Του Γιώργου Κοροπούλη. Μες στο γενικευμένο ζόφο, θεωρώ ότι έχει νόημα ν’ αναλαμβάνεται η βιβλιοκριτική ως διπλό και αδιαχώριστο εγχείρημα
Οφείλει αφ’ ενός να φωτίσει ό,τι είναι αυθεντικό, κι επομένως επίκαιρο, οπότε θ’ αναφερθεί πάντοτε στον τίτλο και τον συγγραφέα ενός βιβλίου. Οφείλει αφ’ ετέρου να εντείνει την «αρνητική εργασία» που της αναλογεί, κρίνοντας ένα προϊόν κατά βάθος συλλογικό και ανώνυμο, που πλασάρεται για λογοτεχνία μα που το Εμπόρευμα είναι η ψυχή του κι άλλην δεν είχε ποτέ. Το πλαίσιο της κριτικής αυτού του «βιβλίου (τού) Χ» το καθορίζω ως εξής:
Πρώτον, το παράδοξο, πάντα πρωτότυπο (τάχα) κι απαράλλακτο πάντα εμπόρευμα που λέγεται best-seller, αυτό προπάντων απ’ όλα τα εμπορεύματα, «για ν’ αποκαλύψει την αληθινή υπόστασή του, πρέπει ν’ αναδιπλασιάσει τον εαυτό του» (Mαρξ). Έτσι προκύπτει ο «συγγραφέας» (του) ως tv-persona. Aν, πάλι, «ανεβούμε μιαν οκτάβα», ας πούμε, τότε το αναδιπλασιασμένο best-seller είναι η τρέχουσα κριτική – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (για λίγο ακόμα: ήδη το παιγνίδι έχει χαθεί).
Δεύτερον, αυτό το μυστηριώδες «προϊόν χρήσιμης εργασίας» (αφού παράγει αποβλάκωση) και, μαζί, «πήγμα αφηρημένης εργασίας» (ξανά Μαρξ), το best-seller, αποτελεί ιδεώδες αντικείμενο μιας «δευτεροβάθμιας» κριτικής, που θ’ ασχοληθεί για λίγο κι αυτή με το εκάστοτε βιβλίο, αλλά μόνο για να σημαδέψει με ακρίβεια τον αληθινό κι απείρως πιο ενδιαφέροντα στόχο της. Όμως, αυτή η «δευτεροβάθμια» κριτική μπορεί να λάβει υπόσταση μόνον αν διασπάσει το αντικείμενό της, αν φέρει δηλαδή στο φως έναν ακόμη αναδιπλασιασμό – απ’ τον οποίον απορρέουν «λεπτότερα ομοιώματα»: Bιβλία που «φλουτάρουν», που μοιάζουν λογοτεχνία – αλλά δεν είναι, κάτι δεν πάει καλά. Δεν είναι ούτε παραλογοτεχνία. Είναι, θα ’λεγα, ένα οπτικό τρικ – εξαιτίας του οποίου, οι «πολιτιστικές» σελίδες δεν φαίνονται (ενώ είναι) σχεδόν λευκές και οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων δεν φαίνονται (ενώ είναι) σχεδόν άδειοι…
Συνεπώς, η εν λόγω «δευτεροβάθμια» κριτική, αν τυχόν υπάρξει, δεν μπορεί παρά να υφίσταται ως «κριτική του διαχωρισμού»: πρέπει (αυτό είναι το τρίτο, και θα το διατυπώσω αδρά) να δείξει πως η αυταπάτη ότι διαβάζουμε, «ποιοτικά» μάλιστα, όταν καταναλώνουμε φλου σκουπίδια κι η αυταπάτη ότι η δημοκρατία δεν πνέει τα λοίσθια εφόσον λειτουργούν τα πάνελ, τα γκάλοπ και το e-voting είναι μια, ενιαία αυταπάτη.
O νέου τύπου αναλφαβητισμός, το νέου τύπου coup d’ etât, είναι μορφές (και προϋποθέσεις, συγχρόνως) της ίδιας λοβοτομής – και όχι, όχι τώρα πια, «σε τελευταία ανάλυση» μόνο. Eφόσον το συνειδητοποιήσουμε και το επεξεργαστούμε θεωρητικά, αυτό το νέο δεδομένο (όχι η απατηλή υφή του διαχωρισμού καθ’ εαυτήν, φυσικά, αλλά η πρωτοφανής ένταση με την οποία ανανεώνεται ο διαχωρισμός, ανά πάσα στιγμή, επειδή ακριβώς τώρα πια τον αναιρούν, ανά πάσα στιγμή κι αμέσως, τα αποτελέσματά του: με τον ίδιο τρόπο, το life style κυριάρχησε την ίδια στιγμή που «άνοιγε η ψαλίδα» κι ολοένα περισσότεροι δεν είχαν καν πού να κοιμηθούν, τι να φάνε, πώς ν’ ανασάνουν), αυτό το νέο δεδομένο λοιπόν, απαιτεί και μιαν αναπροσαρμογή της «τεχνολογίας» μας, ας πούμε, που πιθανότατα θα ξενίσει.
Aρκετό απ’ το υλικό μας βρίσκεται, εμφανώς πια, έξω απ’ τον (ήδη απατηλά) «αυτοαναφορικό» πυρήνα του Έργου – και συχνά μοιάζει ευτελές, πρόσθετο, άσχετο. Θα χρειαστεί να κρίνουμε τις συνεντεύξεις που δίνουν σε άνετο στυλ οι «συγγραφείς» επί παντός επιστητού (μια και για τίποτα δεν σκοτίζονται εντέλει) – ή, πάλι, φαινομενικά στους αντίποδες, τις «παρεμβάσεις» που εκτελούν (όπως εκτελούμε ένα συμβόλαιο) ως «διανοούμενοι».
Γιατί, βέβαια, το εμπόρευμα tv-personα, το δημόσιο πρόσωπο του συγγραφέα, που διαχωρίστηκε από το βιβλίο/εμπόρευμα και υφίσταται αυτόνομα, έχει υψηλή αξία ανταλλαγής – και συχνά ανταλλάσσεται με ένα άλλο είδος βιβλίων ή άρθρων, στην περίμετρο της συγγραφικής εργασίας. Eδώ διαβρώνεται η δουλειά του διανοουμένου – που καταντά μαϊντανός ή πλασιέ. Tέτοια βιβλία είναι επίσης κατ’ ουσίαν ανώνυμα. Εν ολίγοις: Άλλο η επώνυμη εργασία (όπου ισχύουν τα τετριμμένα του Buffon: το ύφος είναι ο άνθρωπος κ.λπ.) και άλλο το θέαμά της. Το θέαμα οφείλουμε να προσπαθήσουμε να το κρίνουμε χωρίς να απομονώνουμε τον εκάστοτε αποδιοπομπαίο: σαν να παραμένει ανυπόγραφο. Γιατί αλλιώς αδικούμε τους όντως συγγραφείς, τους όντως διανοούμενους…
Πρώτον, το παράδοξο, πάντα πρωτότυπο (τάχα) κι απαράλλακτο πάντα εμπόρευμα που λέγεται best-seller, αυτό προπάντων απ’ όλα τα εμπορεύματα, «για ν’ αποκαλύψει την αληθινή υπόστασή του, πρέπει ν’ αναδιπλασιάσει τον εαυτό του» (Mαρξ). Έτσι προκύπτει ο «συγγραφέας» (του) ως tv-persona. Aν, πάλι, «ανεβούμε μιαν οκτάβα», ας πούμε, τότε το αναδιπλασιασμένο best-seller είναι η τρέχουσα κριτική – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (για λίγο ακόμα: ήδη το παιγνίδι έχει χαθεί).
Δεύτερον, αυτό το μυστηριώδες «προϊόν χρήσιμης εργασίας» (αφού παράγει αποβλάκωση) και, μαζί, «πήγμα αφηρημένης εργασίας» (ξανά Μαρξ), το best-seller, αποτελεί ιδεώδες αντικείμενο μιας «δευτεροβάθμιας» κριτικής, που θ’ ασχοληθεί για λίγο κι αυτή με το εκάστοτε βιβλίο, αλλά μόνο για να σημαδέψει με ακρίβεια τον αληθινό κι απείρως πιο ενδιαφέροντα στόχο της. Όμως, αυτή η «δευτεροβάθμια» κριτική μπορεί να λάβει υπόσταση μόνον αν διασπάσει το αντικείμενό της, αν φέρει δηλαδή στο φως έναν ακόμη αναδιπλασιασμό – απ’ τον οποίον απορρέουν «λεπτότερα ομοιώματα»: Bιβλία που «φλουτάρουν», που μοιάζουν λογοτεχνία – αλλά δεν είναι, κάτι δεν πάει καλά. Δεν είναι ούτε παραλογοτεχνία. Είναι, θα ’λεγα, ένα οπτικό τρικ – εξαιτίας του οποίου, οι «πολιτιστικές» σελίδες δεν φαίνονται (ενώ είναι) σχεδόν λευκές και οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων δεν φαίνονται (ενώ είναι) σχεδόν άδειοι…
Συνεπώς, η εν λόγω «δευτεροβάθμια» κριτική, αν τυχόν υπάρξει, δεν μπορεί παρά να υφίσταται ως «κριτική του διαχωρισμού»: πρέπει (αυτό είναι το τρίτο, και θα το διατυπώσω αδρά) να δείξει πως η αυταπάτη ότι διαβάζουμε, «ποιοτικά» μάλιστα, όταν καταναλώνουμε φλου σκουπίδια κι η αυταπάτη ότι η δημοκρατία δεν πνέει τα λοίσθια εφόσον λειτουργούν τα πάνελ, τα γκάλοπ και το e-voting είναι μια, ενιαία αυταπάτη.
O νέου τύπου αναλφαβητισμός, το νέου τύπου coup d’ etât, είναι μορφές (και προϋποθέσεις, συγχρόνως) της ίδιας λοβοτομής – και όχι, όχι τώρα πια, «σε τελευταία ανάλυση» μόνο. Eφόσον το συνειδητοποιήσουμε και το επεξεργαστούμε θεωρητικά, αυτό το νέο δεδομένο (όχι η απατηλή υφή του διαχωρισμού καθ’ εαυτήν, φυσικά, αλλά η πρωτοφανής ένταση με την οποία ανανεώνεται ο διαχωρισμός, ανά πάσα στιγμή, επειδή ακριβώς τώρα πια τον αναιρούν, ανά πάσα στιγμή κι αμέσως, τα αποτελέσματά του: με τον ίδιο τρόπο, το life style κυριάρχησε την ίδια στιγμή που «άνοιγε η ψαλίδα» κι ολοένα περισσότεροι δεν είχαν καν πού να κοιμηθούν, τι να φάνε, πώς ν’ ανασάνουν), αυτό το νέο δεδομένο λοιπόν, απαιτεί και μιαν αναπροσαρμογή της «τεχνολογίας» μας, ας πούμε, που πιθανότατα θα ξενίσει.
Aρκετό απ’ το υλικό μας βρίσκεται, εμφανώς πια, έξω απ’ τον (ήδη απατηλά) «αυτοαναφορικό» πυρήνα του Έργου – και συχνά μοιάζει ευτελές, πρόσθετο, άσχετο. Θα χρειαστεί να κρίνουμε τις συνεντεύξεις που δίνουν σε άνετο στυλ οι «συγγραφείς» επί παντός επιστητού (μια και για τίποτα δεν σκοτίζονται εντέλει) – ή, πάλι, φαινομενικά στους αντίποδες, τις «παρεμβάσεις» που εκτελούν (όπως εκτελούμε ένα συμβόλαιο) ως «διανοούμενοι».
Γιατί, βέβαια, το εμπόρευμα tv-personα, το δημόσιο πρόσωπο του συγγραφέα, που διαχωρίστηκε από το βιβλίο/εμπόρευμα και υφίσταται αυτόνομα, έχει υψηλή αξία ανταλλαγής – και συχνά ανταλλάσσεται με ένα άλλο είδος βιβλίων ή άρθρων, στην περίμετρο της συγγραφικής εργασίας. Eδώ διαβρώνεται η δουλειά του διανοουμένου – που καταντά μαϊντανός ή πλασιέ. Tέτοια βιβλία είναι επίσης κατ’ ουσίαν ανώνυμα. Εν ολίγοις: Άλλο η επώνυμη εργασία (όπου ισχύουν τα τετριμμένα του Buffon: το ύφος είναι ο άνθρωπος κ.λπ.) και άλλο το θέαμά της. Το θέαμα οφείλουμε να προσπαθήσουμε να το κρίνουμε χωρίς να απομονώνουμε τον εκάστοτε αποδιοπομπαίο: σαν να παραμένει ανυπόγραφο. Γιατί αλλιώς αδικούμε τους όντως συγγραφείς, τους όντως διανοούμενους…
Σχόλια