Του Σωκράτη Μαντζουράνη
Ο Γιώργος ήταν πρόσφυγας και ψυχούλα.
Έρχεται το ’22 στη Μυτιλήνη από τα Βουρλά και προσπαθεί να ριζώσει «στον ξένο τόπο» που ήταν πια αναγκαστικά η καινούργια του πατρίδα.
Η μόνη δουλειά που ήξερε ο Γιώργος, ήταν να κάνει θελήματα.
Να εξυπηρετεί τους άλλους.
Με λίγα λόγια (πώς φτωχαίνουν καμιά φορά τα λόγια την αλήθεια), ο Γιώργος ήταν χαμάλης και παινευόταν γι’ αυτό.
Μια φορά, προσπαθώντας να βοηθήσει ένα χωριανό να ξεκολλήσει τον αραμπά του, του πέρασε η ρόδα πάνω απ΄ το πόδι, ακατεύτηκε και του έμεινε και το παρατσούκλι.
Του Γιουργέλ η σακάτ΄ς.
Είχε όμως και τα κουσούρια του.
Ήταν αριστερός και στα μέρη του είχε φτιάξει και σωματείο των αχθοφόρων και τον κυνηγούσαν και οι Έλληνες έμποροι και οι Τούρκοι ζαπτιέδες.
Σαν ήρθε στη Μυτιλήνη, τα «κιτάπια» του είχαν έρθει φαίνεται νωρίτερα κι έτσι, ακόμα και το χαμαλίκι ήταν δυσεύρετη δουλειά για τον Γιώργο.
Τον πήρε παραγιό ο «δεξιός», ο Μαρίνος, ο πατέρας μου, τον έφερε σπίτι, γνώρισε και τη παραδουλεύτρα τη Μαρικούλα απ’ τα Μυστεγνά και σαν να άρχισε να συνέρχεται.
Είχε όμως κι άλλα «κουσούρια» ο Γιώργης.
Ήταν πανέξυπνος και ήξερε και γράμματα, πράγμα που φρόντιζε να το αποκρύπτει με επιμέλεια.
Αριστερός, συνδικαλιστής και γραμματιζούμενος, «τα τρία κακά της μοίρας μου», όπως έλεγε συχνά.
Κι εδώ που τα λέμε, τι προκοπή να κάνει ένας πρόσφυγας χαμάλης με τέτοια «προσόντα» στη Μυτιλήνη.
Με τον καιρό, σαν γνωριστήκαμε καλύτερα και απόκτησα και την εμπιστοσύνη του, κάναμε κάποιες φορές και παρέα.
Πηγαίναμε στο καφενεδάκι της Ευρώπης (έτσι την έλεγαν την καφετζού) στα Τσαμάκια και στο δεύτερο καραφάκι, έβλεπες και άκουγες έναν άλλο Γιώργο.
– Τούτοι εδώ μουρέλι μ’, δε θέλουν μονάχα τις λίρες, τα χωράφια και το Βιλαέτι. Τούτοι πιο πολύ απ’ όλα, θέλουν το μυαλό και τη ψυχή μας. Κι άμα μας σακατέψουν εκεί, τότε η κοινωνία τούτη δε θα ’χει σωσμό. Εσύ να διαβάζεις, να σκέβεσαι και να ψάχνεις. Άμα τους παραδώσεις το μυαλό και τη ψυχή σου, τότε θα γίνεις πιο σακάτης από μένα. Θα είσαι μια ζωή χαμάλης.
Μια μέρα ο πατέρας μου μας διάβασε ένα σημείωμα: «Είστε καλοί άνθρωποι. Σας ευχαριστώ».
Του Γιουργέλ’ εξαφανίστηκε από τη Μυτιλήνη.
Πολύ καιρό μετά βρήκαμε κάτω από ένα σακί κουκιά, ένα βιβλιαράκι μέσα σε μια χαρτοσακούλα.
«Για του μουρέλ’» έγραφε απ’ έξω και ήταν κάποια ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ.
Πολλές φορές σκέφτομαι του Γιουργέλ’ και ιδιαίτερα σε κάτι συνεδριάσεις και μαζώξεις και πολιτικές αναλύσεις.
Μου έρχεται καμιά φορά η «τοποθέτησή» μου να είναι μια συζήτηση με του Γιουργέλ’ στο καφενεδάκι της Ευρώπης.
Δεν το τολμώ όμως.
Μη με ρωτάτε το γιατί.
Δεν το ξέρω.