πολύ να εκμεταλλευτούν το τρίτο μεγαλύτερο πετρελαϊκό κοίτασμα στον κόσμο. Σε καμιά περίπτωση οι 10 «μεγάλες» δεν αντιτάχθηκαν στο φιλο-ισραηλινό λόμπι και τα αβάσιμα επιχειρήματά του ότι το Ιράκ διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής.
Παρόμοια «πολιτική παθητικότητα» έδειξαν και πριν από τον πόλεμο της Λιβύης. Οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες, ουσιαστικά, εγκατέλειψαν κερδοφόρες επενδύσεις όταν οι μιλιταριστές της Ουάσιγκτον χτύπησαν τη Λιβύη, καταστρέφοντας τόσο το κράτος όσο και ολόκληρο τον οικονομικό ιστό της χώρας.
Οι βαρόνοι του πετρελαίου μπορεί να οδύρονται για την απώλεια του πετρελαίου και των κερδών τους, αλλά δεν έκαναν καμιά συντονισμένη προσπάθεια πριν ή μετά το φιάσκο της Λιβύης για να αποτιμήσουν τις αιτίες απώλειας μιας τεράστιας πετρελαιοπαραγωγού περιοχής. Στην περίπτωση των οικονομικών κυρώσεων ενάντια στο Ιράν, κάτοχο του δεύτερου μεγαλύτερου κοιτάσματος πετρελαίου, οι πολυεθνικές για άλλη μια φορά έλαμψαν διά της απουσίας τους από το Κογκρέσο και το υπουργείο Οικονομικών όπου αποφασίστηκε αυτή ακριβώς η πολιτική. Οι γνωστοί υπέρμαχοι της σιωνιστικής πολιτικής, Στιούαρτ Λέβι και Ντέιβιντ Κοέν σχεδίασαν και εφάρμοσαν τις κυρώσεις εκείνες που απαγόρευσαν στις αμερικανικές και ευρωπαϊκές πετρελαϊκές εταιρίες να επενδύουν στην Τεχεράνη ή γενικά να έχουν συναλλαγές μ’ αυτήν.
Στην πραγματικότητα, παρά τη φαινομενική απόκλιση συμφερόντων ανάμεσα σε μια πλήρως στρατιωτικοποιημένη εξωτερική πολιτική και την τάση των πολυεθνικών για συσσώρευση κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν ξέσπασε καμιά πολιτική αντίθεση. Αυτό το άρθρο επιχειρεί να διερευνήσει ένα βασικό ερώτημα: Γιατί οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες υπέκυψαν σε μια ιμπεριαλιστική εξωτερική πολιτική που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια οικονομικών ευκαιριών;
Γιατί δεν αντιτάχθηκαν στον ιμπεριαλιστικό μιλιταρισμό
Υπάρχουν αρκετές πιθανές εξηγήσεις για την ανοχή που έδειξαν οι μεγάλες πολυεθνικές απέναντι στην ιμπεριαλιστική εξάπλωση των ΗΠΑ με τη χρήση στρατιωτικής βίας.
• Πρώτον, τα στελέχη των πολυεθνικών μπορεί να είχαν πειστεί ότι οι πόλεμοι, ειδικά αυτός του Ιράκ, θα ήταν σύντομοι και θα οδηγούσαν σε μια περίοδο σταθερότητας με υποτελή καθεστώτα που θα ήταν ικανά και πρόθυμα να ιδιωτικοποιήσουν και να απεθνικοποιήσουν τον τομέα του πετρελαίου και του αερίου. Με άλλα λόγια, η πετρελαϊκή ελίτ «τσίμπησε» στα επιχειρήματα των Ράμσφελντ, Τσέινι, Γούλφοβιτς και Φέιθ ότι η εισβολή και εν συνεχεία κατοχή του Ιράκ θα ήταν κερδοφόρα.
• Δεύτερον, ακόμα και μετά την παράταση του πολέμου για πάνω από μια δεκαετία καθώς και τις αυξανόμενες φυλετικές συγκρούσεις, πολλά στελέχη πίστευαν ότι θα αποζημιώνονταν για μια χαμένη δεκαετία από μακροπρόθεσμα κέρδη. Εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι τα μελλοντικά κέρδη ήταν σίγουρα, εφόσον η χώρα θα είχε σταθεροποιηθεί. Τελικά, οι μεγάλες πετρελαϊκές κατάφεραν να μπουν στο χώρο μόνο μετά το 2010 για να απειληθούν σχεδόν άμεσα από το ISIS. Ο στρατηγικός σχεδιασμός των πολυεθνικών ήταν πρόχειρος αν όχι εντελώς αποτυχημένος.
• Τρίτον, τα περισσότερα στελέχη πίστευαν ότι η νατοϊκή εισβολή στη Λιβύη θα οδηγούσε σε μονοπώλιο και πολύ μεγαλύτερα κέρδη απ’ ό,τι θα είχαν με μία συνεργασία με το καθεστώς Καντάφι. Οι βαρόνοι του πετρελαίου πίστευαν ότι θα αποκτήσουν τον απόλυτο έλεγχο. Με άλλα λόγια, θεωρούσαν ότι ο πόλεμος θα τους επέτρεπε να εξασφαλίσουν μονοπωλιακά κέρδη για μια μεγάλη περίοδο. Αντί γι’ αυτό το τέλος μιας σταθερής συνεργασίας οδήγησε σε μία κατάσταση όπου η αναρχία και το χάος εμποδίζουν οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη επένδυση.
• Τέταρτον, οι μεγάλες πολυεθνικές έχουν επενδύσει σε εκατοντάδες σημεία σε δεκάδες χώρες. Δεν είναι δεσμευμένες σε μία μοναδική τοποθεσία. Εξαρτώνται από το στρατιωτικό ιμπεριαλιστικό καθεστώς για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους σε όλο τον πλανήτη. Επομένως δεν είναι ιδιαίτερα πρόθυμες να αντιπαρατεθούν με το στρατιωτικό κατεστημένο από φόβο ότι κάτι τέτοιο μπορεί να βάλει σε κίνδυνο τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ σε άλλες περιοχές.
• Πέμπτον, πολλές πολυεθνικές δραστηριοποιούνται σε πολλούς και διαφορετικούς οικονομικούς τομείς: Επενδύουν σε κοιτάσματα και διυλιστήρια, στον τραπεζικό και χρηματοοικονομικό τομέα και τις ασφάλειες όπως και τις εξορύξεις. Στο βαθμό που το κεφάλαιο των πολυεθνικών είναι διαφοροποιημένο τόσο λιγότερο εξαρτώνται αυτές από μία περιοχή, τομέα ή πηγή κέρδους. Επομένως, οι καταστροφικοί πόλεμοι, σε μία ή περισσότερες χώρες, μπορεί να μην έχουν τόσο καταστροφικά αποτελέσματα όπως στο παρελθόν, τότε που οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες δραστηριοποιούνταν μόνο στο πετρέλαιο.
• Έκτον, οι υπηρεσίες του ιμπεριαλιστικού κράτους των ΗΠΑ ευνοούν περισσότερο την οικονομική δράση παρά την οικονομική δραστηριότητα. Η διεθνής γραφειοκρατία των ΗΠΑ στελεχώνεται συντριπτικά από στρατιωτικούς και πράκτορες. Σε αντίθεση, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Γερμανία και άλλα αναδυόμενα κράτη (Βραζιλία, Ρωσία και Ινδία) έχουν μεγάλο αριθμό στελεχών από τον οικονομικό τομέα στο γραφειοκρατικό τους οργανισμό. Η διαφορά είναι τεράστια. Οι αμερικανικές πολυεθνικές δεν έχουν την ίδια πρόσβαση σε ανθρώπους και πόρους όπως αυτές της Κίνας. Η διεθνής εξάπλωση της Κίνας και των πολυεθνικών της στηρίζεται σε ένα ισχυρό σύστημα υποστήριξης της οικονομίας. Οι αμερικανικές πολυεθνικές, αντίθετα, πρέπει να αντιμετωπίσουν άντρες των ειδικών δυνάμεων, κατασκόπους και γενικά στρατοκράτες. Με άλλα λόγια, τα στελέχη των πολυεθνικών όταν αναζητούν «κρατική υποστήριξη» μιλάνε με στρατιωτικούς που βλέπουν τις πολυεθνικές ως όργανα της πολιτικής και όχι ως εκφραστές της.
• Έβδομον, κατά την τελευταία δεκαετία ο χρηματοοικονομικός τομέας έχει αναδειχτεί ως ο κύριος αποδέκτης της κρατικής ενίσχυσης, με αποτέλεσμα οι μεγάλες τράπεζες να ασκούν μεγάλη επιρροή στην κρατική πολιτική. Στο βαθμό που αυτό ισχύει, το μεγαλύτερο μέρος από τα πετροδολάρια έχει περάσει στο χρηματοοικονομικό τομέα και τα κέρδη προέρχονται από την αφαίμαξη του κρατικού προϋπολογισμού. Ως αποτέλεσμα τα συμφέροντα των πετρελαϊκών εταιρειών ταυτίζονται με αυτά του χρηματοοικονομικού τομέα και τα «κέρδη» τους εξαρτώνται στον ίδιο βαθμό και από το κράτος και από την εκμετάλλευση κοιτασμάτων.
• Όγδοον, ενώ οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες διαθέτουν τεράστια κεφάλαια η διαφοροποιημένη τοποθέτησή τους, οι πολλαπλές δραστηριότητές τους και η εξάρτησή τους από το κράτος για στρατιωτική προστασία, κάνουν πιο δύσκολη την αντίθεσή τους στους πολέμους που διεξάγουν οι ΗΠΑ ακόμα και σε χώρες πλούσιες σε πετρέλαιο. Έτσι τα πανίσχυρα λόμπι που είναι υπέρ του πολέμου δρουν ελεύθερα γιατί δεν έχουν τέτοιους περιορισμούς. Για παράδειγμα το φιλο-ισραηλινό λόμπι παρ’ ότι διαθέτει πολύ λιγότερο κεφάλαιο από τις 10 μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρίες ασκεί πολύ μεγαλύτερη επιρροή απ’ ότι αυτές στο Κογκρέσο και η προπαγάνδα του μέσω των ΜΜΕ είναι περισσότερο αποτελεσματική. Πολλοί περισσότεροι επικριτές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ είναι πρόθυμοι να επιτεθούν στις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες απ’ ότι στο σιωνιστικό λόμπι.
Τελικά, η αύξηση της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου δίνει την ευκαιρία στις μεγάλες εταιρίες να αναζητήσουν κέρδη και εκτός Μέσης Ανατολής παρά το μεγαλύτερο κόστος και τη μικρότερη διάρκεια των κοιτασμάτων. Η βιομηχανία του πετρελαίου αντιστάθμισε τις απώλειές της στη Μέση Ανατολή με τα κέρδη από εγχώριες επενδύσεις.
Ακόμα κι έτσι, όμως, η ένταση και οι συγκρούσεις ανάμεσα στη βιομηχανία του πετρελαίου και το στρατιωτικό κατεστημένο είναι υπαρκτές. Η πιο πρόσφατη περίπτωση είναι το σχέδιο της Exxon-Mobil για επενδύσεις 38 δισ. στην Αρκτική Ρωσία σε συνεργασία με τον ρωσικό πετρελαϊκό γίγαντα Rosneft. Οι κυρώσεις του Ομπάμα ενάντια στη Ρωσία θα ματαιώσουν τη συμφωνία προς μεγάλη απογοήτευση των στελεχών της Exxon-Mobil που έχουν ήδη επενδύσει 3,2 δισ. σε μια περιοχή στο μέγεθος του Τέξας.
Συμπέρασμα
Αυτή η υπόγεια και αντιφατική σύγκρουση ανάμεσα στην εξάπλωση των ΗΠΑ μέσω της οικονομίας ή των πολεμικών επιχειρήσεων είναι πιθανόν να εκφραστεί πιο έντονα στους κυβερνητικούς κύκλους. Όμως, μέχρι στιγμής εξαιτίας της διεθνοποιημένης δομής της πετρελαϊκής βιομηχανίας και της εξάρτησής της από το στρατιωτικό κατεστημένο για ασφάλεια οι μεγάλες πολυεθνικές έχουν θυσιάσει βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα κέρδη έναντι μελλοντικών, ελπίζοντας ότι όταν οι πόλεμοι τελειώσουν τα παχυλά κέρδη θα επανέρθουν.
* Ο James Petras, πρώην καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Binghamton της Νέας Υόρκης, ασχολείται εδώ και 50 χρόνια με τη θεωρία της ταξικής πάλης, είναι σύμβουλος των χωρίς γη και δουλειά στη Βραζιλία και την Αργεντινή και συν-συγγραφέας του βιβλίου Globalization Unmasked (Εκδ. Zed Books). Το άρθρο γράφτηκε στις 26 Οκτωβρίου και δημοσιεύτηκε στο Global Research
Μετάφραση: Νίκος Μαγνήσαλης