Του Μάρκου Δεληγιάννη. Καθώς ξεφύλλιζα ένα έντυπο ημερήσιο, το βλέμμα μου μαγνήτισε μια φωτογραφία που απεικόνιζε την τρόικα την ελληνική, ευτραφή κι ασυνείδητη, να κάθεται σε τραπέζι συνεδριάσεων, ενώ στην κορυφή του δέσποζε το χαμόγελο του ολιγομίλητου πραίτορα.

Όλοι τους είχαν φορέσει τη μάσκα της ικανοποίησης – εντολή σκηνοθέτου. Εύκολα όμως διέκρινες τον ίσκιο μιας ανησυχίας, το φτερούγισμα μιας ερώτησης: Ποιος, άραγε, θ’ αναλάβει το βαρύ χρέος, ν’ αναγγείλει στον όχλο την απόφαση των τοκογλύφων;
Η δίκη του Κάφκα ήρθε στο προσκήνιο της μνήμης μου. Ο κύριος Κ. -ο ανώνυμος πολίτης- καταδικάστηκε σε θάνατο. Κανείς δεν γνωρίζει την αιτία. Πολύ, δε, περισσότερο οι κατήγοροί του. Τον παρέδωσαν στους εκτελεστές, μα αυτοί δειλιάζουν. Αφήνουν την τύχη ν’ αποφασίσει, ποιος θα είναι ο φυσικός αυτουργός. Τον τρόπο αναγγελίας, όμως, της δικής μας καταδίκης -οικονομικής, κοινωνικής, ηθικής- που απεργάζονται διεθνή κέντρα εκτροφής υαινών, τον ανέλαβαν οι ειδικοί, αυτοί που μόνιμα έχουν κατασκηνώσει στα πάνελ: Οι ξεχασμένοι πολιτικοί μαϊντανοί, οι λεπτεπίλεπτοι ευρωπαϊστές, οι άλλοι, οι προγονόπληκτοι με τις φαιές ενδυμασίες. Είναι και οι άλλοι, οι κακομοίρηδες αυτοί «της υπεύθυνης Αριστεράς» που ονειρεύονται ν’ αποκτήσουν, σε τιμή ευκαιρίας, υλικά από το προς κατεδάφιση ΠΑΣΟΚ. Όλοι μαζί θα προσπαθήσουν, ανερυθρίαστα, να μας πείσουν πόσο ένοχοι είμαστε κι ας μην μεμψιμοιρούμε: Θέλατε συντάξεις, ιατρική περίθαλψη, παιδεία. Ντροπής πράγματα! Τώρα πληρώστε!
Όμως οι μνήμες πόνου, οι ουλές της χούντας απαιτούν μια εξήγηση, μια διευκρίνιση για τον παραλογισμό που ζούμε. Προσοχή στις λέξεις! Πριν από κάθε πολεμική επιχείρηση προηγείται ο πόλεμος των λέξεων. Είναι οι προπομποί των βομβαρδισμών. Έτσι και τώρα, οι λέξεις, θύματα της βαρβαρικής επιδρομής του τραπεζικού κεφαλαίου και των εντολοδόχων του, κείτονται βιασμένες στην αγορά. Το νόημά τους έχει διαστραφεί, έτσι ώστε να υπηρετούνται τυφλά τα κυνικά τελεσίγραφα: Ή ενδίδετε, δηλαδή παραδίνετε το είναι σας στις ύαινες ή θα χρεοκοπήσετε! Σε υπόγεια εργαστήρια, ύποπτοι κοντυλοφόροι, πλάθουν καινούργιες λέξεις, κατασκευάζουν όρους δανεισμένους από αλλοτινές εποχές. Ονόμασαν την απόλυτη κυριαρχία των τραπεζικών κολοσσών, παγκοσμιοποίηση.
Οι σύγχρονοι Προκρούστες ετοιμάζουν το κρεβάτι που θα ξαπλώσουν πάνω του, όλους τους εργαζόμενους. Θα υπάρξουνε ακρωτηριασμοί! Έτσι γίνεται πάντα σ’ αυτές τις επεμβάσεις! Το παγκόσμιο τοπίο φαντάζει συνταρακτικά γυμνό, απελπιστικά άνυδρο, έρημο, χωρίς οάσεις. Οι κρυψώνες χάθηκαν! Το θήραμα -άνθρωπος- ανυπεράσπιστο, αγωνιά μέσα στην αρένα. Οι κυνηγοί χλευάζουν την οδύνη του θύματος και οι θεατές κοιτάζουν αδιάφοροι τους δείχτες του χρηματιστηρίου. Η άρνηση, ο μύθος, το όνειρο, η μέθη, έκθετα. Ανεπανόρθωτα διάφανος ο κόσμος μας.
Στη βραδινή χαύνωση, ανάμεσα σε διαφημιστικές καμπάνιες γι’ αυτοκίνητα πολυτελή και κινητά τηλέφωνα, πάνσοφοι αναλυτές υφαίνουν το δίχτυ της ψευδαίσθησης. Κάτω από το κέλυφος της άγνοιας σιγοβράζει η αναταραχή, η απόγνωση, η κακία. Ο κόσμος της αγοράς και του νεοφιλελευθερισμού μυρίζει άσχημα.
Ενώ οι περίφημοι οίκοι αξιολόγησης εν μέσω κωδωνοκρουσιών υποβαθμίζουν ή αναβαθμίζουν οικονομίες κρατών, εμείς αναρωτιόμαστε πώς πάλι έγινε και το πλήθος βουβό ακούει τους αργυρώνητους ρήτορες καθώς προσπαθούν να μας πείσουν πως μόνο η δική τους πραγματικότητα υπάρχει. Μας προτείνουν έναν κόσμο όπου όλα είναι ψέματα, ακόμα κι όσα δεν είναι. Μας υπενθυμίζουν διαρκώς ότι δεν ζούμε ή στην καλύτερη περίπτωση, ότι όσα μας ενδιαφέρουν δεν έχουν πια σημασία. Πως οι αγάπες μας, τα όνειρά μας, οι μύθοι θα μείνουν ανυπεράσπιστα. Ο χλευασμός της αλήθειας, το μένος κατά της λογικής δεσπόζουν. Αλίμονο! Οι σπόροι και τα βλαστάρια της λευτεριάς που υπερασπιστήκαμε ενάντια στους ολοκληρωτισμούς, σήμερα αφυδατώνονται στις πλαστικές σακούλες των πολυκαταστημάτων.
Όχι, δεν είναι δυνατόν ν’ αδιαφορούμε. Η σιωπή αποτελεί συναίνεση στο έγκλημα που συντελείται σήμερα κατά της νιότης. Πώς είναι δυνατόν να στρέφουμε αλλού το βλέμμα μας, όταν βομβαρδίζεται η ζωή;
Καιρός ν’ ακουστεί το τραγούδι πίσω από τις σφιχτομανταλωμένες πόρτες. Καιρός το άδολο χαμόγελο ν’ ανθίσει σε χείλη μαραγκιασμένα από αναίτιο μίσος:
Σαν νυχτώνει και τα φώτα ανάβουν, νιώθεις πως θέλεις να πετάξεις μακριά από το δάσος των άναρθρων κραυγών. Τα καλοσιδερωμένα πανό, τα μανιφέστα που θυμίζουν διαφημιστική εκστρατεία για γυναικεία εσώρουχα.
Και τότε, θαρρείς πως έφτασε η στιγμή να βρούνε οι λέξεις ξανά τον εαυτό τους. Έτσι όταν θ’ ακούμε τη ματωμένη κραυγή της ετοιμόγεννης γυναίκας, όταν θα βλέπουμε ανθρώπινες θάλασσες ανταριασμένες να λυσσομανούν στους δρόμους ή, όταν ο στεναγμός γίνεται χορός και τραγούδι, να μπορούμε ανενδοίαστα να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, τότε ο δολοφονημένος μύθος ίσως αναστηθεί.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!