Του Βασίλη Κεχαγιά
Αν για κάποιο λόγο κατάφερε η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης να διαχυθεί ως γεγονός στη συνείδηση του μέσου Θεσσαλονικέα δεν είναι γιατί αυτή πήρε χαμπάρι τις όποιες οικονομικές παραμέτρους της. Έκθεση για τον κάτοικο της πόλης, που τη φιλοξενεί, ήταν κάποτε μαύρη μπύρα και λουκάνικα, παιχνίδια στο Λούνα Παρκ, παγωτό Δεληολάνη («Με είκοσι δραχμές τρως όσο θες»), άντε και μια βόλτα από υποχρέωση στα περίπτερα, πιο πολύ για να συλλεχθούν τα όποια δώρα πρόσφεραν οι διάφοροι εκπρόσωποί τους. Παρότι οι συγκεκριμένες δραστηριότητες δε θα μπορούσαν εύκολα να ενταχθούν στο πολιτιστικό πεδίο, εν τούτοις δεν παύουν να αποτελούν, έστω και με λοξό τρόπο, πολιτιστικές δραστηριότητες.
Δεν είναι, όμως, αυτή η κύρια προσφορά της ΔΕΘ στον πολιτισμό. Το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου κατ’ αρχάς, το 1960, και το Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού την επόμενη χρονιά έστησαν δύο πανελληνίου ενδιαφέροντος γεγονότα, τα οποία σύστησαν την Έκθεση στο ευρύ κοινό και της έδωσαν μία ταυτότητα με την οποία μπορούσε να διέλθει πολύ περισσότερες πόρτες από όσες άνοιγε η οικονομία. Κάποτε, βέβαια, κι αυτές οι πόρτες έκλεισαν, μαζί με τα πολιτιστικά ενδιαφέροντα της ΔΕΘ και έμεινε μόνο η ετήσια συνάντηση του εκάστοτε πρωθυπουργού με τους δημοσιογράφους, λίγο μετά τα εγκαίνιά της, να δίνουν αφορμή ταξιδιού για τις εξ’ Αθηνών μαύρες λιμουζίνες.
Στα χρόνια του Β’ εξώστη
Ευτυχώς υπήρξε φέτος η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, η οποία βραβεύοντας (στο όνομα του «αγνώστου θεατή», προφανώς) να μας θυμίσει ότι το Φεστιβάλ Κινηματογράφου δεν ήταν πάντοτε μια γκλαμουράτη ξενερωσιά, αλλά υπήρξε στο παρελθόν μαρμαρένιο αλώνι παραγωγικών συγκρούσεων για το εγχώριο σινεμά. Δεν ξεκίνησαν, όμως, ούτε έτσι ούτε αλλιώς τα πράγματα. Όταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη διέσχιζε για πρώτη φορά τον κόκκινο διάδρομο του Ολύμπιον, το 1960, για να βραβευτεί με τη «Μανταλένα» της και δίπλα της διέσχιζε τον ίδιο διάδρομο ο Μάνος Χατζιδάκις, επίσης βραβευμένος, το γκλάμουρ είχε τη θέση του στην εκδήλωση. Άλλωστε, αυτή ήταν η υπόσχεση που είχε δώσει η Θεσσαλονίκη μέσω της ΔΕΘ, όταν «έκλεβε» το Φεστιβάλ από τη Ρόδο. Βλέπετε, ήταν η εποχή που οι κινηματογραφικές γιορτές στήνονταν σε διακεκριμένα θέρετρα (Βενετία, Κάννες), προκειμένου να ενισχυθεί η τουριστική τους κίνηση. Έτσι, την όρεξη της Ρόδου έκοψε το εκ Βόρειας Ελλάδας καταγόμενο πολιτικό δίδυμο που ρύθμιζε τις σχετικές αποφάσεις. Κωνσταντίνος Καραμανλής πρωθυπουργός, Νικόλαος Μάρτης υπουργός Βιομηχανίας, αρμόδιος για θέματα κινηματογράφου.
Η πιο ενδιαφέρουσα περίοδος του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου παραμένει αυτή των ετών της δικτατορίας και τα μεταδικτατορικά χρόνια, όταν ο Β’ εξώστης είχε μετατραπεί σε ευκαιρία πολιτικής διαδήλωσης, που ξεσπούσε ταυτόχρονα με τη σύγκρουση του εμπορικού κινηματογράφου κόντρα στη νεοεμφανισθείσα γενιά σκηνοθετών-επαναστατών (Αγγελόπουλος, Βούλγαρης, Παναγιωτόπουλος, Ψαρράς, Μαρκετάκη και άλλοι), οι οποίοι γέννησαν αυτό που αργότερα βαπτίστηκε Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος. Για να φτάσουμε μετά το 1992 στη μετατροπή του Φεστιβάλ σε διεθνές και το 1997, με το νόμο Βενιζέλου, να αποκοπεί η ΔΕΘ από το βλαστάρι της, διατηρώντας την παρουσία της μόνο δι’ εκπροσώπου στο Διοικητικό Συμβούλιο και άνευ οικονομικής συμμετοχής. Δε νομίζουμε να στενοχωρήθηκε και πολύ…
Το καλοκαίρι εκείνο…
Ναι, το Φεστιβάλ Τραγουδιού, με ληξιαρχική πράξη γέννησης το 1962, έχει πεθάνει πια. Ωστόσο, πριν τον οριστικό του χειμώνα πέρασε ένα πολύ έντονο καλοκαίρι, πάλι στα χρόνια της δικτατορίας, μόνο που αυτό ήταν συμβατό με τη χούντα της τότε εποχής. Από τα ελαφρά τραγούδια της Καίτης Μπελίντα («Αλυσίδες»), του Γιάννη Βογιατζή («Πέταξε ένα πουλί») και της Νάντιας Κωνσταντοπούλου («Ποιος;») των πρώτων χρόνων του Φεστιβάλ περάσαμε στο ξεσάλωμα των κερκίδων του Παλέ ντε Σπορ με τον Τώνη Στρατή («Το καλοκαίρι εκείνο», «Πικρό παράπονο») και το Γιάννη Βογιατζή να τραγουδάει «Αδέρφια μου αλήτες πουλιά», αφού πίσω του κρυβόταν ο Τόλης Βοσκόπουλος, λόγω απαγόρευσης συμμετοχής των λαϊκών τραγουδιστών. Όσο για τη μεγάλη επιτυχία «Αν ήμουν πλούσιος», του Δώρου Γεωργιάδη, καταλαβαίνει εύκολα κανείς γιατί κατέκτησε το πανελλήνιο. Λίγο μετά (1973), άνοιξε η πόρτα και στο μπουζούκι, αφού η χούντα ήθελε άρτον και θεάματα κι έτσι ο «Μπαρμπαλιάς» του Δημήτρη Κοντολάζου άναψε ακόμη περισσότερο το πανηγύρι. Ώσπου οι μουσικές σταματήσαν και τα όργανα σωπάσαν, αφού το Φεστιβάλ Τραγουδιού δεν μπόρεσε να κάνει λίφτινγκ, παρά τις προσπάθειες της περιόδου 2005-2008. Δε ζωντανεύουν οι νεκροί…