Είναι αισθητό, όχι επειδή το λένε οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ότι ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος ψήφισε παρά φύσιν. Γι’ αυτό, με τόση ευκολία, αμέσως μετά τις εκλογές, τα ποσοστά των κομμάτων είναι πολύ χαμηλότερα των εκλογικών. Γι’ αυτό, με την πάροδο του χρόνου, βρίσκεις όλο και πιο δύσκολα ανθρώπους που υποστηρίζουν με κάποιο σθένος το κόμμα που ψήφισαν. Και για κανένα κόμμα δεν είναι αυτό πιο εμφανές από τον νέο ΣΥΡΙΖΑ. Σπάνια πέφτεις σε πολίτη που ταυτίζεται με πάθος και βεβαιότητα με το κόμμα που μέχρι πριν από λίγους μήνες αποτελούσε τη μόνη ελπίδα για πάρα πολύ κόσμο, ακόμα και για μια σημαντική μερίδα ανθρώπων που για διάφορους λόγους δεν το ψήφιζαν, αλλά είχαν κι αυτοί την κρυφή επιθυμία ότι κάτι καλύτερο θα κατάφερνε. Πράγμα που φάνηκε πεντακάθαρα στο δημοψήφισμα.
Ήταν μια κορυφαία στιγμή για την κοινωνία και την Αριστερά, που μόνη της εναντίον όλων των κομμάτων και των κέντρων εξουσίας, έπειθε για την ορθότητα της θέσης της, που εκφραζόταν μέσα από το ΟΧΙ, συσπειρώνοντας εκατομμύρια ανθρώπους από την κομμουνιστογεννή Αριστερά μέχρι την άκρα Δεξιά. Ήταν μια εξαιρετική συγκυρία που άνοιγε έναν πέρα από κάθε φαντασία δρόμο στην Αριστερά. Πολίτες απ’ όλο το πολιτικό φάσμα που ξεπέρασαν τις αντιθέσεις τους, τις πεποιθήσεις και τις αναστολές τους, ακόμα και τις αντικομμουνιστικές απόψεις και προλήψεις τους, και συντάχθηκαν με την Αριστερά κάτω από ένα καταιγισμό κινδυνολογίας και καταστροφολογίας. Μια κατάσταση που δεν επέτρεψε σε κανέναν να πάει να ψηφίσει χωρίς να γνωρίζει τι ψηφίζει και τι θα μπορούσε να επιφέρει η αρνητική ψήφος του, η κατηγορηματική απόρριψη των Μνημονίων.
Ήταν, ίσως, η πιο συνειδητή ψήφος όλων των εποχών. Που θα ήταν ακόμα πιο ισχυρή, θα ξεπερνούσε αισθητά το εκπληκτικό 62% εάν, πέρα από την πλύση εγκεφάλου, δεν είχαν κλείσει οι τράπεζες σαν ακραία μορφή τρομοκρατίας, πολύ άμεσης και χειροπιαστής. Αυτή η αποφασιστικότητα κι αυτή η υπέρβαση έδιναν στην Αριστερά, δια του ΣΥΡΙΖΑ, μια τεράστια ώθηση, στην κυριολεξία την εκτόξευαν στην πολιτική στρατόσφαιρα. Από την ώρα, όμως, που αυτή η δυναμική πνίχτηκε σαν μωρό από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος χρησιμοποίησε τη φόρα του κοινωνικού σώματος όχι για να το απογειώσει, αλλά για να το ρίξει κάτω, η κοινωνία αιφνιδιασμένη, απροετοίμαστη και απρόθυμη για ένα αναπάντεχο άλμα προς τα πίσω, ξαναμαζεύτηκε άρον-άρον στο καβούκι της. Μετά το σοκ πολλών ρίχτερ, η κοινωνία που πήγε να ψηφίσει στις εκλογές του Σεπτεμβρίου δεν ήταν η κοινωνία της 4ης Ιουλίου. Είχε λοβοτομηθεί και είχε ξαναγυρίσει τσαλακωμένη στον παλιό τρόπο άμυνας και λειτουργίας. Γιατί, ως γνωστόν, ενός κακού μύρια έπονται. Η ψήφος του πολίτη που αυθαδίασε στην εξουσία βιάστηκε και ξέπεσε στο «αναγκαίο κακό», «το μη χείρον βέλτιστον», το «δεν έχω επιλογή», «να μην ξανάρθει η ξεφτιλισμένη Δεξιά» και σε παρόμοιους κόμπους, με κοινή κατάληξη, ανεξαρτήτως του χρώματος της ψήφου, στο ότι «όλοι ίδιοι είναι», άρα ας δώσουμε «άλλη μια ευκαιρία στους νιόφερτους» μπας και…
Η αλήθεια κρύβεται πίσω από τα εκλογικά ποσοστά
Από μια πρώτη εκτίμηση, σήμερα, το ποσοστό του νέου ΣΥΡΙΖΑ είναι γύρω στο μισό του εκλογικού. Αλλά και από τους 150 χιλιάδες πολίτες που ψήφισαν τη Λαϊκή Ενότητα, οι πραγματικοί και όχι ευκαιριακοί υποστηρικτές της είναι μια μειοψηφία. Αλλά και στη Νέα Δημοκρατία, η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Μπορεί ο αριθμός των πολιτών που συμμετείχαν στην εκλογή του νέου προέδρου της να μην είναι αμελητέος, αλλά είναι πολύ μικρός σε σχέση με τη δύναμη και την επιρροή που είχε ανέκαθεν η Δεξιά. Και γίνεται ακόμα μικρότερος εάν λάβει κανείς σοβαρά υπόψη ότι η συμμαχία Μητσοτάκη-ακροδεξιών δεν είναι καθόλου αρεστή μάλλον στην πλειονότητα των δεξιών ψηφοφόρων και δη σε εκείνους που ανήκουν στους υποστηρικτές της παραδοσιακής καραμανλικής δυναστείας.
Στο ΠΑΣΟΚ, τα υπολείμματα του παλιού προσπαθούν με ενέσεις και αλχημείες να σταθεροποιήσουν την παρουσία τους στην πολιτική αρένα χωρίς τίποτα να είναι σταθερό στο εσωτερικό τους και με μια ηγεσία που όλοι αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορεί να πάει το μπαταρισμένο σκάφος πολύ μακριά.
Ίσως μόνο το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή να έχουν την πιο συμπαγή εκλογική βάση, αν και οι αυξομειώσεις των ντεσιμπέλ στην πολιτική ζωή των τελευταίων χρόνων έδειξαν ότι ένα σοβαρό κομμάτι των υποστηρικτών τους, σε κρίσιμες αναμετρήσεις, στράφηκε είτε στον ΣΥΡΙΖΑ είτε στη Νέα Δημοκρατία.
Εάν προσθέσει κανείς σ’ αυτό το κινούμενο πολιτικό σκηνικό τα ανεμομαζώματα-ανεμοσκορπίσματα του Ποταμιού και της Ένωσης Κεντρώων, αντιλαμβάνεται ότι η απόσταση που χωρίζει τους πολίτες-ψηφοφόρους από τα κόμματα στα οποία δίνουν την ψήφο τους, είναι πολύ μεγάλη. Και εάν συνυπολογίσουμε την πελώρια αποχή από τις εκλογές του Ιανουαρίου στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, της τάξης των 800.000 ψηφοφόρων, που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποδοθεί σε μη διαγραμμένους θανάτους και άλλους αναχρονισμούς των εκλογικών καταλόγων, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η χαώδης απόσταση αφορά τη μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας. Δηλαδή, εν συνόλω, χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες, ίσως και εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια, συμπολίτες μας βρίσκονται εκεί έξω, άλλοι θυμωμένοι, άλλοι απογοητευμένοι και άλλοι έτοιμοι να ξαναπροσπαθήσουν. Πολλοί μεν, πάρα πολλοί, αλλά κατακερματισμένοι, ο καθένας μόνος του ή με τη μικρή του παρέα.
Υπάρχει, λοιπόν, και είναι μετρήσιμη, μία τεράστια υποεκπροσώπηση του μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνίας στο Κοινοβούλιο. Κι αν σκεφτεί κανείς ότι οι δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις έγιναν με λίστα, αφαιρώντας από το σύνολο των ψηφοφόρων το μίνιμουμ δημοκρατικό τους δικαίωμα να επιλέγουν με σταυρό τους βουλευτές που καλώς ή κακώς τους εκπροσωπούν, αυτή η υποεκπροσώπηση λαμβάνει διαστάσεις φιάσκου.
Υπάρχει, δηλαδή, ένα μεγάλο κενό, που είναι πολύ ευρύτερο του συνηθισμένου κενού που ανέκαθεν υπήρχε και οφειλόταν κυρίως στην αναντιστοιχία των προγραμμάτων των κομμάτων εξουσίας και των κυβερνητικών πολιτικών που εφάρμοζαν, κάτι που ισχύει και σήμερα, και μάλιστα, με την κυβέρνηση του νέου ΣΥΡΙΖΑ, στο πολλαπλάσιο. Μπορεί, όμως, αυτό το κενό να συνεχίσει να μένει κενό επ’ αόριστον;
Πώς προχωράμε;
Υπάρχει, λοιπόν, είτε το βλέπει κανείς είτε όχι, ένα κενό το οποίο, αργά ή γρήγορα, θα κινηθεί κάποια διαδικασία για να καλυφτεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Κι αυτό έχει θέσει ήδη ένα σοβαρό ζήτημα στους ανθρώπους που δεν θεωρούν ότι τελείωσε η ιστορία, ούτε καν ότι τελείωσε η ιστορία της Αριστεράς. Αλλά ποιος θα αξιοποιήσει την ευκαιρία και θα αποτρέψει την απειλή από τα δεξιά; Τίθεται, λοιπόν, πολύ επιτακτικά η ανάγκη και η υποχρέωση για την ανασυγκρότηση του κινήματος, την ανασύσταση της Αριστεράς και την κάλυψη του κενού σε μια κατεύθυνση προοδευτική, ανατρεπτική και προοδευτική, αληθινή και όχι virtual.
Κατ’ αρχήν, ταπεινή μου γνώμη, είναι ανάγκη να εντοπίσουμε τι πήγε στραβά μέχρι τώρα, τι υπονόμευσε την κοινή προσπάθεια, τι λάθη έγιναν και τι ευθύνες έχουμε σαν άτομα και σαν ομάδες που συμμετείχαμε. Σε βάθος, με ειλικρίνεια και τόλμη. Όχι με σκοπό να εκμηδενιστούμε, αλλά να αυτοδιορθωθούμε και κυρίως να ενθαρρύνουμε τους νεότερους, πολλοί από τους οποίους και τους πιο άξιους, έχουν ισχυρές τάσεις φυγής στο εξωτερικό και αποχής στο εσωτερικό. Και μαζί, να επαναπροσδιορίσουμε το βασικό πλαίσιο αρχών και τις κύριες κατευθυντήριες μιας πολιτικής που θα μας ενώσει και θα μας δώσει τα αναλυτικά και πρακτικά εργαλεία που χρειαζόμαστε για να επαναχαράξουμε μια πιο γειωμένη και ταυτόχρονα πιο φιλόδοξη προσπάθεια. Απαλλαγμένοι από τα βαρίδια που μας εμπόδισαν να δούμε έγκαιρα ότι ξεστρατίζουμε και να αντιδράσουμε σωστά και αποτελεσματικά.
Να ξεκινήσουμε μια φρέσκια πορεία ενισχυμένοι από τα συμπεράσματα μιας ανεπιτυχούς, αλλά πολύ πλούσιας εμπειρίας. Τα Μνημόνια δεν είναι πλέον οι νέες άγνωστες πυρηνικές βόμβες που μας αιφνιδίασαν και μας κατέκαψαν. Οι δε σύντροφοί μας που ευθυγραμμίστηκαν μ’ αυτά δεν είναι πια ανάμεσά μας για να συνεχίσουν να υπονομεύουν την αγωνιστική μας προσπάθεια. Και εμείς δεν μπορούμε πλέον να κλείνουμε τα μάτια στις αδυναμίες μας ούτε να επαναλαμβάνουμε τα λάθη που μας οδήγησαν στο σημερινό –ελπίζω πρόσκαιρο- αδιέξοδο. Ας δούμε το πισωγύρισμα και το σοκ σαν αφορμή για κάτι ποιοτικά καλύτερο. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, έλεγαν οι ένδοξοι και σοφοί προγονοί μας…
Σ’ αυτή την επανεκκίνηση, ας συμφωνήσουμε τουλάχιστον ότι ορισμένα βασικά στοιχεία που παραμελήσαμε, υποτιμήσαμε ή ακυρώσαμε, θα είναι εφεξής μπούσουλας στην ανασυγκρότησή μας.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ηττηθήκαμε από το παλιό που είχε αριστερή ετικέτα. Το παλιό που υπήρχε σε όλους μας. Και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επιδιώξουμε να φτιάξουμε έναν υποΣΥΡΙΖΑ, ούτε να επιστρέψουμε σε φράξιες, τάσεις, μηχανισμούς και συνιστώσες, ούτε να ανεχτούμε καιροσκόπους ή να κρεμαστούμε κάτω από αστέρες της επικοινωνίας. Επιτέλους, να στηρίξουμε την προσπάθεια στους καλύτερους πολίτες της χώρας και της διασποράς, αναδεικνύοντας τους πιο έντιμους, πιο ικανούς και πιο αποφασισμένους να αγωνιστούν για να υπηρετήσουν το λαό.
Η αδιάλειπτη συμμετοχή και αμφίδρομη σχέση με την κοινωνία, η πρόταξη της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, η δημοκρατία στους κόλπους μας, η συλλογική διαχείριση, η αξιοκρατία, το ταλέντο, η εντιμότητα και η αγωνιστικότητα σαν απαραβίαστα κριτήρια για όλες τις επιλογές μας, η ειλικρίνεια προς τα μέσα και προς τα έξω, η διαφάνεια σε κάθε μας ενέργεια, η χωρίς εκπτώσεις συνέπεια λόγων και έργων, η αλληλεγγύη, ο διεθνισμός και οι συμμαχίες εντός και εκτός επικράτειας, η υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους και η θωράκιση πρώτα και πάνω απ’ όλα των πιο αδύναμων συμπολιτών μας, αλλά και το άνοιγμα σε ένα νέο πολιτισμό, με ελευθερία και ποιότητα, σύγχρονο και πολυμορφικό, χωρίς παρωπίδες, αποτελούν, ενδεικτικά, τα αφετηριακά σημεία σύγκλισης και συγκρότησης της φυσιογνωμίας μας, με προοπτική όχι απλά να μεταρρυθμίσουμε το καθεστώς, αλλά σε πρώτη φάση να το αποτρέψουμε να ολοκληρώσει την καταστροφή της Ελλάδας και εν συνεχεία, με δυναμισμό και σωφροσύνη, να αποπειραθούμε εκ νέου να συνθέσουμε το πραγματικά καινούργιο, το αληθινά επαναστατικό.
Στέλιος Ελληνιάδης