Το αποτέλεσμα των εκλογών της 14ης Μαΐου βρίσκει τον Τ. Ερντογάν ένα βήμα πριν την ανανέωση της προεδρικής του θητείας για 5 επιπλέον χρόνια, μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 2028. Η κυβέρνηση AKP-MHP φαίνεται, παρά τις απώλειες, να ξεπερνά τον εκλογικό σκόπελο της φθοράς λόγω της πολυετούς διακυβέρνησης με δυσκολότερη στιγμή την πρόσφατη, βιβλικών διαστάσεων, καταστροφή των σεισμών του Φεβρουαρίου που άφησε πίσω της δεκάδες χιλιάδες νεκρούς. Κόντρα στις δημοσκοπήσεις, ο Ερντογάν κερδίζει τον υποψήφιο των Κεμαλιστών Κ. Κιλιντσάρογλου, με ποσοστό 49,5% έναντι 44,9% με τη μάχη να οδηγείτε σε δεύτερο γύρο, την Κυριακή 28 Μαΐου και τους δύο μονομάχους να διεκδικούν τους ψήφους των εθνικιστών που στήριξαν τον τρίτο υποψήφιο Σινάν Ογκάν με ποσοστό 5,7%.
Ο Ερντογάν αναδεικνύεται για μια ακόμη φορά ανθεκτικός, ως ηγέτης τόσο μιας χώρας με επεκτατικές και περιφερειακές φιλοδοξίες, όσο και μιας ιδιαίτερης ισλαμικής και εθνικιστικής σύνθεσης που φιλοδοξεί να αλλάξει όχι μόνο την Τουρκία, αλλά έχει βλέψεις σε ό,τι αυτός ονομάζει «τουρκικό κόσμο». Τα τελευταία 20 χρόνια τίποτα δεν είναι ίδιο στην Τουρκία. Ο πλήρης έλεγχος του Ερντογάν, όχι μόνο επί της πολιτικής ζωής και των ελευθεριών των πολιτών, αλλά ακόμη και επί πυλώνων του κεμαλικού καθεστώτος (βλ. Δικαιοσύνη, Στρατός) που έπαιζαν διαχρονικά ενεργό ρόλο στην πολιτική της Τουρκίας, τον καθιστά σε κυρίαρχο του παιχνιδιού.
Ο Ερντογάν εμφανίζει τον εαυτό του ως εγγυητή της συνέχειας αυτής της προσπάθειας. Αν δούμε τους κεντρικούς πυλώνες της προεκλογικής εκστρατείας που τον οδήγησε στη νίκη, ξεχωρίζουν τρεις κεντρικές αιχμές. Πρώτη, η προσωπική του δέσμευση (έχει σημασία η ικανότητα του παρ’ όλα όσα να εμφανίζεται ότι μιλάει απευθείας με τον λαό) για ανοικοδόμηση των κατοικιών στις πληγείσες από τον σεισμό περιοχές. Στις προεκλογικές του ομιλίες, τόνιζε την ικανότητά του να προσελκύσει βοήθεια και πόρους από μια σειρά χώρες, έταξε επιδόματα και κονδύλια επανόρθωσης (με τις οικονομικές πλάτες του Κατάρ) και αμφισβήτησε την ικανότητα της αντιπολίτευσης να αναλάβει αυτό το γιγάντιο έργο. Δεύτερη, η αναφορά του στα βήματα εκείνα που σύμφωνα με την κυβερνητική άποψη πιστοποιούν την αλλαγή κλίμακας της Τουρκίας: Η ναυπήγηση του πρώτου «αεροπλανοφόρου» Anadolu, η ανάπτυξη της εθνικής της αμυντικής βιομηχανίας (που σχεδιάζει μάλιστα να βάλει σε παραγωγή και το πρώτο μαχητικό αεροσκάφος), τα εγκαίνια του πυρηνικού εργοστασίου στο Ακουγιού (με τις πλάτες της Ρωσίας), οι έρευνες για υδρογονάνθρακες σε Αιγαίο, Μεσόγειο, Μαύρη Θάλασσα και Ανατολία. Τρίτη, η επίθεση στην αντιπολίτευση, στην οποία προσάπτει συνεργασία με «τρομοκράτες» (PKK, δίκτυο Γκιουλέν), υποχωρητικότητα απέναντι στη Δύση την οποία η Τουρκία θέλει να αντιμετωπίζει τουλάχιστον ως ίσος προς ίσο και ασυνεννοησία με τη viral διαφήμιση του AKP να παρουσιάζει τους έξι ηγέτες της αντιπολίτευσης ως κουρείς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους.
Από την άλλη, η αντιπολίτευση αντέτασσε απέναντι σε αυτό το πρόγραμμα έναν δυτικής κοπής εκσυγχρονισμό, προσπαθώντας να εκφράσει την αντίδραση των απορριπτόμενων στρωμάτων από το καθεστώς Ερντογάν. Η ετερόκλητη (και για πολλούς ανίερη) συμμαχία, των Κεμαλιστών του CHP, με την πρώην «Γκρίζα Λύκαινα» Μεράλ Ακσενέρ, τους εκφραστές του ανανεωτικού Ισλάμ Μπαμπατζάν-Νταβούτογλου και την ανοχή του φιλοκουρδικού HDP, με μόνο στόχο την ήττα Ερντογάν δεν κατάφερε τελικά να πετύχει τους στόχους της. Η μετεκλογική προσπάθεια να εμφανιστούν ως βασικές αιτίες της ήττας η νοθεία και η εξαγορά ψήφων από το καθεστώς ή η διεισδυτικότητα του υποψηφίου της συμμαχίας κάνουν ακόμη μεγαλύτερα τα αδιέξοδα. Ειδικά μπροστά στην κρίσιμη μάχη των δεύτερων εκλογών καθώς παραβλέπουν τη σταθερή ύπαρξη (και ενίσχυση) ενός ρεύματος λαϊκής υποστήριξης στην εθνικιστική-ισλαμιστική σύνθεση που εκφράζει ο Ερντογάν απέναντι στην οποία χρειάζεται να επιστρατευθούν πραγματικές εναλλακτικές και όχι κούφια συνθήματα.
Μένει να δούμε ποιο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα στις κάλπες της επόμενης Κυριακής. Το λιγότερο από μια ποσοστιαία μονάδα που χρειάζεται ο Ερντογάν, καθώς και ο αέρας νίκης που του έδωσε η πρώτη Κυριακή, κάνουν δύσκολη την αντιστροφή της εικόνας παρά την μεγάλη κινητοποίηση των δυνάμεων της αντιπολίτευσης που επιδιώκουν την απαλλαγή από το καθεστώς Ερντογάν.
Ο Ερντογάν αναδεικνύεται για μια ακόμη φορά ανθεκτικός, ως ηγέτης τόσο μιας χώρας με επεκτατικές και περιφερειακές φιλοδοξίες, όσο και μιας ιδιαίτερης ισλαμικής και εθνικιστικής σύνθεσης που φιλοδοξεί να αλλάξει όχι μόνο την Τουρκία, αλλά έχει βλέψεις σε ό,τι αυτός ονομάζει «τουρκικό κόσμο»
Ευσεβείς πόθοι
Στη Δύση όλοι περίμεναν μια έστω και οριακή επικράτηση του Κ. Κιλιντσάρογλου. Αυτό έδειχναν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα δημοσκοπικά ευρήματα. Προς τα εκεί πίεζαν οι ναυαρχίδες του δυτικού συστήματος (βλ. πρωτοσέλιδο Economist: «Ο Ερντογάν πρέπει να φύγει») ώστε να επανέλθει η Άγκυρα πλήρως ευθυγραμμισμένη στο δυτικό στρατόπεδο. Από κοντά και οι διάφοροι πολιτικολογούντες στη χώρα μας που παπαγαλίζουν ό,τι κυκλοφορεί στα δυτικά ΜΜΕ, αποπροσανατολίζοντας αντί να ενημερώνουν την κοινή γνώμη. Στη Δύση δεν είναι η πρώτη φορά που οι επιδιώξεις και οι ευσεβείς πόθοι των ελίτ επιβάλλονται ως εικονική πραγματικότητα.
Δυστυχώς, κυρίως για τους λαούς της Τουρκίας αλλά και για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή, το καθεστώς Ερντογάν φαίνεται να διασώζεται για μια ακόμη πενταετία – παρά τις σημαντικές απώλειες,. Τώρα όλοι ψάχνουν να βρουν τις αιτίες. «Φταίνε τα αμόρφωτα λαϊκά στρώματα της Ανατολίας»; «Μήπως ο ακραίος εθνικιστικός λόγος του Ερντογάν» (που τώρα σπεύδει να υιοθετήσει και ο Κ. Κιλιντσάρογλου για να προσελκύσει τους εθνικιστές ψηφοφόρους του Ογκάν); «Μήπως είναι καλύτερα με Ερντογάν, που τουλάχιστον τον ξέρουμε τόσα χρόνια και μπορεί να απειλεί αλλά δεν μας έχει κάνει πόλεμο»; Αυτά αναρωτιούνται διάφοροι δημοσιολόγοι στα πάνελ των ελληνικών ΜΜΕ. Δυστυχώς στο ίδιο μήκος κύματος και η πολιτική ηγεσία της χώρας που κινείται σε ρυθμούς διαλόγου και οικοδόμησης καλού κλίματος με την Τουρκία σύμφωνα με τις προτροπές του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ για τις «Πρέσπες του Αιγαίου».
Άλλες φορές ως «χώρα πρώτης γραμμής του ΝΑΤΟ», άλλες ως το εξιλαστήριο θύμα που πρέπει να δεχθεί επώδυνες υποχωρήσεις και άλλες πανηγυρίζοντας για το κοινό μέλλον ευημερίας που θα φέρει η συνεκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων, η Ελλάδα βρίσκεται εκ των πραγμάτων αντιμέτωπη με την ενδυνάμωση της Τουρκίας υπό το καθεστώς Ερντογάν χωρίς πολλές φορές να συνειδητοποιεί τον κίνδυνο τυφλωμένη από τις διαβεβαιώσεις των δυτικών συμμάχων και χωρίς μια συνεκτική στρατηγική ανάσχεσης του κινδύνου και οικοδόμησης βαθμών κυριαρχίας.
Σε κάθε περίπτωση, στην Τουρκία είναι εμφανές πως έχει συντελεστεί μια ιστορικών διαστάσεων στροφή, που δεν είναι προϊόν εφήμερων πολιτικών αποφάσεων ή συσχετισμών. Η ενίσχυση της ευρασιατικής πολιτικής, η στροφή στην ενίσχυση της παραγωγής, η δημογραφική ανάπτυξη είναι μερικές μόνο από αυτές τις νέες πραγματικότητες. Πάνω σε αυτές τις πραγματικότητες, ο διαχρονικός επεκτατισμός και αναθεωρητισμός της Τουρκίας, γιγαντώθηκε τα τελευταία χρόνια και απειλεί την Ελλάδα και τον Ελληνισμό συνολικότερα. Όπως φάνηκε και σε αυτές της εκλογές η πολιτική αυτή δεν έχει ως μόνο εκφραστή τον Ερντογάν αλλά και την εθνικιστική κεμαλική πτέρυγα. Απέναντι σε αυτόν τον αναθεωρητισμό, που άλλες φορές εκφράζεται με απειλές για θερμά επεισόδια («θα έρθουμε νύχτα»!) και άλλες με πιέσεις για υποχωρήσεις μέσω διαπραγματεύσεων («Πρέσπες του Αιγαίου»), απαιτείται να αντιτάξουμε μια συνολική πολιτική υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας και περιφερειακής ενδυνάμωσης του μετώπου χωρών και λαών απέναντι στην απειλή της νεο-οθωμανικής Τουρκίας.
Οι προκλήσεις για την Αριστερά και το κουρδικό κίνημα
Η διαφαινόμενη επανεκλογή Ερντογάν και η αδυναμία ανατροπής του καθεστώτος του φέρνει σε αντικειμενικά δύσκολη θέση τις αριστερές, δημοκρατικές δυνάμεις και το κουρδικό κίνημα, που μέσα από την προσπάθεια του HDP πρωταγωνίστησε τα προηγούμενα χρόνια στην συγκρότηση ενός τρίτου πόλου κόντρα στο αστικό δίπολο Κεμαλιστών-Ισλαμιστών. Παραθέτουμε παρακάτω ένα μικρό απόσπασμα από την ανακοίνωση της κεντρικής επιτροπής του Μαρξιστικού Λενινιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος (MLKP), ενός επαναστατικού κόμματος που δραστηριοποιείται στην Τουρκία και το Κουρδιστάν σχετικά με τις δυσκολίες και τις προκλήσεις για το HDP. Τα σημεία αυτά έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί αναζητούν τη διέξοδο σε μια επανενεργοποίηση των λαϊκών στρωμάτων ώστε αυτά να μην εγκλωβιστούν στις αστικές συμπληγάδες του κεμαλικού εκσυγχρονισμού και του εθνικισμού-ισλαμισμού.
Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Μέχρι τον Ιούνιο του 2015, η αντίσταση των δυνάμεων γύρω από το HDP κατά του φασισμού, κατά της αντίδρασης ήταν σε ανοδική πορεία. Το HDP βάδισε επίσης στην αρχή και στην πρώτη γραμμή αυτής της ανοδικής γραμμής αντίστασης. Ωστόσο, μετά τον Ιούνιο του 2015, ειδικά μετά το κλείσιμο της διαδικασίας διαλόγου μεταξύ κράτους και PKK, δηλαδή μετά τις εκλογές της 7ης Ιουνίου, και πιο συγκεκριμένα, μετά τη σφαγή της 20ης Ιουλίου στο Suruç, τη σφαγή της 10ης Οκτωβρίου στην Άγκυρα και την επίθεση στις αυτοδιοικητικές αντιστάσεις στο Βόρειο Κουρδιστάν, βλέπουμε ότι υπήρξε μια οπισθοδρόμηση στη γραμμή αντίστασης του HDP. […] Πρέπει να σκεφτούμε την ανανέωση της σχέσης του HDP με τις μάζες, το ύφος της πολιτικής του και την αναβίωση των αντιστασιακών του παραδόσεων».
Και συνεχίζει σχετικά με τις αδυναμίες της απόφασης του HDP να στηρίξει τον υποψήφιο των Κεμαλιστών: «Αν το HDP είχε κάνει προεκλογική εκστρατεία γύρω από τον δικό του υποψήφιο πρόεδρο στον πρώτο γύρο, πώς θα επηρέαζε το αποτέλεσμα των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών; Τουλάχιστον μπορεί εύκολα να ειπωθεί ότι θα ευνοούσε το HDP (Πράσινο Αριστερό Κόμμα) στις βουλευτικές εκλογές. Διότι το HDP θα είχε αναδειχθεί ως ένα διεκδικητικό κόμμα. Θα υπήρχε το φασιστικό μέτωπο (Λαϊκή Συμμαχία του Ερντογάν) από τη μία πλευρά, το μέτωπο της κοινοβουλευτικής παλινόρθωσης (Συμμαχία του Έθνους) από την άλλη, και η Συμμαχία Εργασίας και Ελευθερίας θα μπορούσε να αναδειχθεί ως ο τρίτος πόλος με δικό της υποψήφιο. Θα παρουσιαζόταν ως εναλλακτική λύση σε αυτά τα δύο μέτωπα και θα ήταν μια πολύ πιο φιλόδοξη εκστρατεία. Η αναποφασιστικότητα να κατεβάσει δικό του υποψήφιο στον πρώτο γύρο, και στη συνέχεια η αποχή από αυτόν, έστρεψαν και κάποιες ψήφους του HDP προς το CHP και υπονόμευσαν τη διεκδίκηση του κόμματος».
Και τελειώνει αναφερόμενο στην κρίση ηγεμονίας και τις αντιθέσεις μέσα στην αστική στρατηγική στην Τουρκία: «Είναι καλό που η αστική τάξη βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση εσωτερικής σύγκρουσης και ρήξης, αλλά αυτή η κατάσταση αυξάνει επίσης τη δυνατότητα χειραγώγησης των μαζών. Από την άλλη πλευρά, παγιώνει και πολώνει την κοινωνία γύρω από δύο αστικές κλίκες. Αυτό δυσχεραίνει το έργο των επαναστατών και των προοδευτικών δυνάμεων. Πρέπει να σκεφτούμε εκ νέου, πιο ολοκληρωμένα, πιο βαθιά για τον αγώνα ενάντια στον πολιτικό ισλαμισμό, τον τουρκικό εθνικισμό και πώς να ενώσουμε αυτούς τους αγώνες με τα επείγοντα αιτήματα των εργατών, της εργατικής τάξης. Γιατί η ουσία του πολιτικού αγώνα είναι να κερδίσουμε τις μάζες».