Με επίκεντρο την πιθανή ανακύκλωση της ευρωπαϊκής κρίσης, ο καπιταλιστικός κόσμος ανασύρει τα ανταγωνιστικά όπλα του και απειλεί τη γερμανική εκλογική ηρεμία. Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Οι Βρετανοί λοξοκοιτάζουν ήδη προς την έξοδο από την Ε.Ε. Ο Ομπάμα διαμηνύει στον Κάμερον ότι θέλει τη Βρετανία εντός της Ε.Ε. Η Γαλλία, που δυσφορεί με τη γερμανική ηγεμονία που εδραιώνεται στην Ε.Ε., θυμάται τον παλιό καλό αποικιοκρατικό εαυτό της και στέλνει στρατό στο Μάλι. Από καραμπόλα προκαλεί κι ένα μακελειό στην Αλγερία. Η αμερικανική κυβέρνηση ετοιμάζεται να διαπραγματευτεί μια νέα αύξηση στο όριο χρέους – πόσο πάνω από τα 16 τρισ. δολάρια, άραγε; Η Κίνα ανακοίνωσε ότι (α)πέτυχε το χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης εδώ και 13 χρόνια. Η Ρωσία προειδοποιεί για τον κίνδυνο ενός νέου γύρου νομισματικών πολέμων, την ώρα που η Ιαπωνία ρίχνει χρήμα για να ρίξει το γιεν και το ευρώ ανεβαίνει σε επικίνδυνα επίπεδα έναντι του δολαρίου. Η Πορτογαλία ανακοινώνει πως βιάζεται να ξεμπερδεύει με το Μνημόνιο και να βγει όπως-όπως στις αγορές. Αυτό το έχει κάνει ήδη πετυχημένα η Ιρλανδία, με δύο εξόδους στις αγορές. Αλλά η πολιτική της ηγεσία δεν εφησυχάζει καθόλου, φοβούμενη «επανεισαγωγή» της κρίσης από τη βαλτωμένη σε ύφεση Ευρωζώνη.
Πώς τεκμαίρεται από τη σύνθεση όλων αυτών ότι η κρίση στην Ευρωζώνη βαίνει προς τη λήξη της, όπως επιμένει κυρίως η γερμανική πολιτική ηγεσία; Και από πού προκύπτει ότι οι καλές επιδόσεις της «γερμανικής ατμομηχανής» -όπως πάντα επαίρεται η καγκελαρία- σημαίνουν κάτι καλό για τους λοιπούς φτωχούς συγγενείς της Ευρωζώνης; Στην πραγματικότητα από πουθενά. Ίσα-ίσα που η μικρή ανακωχή που σημειώνεται στις σχέσεις της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης με τις αγορές διακόπτεται από την ατμόσφαιρα νομισματικού και εμπορικού πολέμου που επικρατεί στις ισοτιμίες του ευρώ. Και η ΕΚΤ έχει ήδη κάψει αρκετά καύσιμα για να διακινδυνεύσει να το υπερασπίσει.
Το υπόβαθρο μιας ανακύκλωσης της κρίσης του ευρώ και διάχυσής της στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία είναι η ίδια η «θεραπεία» που έχει επιλεγεί για την αντιμετώπισή της. Η οδός της «δημοσιονομικής αρετής» που έχει επιβάλει η γερμανική, κυρίως, ηγεσία σημαίνει διαιώνιση της λιτότητας, καθίζηση των επενδυτικών δαπανών, εκτίναξη της ανεργίας σε ιστορικά ρεκόρ. Αυτά, με τη σειρά τους, σημαίνουν εδραίωση της ύφεσης ή της ασθενικής ανάπτυξης και καθήλωση της ζήτησης όχι μόνο των ευρωπαϊκών, αλλά και των κινεζικών ή αμερικανικών προϊόντων. Άρα, αναμετάδοση της ύφεσης και σε πολλές εκτός Ε.Ε. χώρες και αγορές. Κι ακόμη δεν έχει εκτιμηθεί η υφεσιακή επίπτωση της εφαρμογής από την αρχή του έτους του γερμανικής έμπνευσης «δημοσιονομικού συμφώνου» που θα βάλει σχεδόν όλες τις χώρες της Ε.Ε. σε ένα ακόμη κύκλο περικοπών δαπανών.
Η «εξέγερση» των BRICS
Οι ανεπτυγμένες χώρες που τα τελευταία χρόνια είναι αποδέκτες των παρενεργειών των αμερικανικών και ευρωπαϊκών κρίσεων δεν τις δέχονται πια αδιαμαρτύρητα. Η Ρωσία, για παράδειγμα, προεδρεύουσα φέτος στο G20, η Σύνοδος Κορυφής του οποίου θα γίνει τον προσεχή Σεπτέμβριο, προετοιμάζει ήδη στις υπουργικές Συνόδους που ξεκινούν από το μήνα αυτό να θέσει επί τάπητος το ζήτημα μιας «νέας αρχιτεκτονικής» στη διεθνή οικονομία που, προς το παρόν περιλαμβάνει τρεις άξονες: πρώτον, ένα νέο μηχανισμό διαχείρισης των κρατικών χρεών, δεύτερον, την αποδέσμευση πόρων για χρηματοδότηση των επενδύσεων, τρίτον, την αλλαγή της ποσόστωσης εκτός Ε.Ε. και ΗΠΑ χωρών, ιδιαίτερα των BRICS στο ΔΝΤ, που προς το παρόν τελεί υπό ευρωπαϊκή και αμερικανική κηδεμονία. Το μήνυμα είναι σαφές: Ο διεθνής καταμερισμός εργασίας στο καπιταλιστικό σύμπαν έχει αλλάξει, καιρός να αλλάξει και ο καταμερισμός ισχύος. Πολύ περισσότερο που χώρες όπως οι BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική) ελέγχουν όχι μόνο ζωτικούς για τον παγκόσμιο καπιταλισμό πόρους, αλλά και μεγάλο μέρος του χρέους της Ε.Ε. και των ΗΠΑ.
Επομένως, η βεβαιότητα της γερμανικής ηγεσίας ότι έχει στη διάθεσή της μια σχεδόν αδιατάρακτη πορεία προς τις εκλογές του Σεπτεμβρίου και μια σχετικά ήρεμη ευρωπαϊκή «περιφέρεια» απειλείται με κλονισμό, και μάλιστα από πολλές πηγές: Από μια κλιμάκωση του νομισματικού πολέμου που θα επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές της, από μια υποτροπή της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, από μια διεύρυνση και επιμήκυνση της ύφεσης, από μια εκτροπή της αμερικανικής δημοσιονομικής κρίσης, από ένα μέτωπο πιέσεων των BRICS, ακόμη και από και μια βρετανική φυγή από την Ε.Ε.
Τούτων δοθέντων, προκύπτει το ερώτημα από πού αντλεί η ελληνική τρικομματική κυβέρνηση την αισιοδοξία ότι μπορεί εντός του έτους να δει «φως στην άκρη του τούνελ» κι ότι θα μένει μέχρι τέλους κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες της καγκελαρίας;