Τρίζουν όλοι οι πυλώνες του μεταπολιτευτικού οικοδομήματος. Του Γιάννη Τσούτσια
Η κλεψύδρα άδειασε. Στην ψηφοφορία για το νέο Μνημόνιο, με τις αποσκιρτήσεις και τις διαγραφές (και τις εκατοντάδες χιλιάδες των διαδηλωτών απ’ έξω), η κρίση του πολιτικού συστήματος αναδύθηκε με τον πιο θεαματικό τρόπο. Το πρόβλημα που για καιρό δεν συζητιόταν, (αγνοώντας επιδεικτικά τον «κανένα» των δημοσκοπήσεων), ήρθε εμφατικά στο προσκήνιο. Τώρα οι πάντες συζητάνε για το πολιτικό σύστημα, σενάρια και εξελίξεις. Αλλά σε ποιο σύστημα αναφέρονται; Η συζήτηση περιορίζεται στην κατάρρευση του κομματικού συστήματος, αν και έχει γίνει από καιρό ορατό, πως το ζήτημα αφορά εξίσου τη μιντιοκρατία και τη διαπλοκή.
Στην Ελλάδα δεν λειτούργησε ποτέ αυτοτελώς το πολιτικό σύστημα, στα όρια δηλαδή του ρόλου του, αλλά μόνο μια νόθα κατασκευή, αδιαχώριστη από τη μιντιοκρατία και τη διαπλοκή. Είναι, λοιπόν, αυτή η κατασκευή που ελέγχει και αλλάζει τους πολιτικούς σαν τα πουκάμισα, στηρίζει τους μεν ή τους δε, φτιάχνει νέες τάσεις με τους αναδυόμενους ή τους διαγραμμένους, επιζητεί γέφυρες με όλους. Όσοι λοιπόν εστιάζουν την κριτική τους στην κομματοκρατία, παραμένουν στην εξωτερική όψη του φαινομένου, αφήνοντας στο απυρόβλητο τα υπόλοιπα, γιατί «πολιτικό σύστημα» είναι όλα αυτά μαζί. Η επισήμανση αυτή έχει ένα ουσιαστικό αντίκρισμα: Πέρα από τα κόμματα, πρέπει να στοχοποιηθεί το πολιτικό σύστημα, στο σύνολό του, όχι ως αφορμή για καταγγελίες, αλλά ως το αναγκαίο και κρίσιμο βήμα για την απελευθέρωση των πολιτικών εξελίξεων.
Από την άλλη, την ώρα που οι διευθετήσεις περισσεύουν, η επιχειρούμενη σωτηρία αυτού του πολιτικού συστήματος, έχει ανάγκη μιας συνέχειας, μιας ορισμένης ιστορικότητας και αναφοράς, για να εξασφαλίζει τον έλεγχο των ισορροπιών. Η μιντιοκρατία και η διαπλοκή παραπέμπουν συστατικά στο μεταπολιτευτικό «πασοκικό κράτος», όπου κράτος, διαπλοκή, πολιτικό και κομματικό σύστημα, εκπροσώπηση, κοινωνικό συμβόλαιο, όλα, αποτελούν έναν ενιαίο μηχανισμό. Η αμφισβήτηση συνεπώς του σημερινού σκηνικού, μέχρι σημείου κατάρρευσής του (όρος για μια ολότελα διαφορετική πορεία της χώρας), προϋποθέτει αντίστοιχα και την αναίρεση όλων αυτών των στοιχείων, ένα προς ένα, από τη μιντιοκρατία και τη διαπλοκή, μέχρι τη συγκεκριμένη κομματική αρχιτεκτονική και το ήδη ανενεργό κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης. Αυτά επιχειρούν να ανακυκλώσουν σήμερα οι κυρίαρχοι κύκλοι, που η διαδικασία εκπροσώπησης βρίσκεται στον αέρα, είτε εξαντλώντας κάθε δυνατότητα διατήρησής τους, είτε επιδιώκοντας την αποτροπή κάθε διαδικασίας που θα οδηγούσε στην υπέρβασή τους.
Όμως, δεν είναι μόνον οι κυρίαρχοι κύκλοι που αγωνιούν για το κεκτημένο της θέσης τους στο καταρρέον πολιτικό σύστημα. Τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο των μνημονιακών εξελίξεων που συντάραξαν τη λαϊκή συνείδηση και φώτισαν πλευρές και συμπεριφορές του συστήματος που έως σήμερα έμεναν στο απυρόβλητο, έγινε σιγά-σιγά φανερό, πως και η αντιπολιτευόμενη Αριστερά πολιτεύτηκε ως συνεγγυητής του κοινωνικού συμβολαίου που διαμορφώθηκε στη μεταπολίτευση. Είναι αυτή που λειτούργησε σε ρόλο υποδοχέα της αμφισβήτησης και εκτροπής της, είτε με διεκδικήσεις, στο πλαίσιο μιας συνολικά αδύναμης πολιτικής συμπεριφοράς (όπου η ίδια συγκροτούνταν ως πολιτική δύναμη ασκώντας μόνο διεκδικητισμό), είτε εστιάζοντας στην εκτόξευση των εκλογικών της ποσοστών, ως μόνης προϋπόθεσης και υπόσχεσης ταυτόχρονα, για ν’ αλλάξουν τα πράγματα. (Άραγε, σήμερα, που η Αριστερά ενισχύεται δημοσκοπικά, αμφιβάλλει κανείς ότι στο ενδεχόμενο ανάληψης κάποιας κυβερνητικής ευθύνης, αυτή θα κινδύνευε με κατάρρευση;)
Η Αριστερά δεν αμφισβήτησε ουσιαστικά το μεταπολιτευτικό σύστημα που την περιέλαβε. Ακόμη και σήμερα που ο δικομματισμός παρήλθε, εκείνη μιλάει για «δικομματισμό» και έτσι λύση δεν διαφαίνεται. Στη διετία του Μνημονίου, αμήχανη, συρόμενη, υιοθετώντας κάθε καταγγελτικότητα, απέτυχε να διεξάγει τον αντιμνημονιακό αγώνα όπως η ίδια τον είχε ορίσει και υποσχεθεί. Μια Αριστερά όμως που περιμένει να εισπράξει, ενώ αδυνατεί να προσανατολίσει, δεν μπορεί, ούτε να διαμορφώσει μια αναγκαία στρατηγική πρόταση για την κοινωνία, ούτε και να κρατήσει μια ουσιαστική στάση στη συγκυρία που διανύουμε. Έτσι, την ώρα που η καθεστωτική πρόσοψη του πολιτικού συστήματος κατεδαφίζεται, παραμένει η Αριστερά το έσχατο υποστύλωμα της κομματικής ισορροπίας.
Παρ’ όλα αυτά και ενόσω έτσι είναι τα πράγματα, δεν έχουν χαθεί όλα. Η Αριστερά μπορεί ακόμη να κάνει πολλά. Απαιτείται, όμως, πρώτα η διαμόρφωση μιας υπερβατικής πολιτικής δυναμικής. Υπερβατικής των σχηματοποιήσεων, των εμπλοκών, των κόλπων και των καθηλώσεων που σκιαγραφούν τη σημερινή απωθητική της εικόνα. Μια δυναμική που θα έφερνε την οργανωμένη Αριστερά κοντά στους πόθους της βάσης της και κοντά στα άλλα αγωνιζόμενα ή διαθέσιμα τμήματα του λαού. Τότε μόνο θα μπει σε κίνηση η Αριστερά, θα εμπνεύσει, θα βρει τον εαυτό της και ταυτόχρονα θα συμβάλλει -ίσως μάλιστα και να πρωτοστατήσει- σε μια διέξοδο για τη χώρα.
Στην Ελλάδα δεν λειτούργησε ποτέ αυτοτελώς το πολιτικό σύστημα, στα όρια δηλαδή του ρόλου του, αλλά μόνο μια νόθα κατασκευή, αδιαχώριστη από τη μιντιοκρατία και τη διαπλοκή. Είναι, λοιπόν, αυτή η κατασκευή που ελέγχει και αλλάζει τους πολιτικούς σαν τα πουκάμισα, στηρίζει τους μεν ή τους δε, φτιάχνει νέες τάσεις με τους αναδυόμενους ή τους διαγραμμένους, επιζητεί γέφυρες με όλους. Όσοι λοιπόν εστιάζουν την κριτική τους στην κομματοκρατία, παραμένουν στην εξωτερική όψη του φαινομένου, αφήνοντας στο απυρόβλητο τα υπόλοιπα, γιατί «πολιτικό σύστημα» είναι όλα αυτά μαζί. Η επισήμανση αυτή έχει ένα ουσιαστικό αντίκρισμα: Πέρα από τα κόμματα, πρέπει να στοχοποιηθεί το πολιτικό σύστημα, στο σύνολό του, όχι ως αφορμή για καταγγελίες, αλλά ως το αναγκαίο και κρίσιμο βήμα για την απελευθέρωση των πολιτικών εξελίξεων.
Από την άλλη, την ώρα που οι διευθετήσεις περισσεύουν, η επιχειρούμενη σωτηρία αυτού του πολιτικού συστήματος, έχει ανάγκη μιας συνέχειας, μιας ορισμένης ιστορικότητας και αναφοράς, για να εξασφαλίζει τον έλεγχο των ισορροπιών. Η μιντιοκρατία και η διαπλοκή παραπέμπουν συστατικά στο μεταπολιτευτικό «πασοκικό κράτος», όπου κράτος, διαπλοκή, πολιτικό και κομματικό σύστημα, εκπροσώπηση, κοινωνικό συμβόλαιο, όλα, αποτελούν έναν ενιαίο μηχανισμό. Η αμφισβήτηση συνεπώς του σημερινού σκηνικού, μέχρι σημείου κατάρρευσής του (όρος για μια ολότελα διαφορετική πορεία της χώρας), προϋποθέτει αντίστοιχα και την αναίρεση όλων αυτών των στοιχείων, ένα προς ένα, από τη μιντιοκρατία και τη διαπλοκή, μέχρι τη συγκεκριμένη κομματική αρχιτεκτονική και το ήδη ανενεργό κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης. Αυτά επιχειρούν να ανακυκλώσουν σήμερα οι κυρίαρχοι κύκλοι, που η διαδικασία εκπροσώπησης βρίσκεται στον αέρα, είτε εξαντλώντας κάθε δυνατότητα διατήρησής τους, είτε επιδιώκοντας την αποτροπή κάθε διαδικασίας που θα οδηγούσε στην υπέρβασή τους.
Όμως, δεν είναι μόνον οι κυρίαρχοι κύκλοι που αγωνιούν για το κεκτημένο της θέσης τους στο καταρρέον πολιτικό σύστημα. Τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο των μνημονιακών εξελίξεων που συντάραξαν τη λαϊκή συνείδηση και φώτισαν πλευρές και συμπεριφορές του συστήματος που έως σήμερα έμεναν στο απυρόβλητο, έγινε σιγά-σιγά φανερό, πως και η αντιπολιτευόμενη Αριστερά πολιτεύτηκε ως συνεγγυητής του κοινωνικού συμβολαίου που διαμορφώθηκε στη μεταπολίτευση. Είναι αυτή που λειτούργησε σε ρόλο υποδοχέα της αμφισβήτησης και εκτροπής της, είτε με διεκδικήσεις, στο πλαίσιο μιας συνολικά αδύναμης πολιτικής συμπεριφοράς (όπου η ίδια συγκροτούνταν ως πολιτική δύναμη ασκώντας μόνο διεκδικητισμό), είτε εστιάζοντας στην εκτόξευση των εκλογικών της ποσοστών, ως μόνης προϋπόθεσης και υπόσχεσης ταυτόχρονα, για ν’ αλλάξουν τα πράγματα. (Άραγε, σήμερα, που η Αριστερά ενισχύεται δημοσκοπικά, αμφιβάλλει κανείς ότι στο ενδεχόμενο ανάληψης κάποιας κυβερνητικής ευθύνης, αυτή θα κινδύνευε με κατάρρευση;)
Η Αριστερά δεν αμφισβήτησε ουσιαστικά το μεταπολιτευτικό σύστημα που την περιέλαβε. Ακόμη και σήμερα που ο δικομματισμός παρήλθε, εκείνη μιλάει για «δικομματισμό» και έτσι λύση δεν διαφαίνεται. Στη διετία του Μνημονίου, αμήχανη, συρόμενη, υιοθετώντας κάθε καταγγελτικότητα, απέτυχε να διεξάγει τον αντιμνημονιακό αγώνα όπως η ίδια τον είχε ορίσει και υποσχεθεί. Μια Αριστερά όμως που περιμένει να εισπράξει, ενώ αδυνατεί να προσανατολίσει, δεν μπορεί, ούτε να διαμορφώσει μια αναγκαία στρατηγική πρόταση για την κοινωνία, ούτε και να κρατήσει μια ουσιαστική στάση στη συγκυρία που διανύουμε. Έτσι, την ώρα που η καθεστωτική πρόσοψη του πολιτικού συστήματος κατεδαφίζεται, παραμένει η Αριστερά το έσχατο υποστύλωμα της κομματικής ισορροπίας.
Παρ’ όλα αυτά και ενόσω έτσι είναι τα πράγματα, δεν έχουν χαθεί όλα. Η Αριστερά μπορεί ακόμη να κάνει πολλά. Απαιτείται, όμως, πρώτα η διαμόρφωση μιας υπερβατικής πολιτικής δυναμικής. Υπερβατικής των σχηματοποιήσεων, των εμπλοκών, των κόλπων και των καθηλώσεων που σκιαγραφούν τη σημερινή απωθητική της εικόνα. Μια δυναμική που θα έφερνε την οργανωμένη Αριστερά κοντά στους πόθους της βάσης της και κοντά στα άλλα αγωνιζόμενα ή διαθέσιμα τμήματα του λαού. Τότε μόνο θα μπει σε κίνηση η Αριστερά, θα εμπνεύσει, θα βρει τον εαυτό της και ταυτόχρονα θα συμβάλλει -ίσως μάλιστα και να πρωτοστατήσει- σε μια διέξοδο για τη χώρα.
Σχόλια