Υπάρχει πάντα ένας ιδιαίτερος τρόπος που η Τζούλια Γκανάσου προσεγγίζει τα πρόσωπα μέσα στα βιβλία της. Στις «Γόνιμες μέρες» που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Γκοβόστη, μας μεταφέρει σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, όπου ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ύστερα από μια συμπλοκή βρίσκεται σε κώμα.
Δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τους άλλους, όμως το μυαλό του λειτουργεί και προχωρά σε μια βαθιά ενδοσκόπηση τόσο των γεγονότων –που ως έναν βαθμό έχει απωθήσει από τη μνήμη του– αλλά και του εαυτού του.
Παρακολουθεί όσα συμβαίνουν γύρω του, θέλει κατά στιγμές απελπισμένα να πει αυτό που θα επιθυμούσε ο ίδιος, αλλά κανείς δεν μπορεί να τον ακούσει… Όσο για τα φάρμακα που κυλούν στον οργανισμό του μπορεί να τον επαναφέρουν στη ζωή, αλλά με επιπτώσεις στις αναμνήσεις του. Ποιος θα πάρει την ευθύνη;
Μέσα από αυτό το πρίσμα ανασυντίθεται μια σκληρή πραγματικότητα. Η ανεργία, η φτώχεια, οδηγούν στο έγκλημα. Και πάντα υπάρχουν αυτοί που κινούν τα νήματα και μένουν στο απυρόβλητο. Αλλά και η καταστολή που στρέφεται εναντίον των πιο αδύναμων κρίκων. Των εκτελεστικών οργάνων.
Ενώ το μυαλό μου πήγαινε στο μυθιστόρημα του Ντάλτον Τράμπο –που έγινε και ταινία– «Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του», όπου κι εκεί ο ήρωας δεν μπορεί να επικοινωνήσει με το περιβάλλον, αλλά σκέφτεται διαρκώς, θύμα εκείνος ενός πολέμου, ήρθαν τα γεγονότα με την εκτέλεση του νεαρού τσιγγάνου από τους πιστολέρο της ομάδας ΔΙΑΣ να μου υπενθυμίσουν ότι κι εδώ πόλεμος διεξάγεται.
Σε κάποιες γειτονιές της Αθήνας η μάχη είναι καθημερινή και οι νύχτες δραματικές. Η συγγραφέας μάς μεταφέρει εκεί με μοναδικό τρόπο, μεταξύ πραγματικότητας και εφιάλτη, αφήνοντάς μας να ρίξουμε μια ματιά στη σκοτεινή πλευρά…
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Πώς προέκυψε η ιδέα για τις «Γόνιμες Μέρες»;
Ο αδελφός μιας καρδιακής φίλης είχε περάσει πολύ καιρό σε κώμα μετά από ένα δυστύχημα. Κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν, φανταζόμουν τη ζωή που ζούσε μέσα στην ακινησία, το σκοτάδι, τις θύμησες, με μόνη δίοδο επαφής την όσφρηση και την ακοή. Αναρωτιόμουν τι είχε συμβεί προτού φτάσει εκεί. Διερωτόμουν αν υπάρχει ζωή μέσα σ’ αυτό το κλουβί. Ήθελα απεγνωσμένα να του δώσω φωνή! Έτσι, γεννήθηκε η ιστορία μου… Ένας άντρας βρίσκεται αναίσθητος δίπλα σ’ έναν νεκρό. Θεωρείται ύποπτος. Του χορηγείται φάρμακο για να ξυπνήσει, να θυμηθεί και να δώσει κατάθεση. Το εν λόγω φάρμακο του δίνει πρόσβαση στην εποχή πριν από τα πέντε του χρόνια, πριν απ’ τη μνήμη, στην αχαρτογράφητη ζώνη της ύπαρξης. Εκεί ανακαλύπτει μυστικά που του αλλάζουν εντελώς τη ζωή. Ταυτόχρονα, ανακαλεί τα γεγονότα που τον έφεραν στην κωματώδη κατάσταση. Την ίδια ώρα, ακούει τους δικούς του να ομολογούν όσα έπρεπε να αγνοεί.
Σε επηρέασε το κλίμα της πανδημίας ώστε να βάλεις τον ήρωά σου σε αυτή την κατάσταση σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου ή προϋπήρχε η ιδέα;
Η ιδέα και η κεντρική ιστορία προϋπήρχαν. Ωστόσο, ο τρόπος προσέγγισης της κατάστασης του εγκλεισμού σίγουρα άλλαξε μέσα στην εποχή της πανδημίας. Ο εγκλεισμός μες στο σώμα σε μια κλίνη νοσοκομείου χωρίς ορατή διαφυγή αποτέλεσε τον κεντρικό φόβο αν όχι όλων, μιας τεράστιας μερίδας ανθρώπων, όρισε την καθημερινότητα, επηρέασε την ψυχολογία, καταπόνησε τη σκέψη, απομάκρυνε, σόκαρε. Σε αυτό το πλαίσιο, ξαναγράφτηκε εν μέρει το έργο μέσα από το πρίσμα του βιώματος. Ο κεντρικός ήρωας στις «Γόνιμες Μέρες» (όπως και κάθε θνητός που βρέθηκε έγκλειστος μέσα σε τείχη σπιτιού, σώματος, νου) προσπαθεί να προσδιορίσει, να κατασκευάσει, να διεκδικήσει τα νήματα που θα τον οδηγήσουν ξανά στη ζωή. «Αν πρέπει να καταθέσω οβολό στη ζωή, Θεέ μου, αν χρειάζεται να καταβάλω αντίτιμο για την επιστροφή μου, Γιατρέ μου, ας μην είναι ο νευρώνας που με κάνει να επιθυμώ, να ελπίζω, να εύχομαι, να νιώθω…» λέει ο ήρωας. Στην ουσία, οι «Γόνιμες Μέρες» είναι ένα βιβλίο για τον αγώνα της επιβίωσης υπό οποιαδήποτε συνθήκη καθηλώνει τον άνθρωπο, τον αλλάζει, τον φέρνει αντιμέτωπο με την ουσία της ύπαρξης, τον «ξεγυμνώνει», τον παιδεύει ώστε να τον ενδυναμώσει… Το αφιερώνω σε όσους είναι πλέον καλά.
Οι “Γόνιμες Μέρες” είναι ένα βιβλίο για τον αγώνα της επιβίωσης υπό οποιαδήποτε συνθήκη καθηλώνει τον άνθρωπο, τον αλλάζει, τον φέρνει αντιμέτωπο με την ουσία της ύπαρξης, τον “ξεγυμνώνει”, τον παιδεύει ώστε να τον ενδυναμώσει…
Και στα υπόλοιπα βιβλία σου σε τραβά η μοναχική πορεία των ηρώων με ένα είδος «εσωτερικού μονολόγου». Γιατί αυτή η επιλογή;
Πράγματι, στα τρία τελευταία βιβλία μου, ο πρωταγωνιστής βρίσκεται σε μια ιδιάζουσα συνθήκη απ’ όπου αφηγείται την ιστορία του. Στο «Ως το τέλος» (Εκδ. Γκοβόστη, 2013), ένας άντρας βρίσκεται στο ισόγειο ενός επαρχιακού σπιτιού, πίσω από ένα σφραγισμένο παράθυρο παρακολουθώντας μια πομπή στην οποία αρνείται να συμμετέχει. Στους «Γονυπετείς» (Εκδ. Γκοβόστη, 2017), μια γυναίκα στα τέσσερα πραγματοποιεί μια ανάβαση για να υλοποιήσει μια ικεσία. Στις «Γόνιμες Μέρες», ένας άντρας βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση προσπαθώντας να κατασκευάσει έναν αντιπερισπασμό ώστε να σωθεί. Το νήμα που διαπερνά και τα τρία βιβλία, είναι η πορεία προς την αρχή. Καθώς οι άνθρωποι πορεύονται (εφόσον τους το επιτρέψει η Τύχη και η Φύση) ειρηνικά προς τον θάνατο, επιστρέφουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, προς την αρχική καταβολή: προς την πρώτη έκφανση του συναισθήματος που αργότερα γίνεται κυρίαρχο όνειρο ή πάθος καθορίζοντας την αίσθηση της αυτοπραγμάτωσης όπως συμβαίνει στο «Ως το τέλος», προς την πρωτόλεια ανάγκη για πίστη όταν εξαντλούνται όλες οι ορθολογικές επιλογές όπως στους «Γονυπετείς», προς την πρώτη έκφραση του μητρικού λόγου ως μοχλού αυτοπροσδιορισμού όπως στις «Γόνιμες Μέρες». Και εδώ, κλείνει ένας κύκλος: οι ήρωές μου, μέσα από μια «εσωτερική» αφήγηση από και προς το σώμα, ξορκίζουν την απώλεια και ανασυστήνουν τον «κόσμο» ενδίδοντας στον πόθο του νέου προορισμού με αφορμή την επιβίωση, το όνειρο και πάντα, την ελπίδα.
Παρουσιάζεις στο τέλος τις αναφορές σου βιβλιογραφικές, κινηματογραφικές, μουσικές – ακόμη και διαφημιστικές. Εσένα ποιοι συγγραφείς σε έχουν επηρεάσει περισσότερο;
Αυτή είναι πάντα η πιο δύσκολη ερώτηση. Νομίζω ότι στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποιοι συγγραφείς μάς έχουν επηρεάσει παρά μόνο ποια έργα τους μας «κατοικούν». Συμπορεύομαι, λοιπόν, με τα διηγήματα του Βιζυηνού, τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, τη «Μεγάλη χίμαιρα» του Καραγάτση, τον «Νάνο» του Λάγκερκβιστ, «Το πέμπτο παιδί» της Λέσσινγκ, «Το κουαρτέτο του Χάρλεμ» του Μπάλντουιν, το «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, τη «Δίκη» του Κάφκα, την «Κυρία Νταλογουέι» της Γουλφ, το «Η βουή και η μανία» του Φώκνερ, «Τα παιδιά του Μεσονυχτίου» του Ρουσντί, το «Κιβώτιο» του Αλεξάνδρου, το «Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου» του Αρανίτση, το «Ζαντίγκ» του Βολταίρου, τις «Εξομολογήσεις» του Ρουσσώ.
Πόσο πιστεύεις πως διαφέρει σήμερα το γράψιμο – στην εποχή της εικόνας;
Πιστεύω ότι οι άνθρωποι θα έχουν πάντα την ανάγκη να πλάσουν μόνοι τις εικόνες τους, να κλείσουν τα μάτια και να αφεθούν στις «συλλογές» τους και από εκεί να αντλήσουν περιουσίες, να τις συνδυάσουν με συναίσθημα, σκέψη και κραυγή και να τις κάνουν ιστορίες. Πιστεύω, ακράδαντα, πως πάντοτε οι άνθρωποι θα έχουν ανάγκη να κλείσουν τα μάτια στην εικόνα και να διαβάσουν ιστορίες.