Άνοιξαν την προηγούμενη Τετάρτη οι πύλες της χώρας προς τον εισερχόμενο τουρισμό, με τα 27 αεροδρόμια να υποδέχονται πάνω από 230 διεθνείς πτήσεις και χιλιάδες τουρίστες μόλις την πρώτη μέρα. Η δυνατότητα εισόδου αφορά τους μόνιμους κατοίκους της Ε.Ε. και των συνδεδεμένων στη ζώνη Σένγκεν χωρών, αλλά και σε τρίτες χώρες που πήραν το πράσινο φως απ’ την Ένωση καθώς επίσης και Έλληνες ομογενείς από όλο τον κόσμο. Αντιθέτως δεν επιτρέπονται οι απευθείας πτήσεις από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Τουρκία και τη Σουηδία, τουλάχιστον μέχρι τις 15 Ιουλίου. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως πολίτες αυτών των χωρών ή και άλλων που δεν περιλαμβάνονται μέχρι στιγμής στη «λευκή» λίστα, δεν μπορούν να έρθουν στη χώρα μας μέσω τρίτων χωρών, αεροπορικώς ή και οδικώς μέσω της Βουλγαρίας και του φυλακίου του Προμαχώνα. Οι εισερχόμενοι στη χώρα μας τουρίστες είναι υποχρεωμένοι να συμπληρώσουν το ειδικό ηλεκτρονικό έντυπο, ενώ στα αεροδρόμια διεξάγονται δειγματοληπτικά τεστ (4.000 την πρώτη μέρα).
Οι φόβοι των ειδικών κινούνται προς δύο κατευθύνσεις: Η πρώτη είναι η πιθανότητα διασποράς του ιού και οι τοπικές εξάρσεις της πανδημίας σε τουριστικές περιοχές, λόγω αδυναμίας καταγραφής και περιορισμού κάποιου εισερχόμενου κρούσματος. Η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει πόσο σημαντικός είναι ο έγκαιρος περιορισμός των κρουσμάτων για να αποφευχθεί η διάδοση του ιού στην κοινότητα. Με τα ισχύοντα πρωτόκολλα, ναι μεν διεξάγονται κάποια δειγματοληπτικά τεστ, ναι μεν συλλέγονται τα στοιχεία των τουριστών με την ηλεκτρονική δήλωση, όμως είναι αδύνατον να ελεγχθούν οι κινήσεις και οι επαφές πιθανού κρούσματος μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα του τεστ και να κινηθούν οι διαδικασίες καραντίνας. Πιθανή πτήση προς κάποιο νησί δέκα ή είκοσι φορέων του ιού, συμπτωματικών ή ασυμπτωματικών, που θα έρχονταν σε επαφή με δεκάδες ή εκατοντάδες ανθρώπους θα μπορούσε να σημάνει κόκκινο συναγερμό, ανατρέποντας την τωρινή καλή επιδημιολογική εικόνα της χώρας μας. Η δεύτερη πηγή φόβων για τους ειδικούς είναι το δεύτερο κύμα της πανδημίας που φαίνεται να έχει ξεσπάσει στις βαλκανικές χώρες και η πιθανή επέκτασή του και στη χώρα μας, απ’ τα ανοιχτά πλέον σύνορα με τη Βουλγαρία. Ειδικά λαμβάνοντας υπόψιν και την υψηλή θέση προτίμησης που έχουν οι τουριστικοί προορισμοί της Βόρειας Ελλάδας (Χαλκιδική, Πιερία) στους πολίτες των χωρών αυτών.
Οι φόβοι των ειδικών κινούνται προς δύο κατευθύνσεις: Η πρώτη είναι η πιθανότητα διασποράς του ιού και οι τοπικές εξάρσεις της πανδημίας σε τουριστικές περιοχές, λόγω αδυναμίας καταγραφής και περιορισμού κάποιου εισερχόμενου κρούσματος. Η δεύτερη πηγή φόβων είναι το δεύτερο κύμα της πανδημίας που φαίνεται να έχει ξεσπάσει στις βαλκανικές χώρες και η πιθανή επέκτασή του και στη χώρα μας
Στο όνομα της διάσωσης της χρονιάς για τη «βαριά βιομηχανία» της χώρας, παίρνουμε ένα πολύ σημαντικό εθνικό ρίσκο. Ένα ρίσκο που είναι αρκετά πιθανό να μας φέρει μπροστά σε μια διπλή αποτυχία, υγειονομική και οικονομική, με ανυπολόγιστες συνέπειες. Σε κάθε περίπτωση φαίνεται να διαψεύδονται οι εκτιμήσεις για γρήγορη ανάκαμψη του διεθνούς ενδιαφέροντος για διακοπές στην Ελλάδα, στις οποίες βασίστηκε και η κυβερνητική πολιτική για πανηγυρικό άνοιγμα του τουρισμού. Πολλές είναι οι επιχειρήσεις που δεν έχουν ανοίξει ακόμη ή σκοπεύουν να μην ανοίξουν καθόλου τη φετινή χρονιά. Οι κρατήσεις για το μήνα Ιούλιο δεν ξεπερνούν το 15% της προηγούμενης χρονιάς και αφορούν βασικά Έλληνες παραθεριστές, ενώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της EY (Ernst & Young) Ελλάδας οι εκτιμώμενες απώλειες εισπράξεων του κλάδου του τουρισμού θα φτάσουν τα 10 δισ. ευρώ.
Υπόθεση TUI: ποιος κυβερνά αυτή τη χώρα;
«Θα απογοητευτώ αν δεν πιάσουμε το στόχο του 50% με την Ελλάδα». Με αυτή τη φράση επικύρωσε τη συμφωνία του με την Ελλάδα και τον αρμόδιο υπουργό Τουρισμού κ. Χάρη Θεοχάρη, ο επικεφαλής του Ομίλου TUI, Σεμπάστιαν Έμπελ. Η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί κάτι καινούργιο, αφού κάθε χρόνο η χώρα μας όπως και κάθε τουριστική χώρα υπογράφει συμφωνίες με μεγάλους τουρ οπερέιτορ. Φέτος όμως χαρακτηρίστηκε «στρατηγική» απ’ την ελληνική κυβέρνηση, εντασσόμενη στην επικοινωνιακή της προσπάθεια να διαφημίσει την επιτυχία του ανοίγματος του τουρισμού.
Πριν προλάβει να στεγνώσει το μελάνι των υπογραφών, μέσω του γερμανικού τύπου (BILD, DW) έρχονται οι πρώτες αποκαλύψεις για τα «ψιλά γράμματα» της συμφωνίας αυτής. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, οι προθέσεις της κυβέρνησης και των επιδημιολόγων στη χώρα μας να προχωρήσουν σε δειγματοληπτικά τεστ κορωνοϊού στα αεροδρόμια, με ταυτόχρονη καραντίνα 36 ωρών μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της TUI, η οποία επικαλούμενη τα παράπονα πελατών της απείλησε με άμεση ακύρωση όλων των ταξιδιών της προς τη χώρα μας. Η απειλή αυτή φαίνεται να πιάνει τόπο καθώς μετά από διαπραγματεύσεις το υπουργείο Τουρισμού ανακοινώνει, σε αντικατάσταση των τεστ και της προσωρινής καραντίνας, το μέτρο της ηλεκτρονικής δήλωσης και του barcode που θα πρέπει να φέρουν όλοι οι τουρίστες. Κάπως έτσι η υγεία των ντόπιων και των τουριστών μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, μετά απ’ τα συμφέροντα των μεγάλων εταιριών. Και μένει ένα barcode, έτσι για να δημιουργείται μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, χωρίς πραγματικό επιδημιολογικό έλεγχο.
Ποια είναι όμως η TUI; Με έδρα τη Γερμανία και δραστηριοποίηση από το 1968 στο χώρο του τουρισμού, ως αποτέλεσμα της συγχώνευσης τεσσάρων μεσαίου μεγέθους τουρ οπερέιτορ, η TUI, έχει τα τελευταία χρόνια μετατραπεί σε παγκόσμιο κυρίαρχο του κλάδου. Στον όμιλο αυτό, που δραστηριοποιείται σε 180 προορισμούς σε όλο τον κόσμο, ανήκουν 1.600 τουριστικά πρακτορεία, 5 αεροπορικές εταιρείες, 150 αεροσκάφη, κρουαζιερόπλοια και πάνω από 400 ξενοδοχειακές μονάδες σε διάφορες χώρες. Στην Ελλάδα, η TUI, ειδικά μετά την κατάρρευση της Thomas Cook, κατέχει τη μερίδα του λέοντος στον τουρισμό, καθώς πέρσι «έφερε» στη χώρα μας περίπου 3 εκατ. επισκέπτες, ενώ έχει συμφέροντα σε αρκετά ξενοδοχεία στην Κρήτη και σε νησιά του Αιγαίου. Τη δεσπόζουσα αυτή θέση φαίνεται να αξιοποιεί, σε μια περίοδο κρίσης για τον κλάδο του τουρισμού, ώστε να επηρεάσει τους κανόνες λειτουργίας του κλάδου και με σκοπό τον περαιτέρω μονοπωλιακό μετασχηματισμό του και την μεγέθυνση της κερδοφορίας της.
Στην πιο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα μας, εν αναμονή ανθρώπων από κάθε γωνιά του πλανήτη, με τον βέβαιο «συνωστισμό» στις πύλες εισόδου και στις τουριστικές περιοχές αλλά και την ίδια τη συνθήκη των διακοπών να κάνουν δυσκολότερες τις όποιες συμπεριφορές κοινωνικής αποστασιοποίησης, η κυβέρνηση φαίνεται πρόθυμη να θυσιάσει κάποια απ’ τα αναγκαία περιοριστικά μέτρα για να ικανοποιήσει τα μεγάλα πολυεθνικά μονοπώλια του κλάδου του τουρισμού. Με τον τρόπο αυτό σπαταλάει τη θετική επιδημιολογική εικόνα που με μεγάλη προσπάθεια πέτυχε η ελληνική κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα υπονομεύει και την τουριστική οικονομία, καθιστώντας την όλο και περισσότερο έρμαιο στα χέρια ξένων πολυεθνικών.
Τεστ και ενίσχυση του εσωτερικού τουρισμού
Είμαστε μπροστά σε μια χαμένη χρονιά για τον τουρισμό. Οι ενέσεις αισιοδοξίας δεν μπορούν να κρύψουν την πραγματική εικόνα για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων και των εργαζομένων του κλάδου. Ακόμη όμως και σ’ αυτές τις συνθήκες υπάρχουν πράγματα που θα μπορούσαν να γίνουν για να στηριχθεί ο τουρισμός χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η δημόσια υγεία.
Αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο με μαζικά τεστ πριν την είσοδο των τουριστών στη χώρα μας. Ένα τέτοιο μέτρο πάει κόντρα στις απαιτήσεις των μεγάλων τουρ οπερέιτορ και των αεροπορικών εταιρειών, που θέλουν με γρήγορο τρόπο το άνοιγμα του κύκλου των δραστηριοτήτων τους. Ένα τέτοιο μέτρο εμποδίστηκε απ’ τις μεγάλες χώρες της Ε.Ε., και κυρίως τη Γερμανία, που από νωρίς έσπευσε να προειδοποιήσει ότι δεν πρόκειται να αποδεχτεί επαναπατρισμό γερμανών ταξιδιωτών που θα βρίσκονταν θετικοί στον ιό, επιβάλλοντας έτσι και τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς κανονισμούς που μετακυλίουν τις όποιες ευθύνες στις χώρες τουριστικούς προορισμούς. Η κυβέρνηση επέλεξε να κάνει πίσω μπροστά στις παραπάνω πιέσεις, δηλώνοντας πως η «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας είναι εξαρτημένη απ’ τις δικές του ορέξεις.
Κι όμως, η διεξαγωγή μαζικών τεστ θα μπορούσε να εμπεδώσει ένα κλίμα ασφάλειας και να συμβάλει στην προσέλκυση τουριστών που ίσως τώρα διστάζουν να ταξιδέψουν. Ενώ την ίδια στιγμή είναι το μοναδικό μέτρο που θα μπορούσε να αποτρέψει τοπικές καραντίνες που είναι πια πιθανό να επιβληθούν σε περιπτώσεις πολλών κρουσμάτων. Γιατί είναι υποχρέωση και δικαίωμα μιας χώρας να ελέγξει τον κίνδυνο επανεμφάνισης της πανδημίας.
Σε όσους αντιτείνουν ότι τέτοια μέτρα θα οδηγούσαν σε μείωση των ξένων τουριστών και καταστροφή της οικονομίας, η απάντηση είναι πως η καταστροφή ήδη συμβαίνει, ενώ με την ακολουθούμενη πολιτική του ανοίγματος μάλλον «παίζουμε με τη φωτιά». Μια χαμένη χρονιά δεν αντιστρέφεται με επικοινωνιακά τρικ. Αν κάτι είναι απαραίτητο, αυτό είναι η λήψη μέτρων στήριξης των επιχειρήσεων και των εργαζομένων του κλάδου, η με κάθε τρόπο ενίσχυση του εσωτερικού τουρισμού αλλά και πιο συγκεκριμένα η επέκταση του κοινωνικού τουρισμού. Τόσο γιατί μετά από μια πολύ δύσκολη χρονιά, όπου η ελληνική κοινωνία κατάφερε με μεγάλη ωριμότητα να αυτοπροστατευτεί, θα ήταν ζωτική ανάγκη μια μικρή ανάσα, όσο και ως αμφισβήτηση του υπαρκτού μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης που αποδεικνύεται επισφαλές απέναντι στις διεθνείς μεταβολές και κρίσεις.