Για την Φράνκα Ράμε (1929-2013). Της Έλενας Πατρικίου
«Το μισό Νόμπελ μου είναι δικό της», έλεγε ο Ντάριο Φο για την σύντροφό του που πέθανε προχθές, στις 29 Μαΐου. Ένα Νόμπελ για δύο ανθρώπους του παλκοσένικου, για δύο θεατρίνους; Ίσως η νέα γενιά της Σουηδικής Ακαδημίας να σκέφτηκε πως έπρεπε να αποδώσει ένα είδος δικαιοσύνης όχι πια στους συγγραφείς των οποίων τα «γραπτά μένουν», αλλά στους καλλιτέχνες του εφήμερου, του επί σκηνής αρθρωμένου λόγου. Τα κείμενα του Ντάριο Φο και της Φράνκα Ράμε, από τα πιο αυτοσχεδιαστικά μέχρι τα πιο επεξεργασμένα (Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού, ή, πολύ περισσότερο, Η Ισαβέλλα, τρεις καραβέλες και ένας παραμυθάς) ήταν κείμενα αυστηρά θεατρικά. Κείμενα που χρησίμευαν ως υποστήριγμα του σκηνικού, σωματικού και φωνητικού αυτοσχεδιασμού, κείμενα σχεδόν ελλειπτικά, πιο κοντά στα υποτυπώδη σενάρια της Κομμέντια ντελ’ Άρτε παρά στην λόγια κωμικότητα του Ντε Φιλίπο ή στο λελογισμένο παράλογο του Πιραντέλλο. Απ’ όλα τα κλαδιά που βλάστησαν στο ιταλικό θέατρο από το δέντρο της Κομμέντια, η Ράμε και ο Φο ήταν, ίσως, οι πιο πιστοί στην αμεσότητα της αυτοσχεδιαστικής λαϊκής ρίζας.
Απλοϊκές δομές, στοιχειώδεις πλοκές, καρικατούρες αντί για «χαρακτήρες», και άφθονος προ-μπρεχτικός διδακτισμός. Η ουσία των έργων τους, η ουσία των παραστάσεών τους, βρισκόταν πέρα από το κείμενο, στην σκηνική ετοιμότητα, στον παραδοσιακό αυτοσχεδιασμό, στο φαινομενικά αχαλίνωτο μα στην πραγματικότητα άκρως πειθαρχημένο παίξιμο του ηθοποιού. Η ουσία βρισκόταν, δηλαδή, σ’ αυτήν την ειδική θεατρικότητα του ιταλικού περιφερόμενου λαϊκού θεάτρου, που επί τρεις αιώνες έθρεψε όχι μόνο το ιταλικό αλλά και το γαλλικό, και εντέλει και το νεοελληνικό θέατρο.
Η Ράμε γεννήθηκε σε μια τέτοια οικογένεια θεατρίνων, σε μια ατμόσφαιρα προπολεμικού μπουλουκιού, σε μια φασιστική Ιταλία όπου ακόμα επεβίωναν προκαπιταλιστικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης, άρα και προκαπιταλιστικές μορφές τέχνης. Όταν μεταπολεμικά βγήκε επαγγελματικά στο θέατρο, ο Τζόρτζιο Στρέλλερ μόλις είχε ιδρύσει στο Μιλάνο το Πίκολλο Τεάτρο, το πρώτο «σταθερό» ιταλικό θέατρο. Απέναντι στην αίγλη του Πίκολλο, η Ράμε και ο Φο έστησαν ένα θέατρο υβριδικό, ανάμεσα στη σταθερότητα μιας μόνιμης θεατρικής στέγης και στην κινητικότητα του περιφερόμενου θιάσου. Ο Στρέλλερ έκανε μια θεατρική πολιτική προσέλκυσης του εργατικού κοινού στην αισθητική και ιδεολογική πρωτοπορία· η Ράμε και ο Φο μοίρασαν την δουλειά τους ανάμεσα στην μόνιμη θεατρική στέγη και την τουρνέ στα εργοστάσια. Ο Στρέλλερ δούλεψε με τα μεγάλα κείμενα. Η Ράμε και ο Φο δούλεψαν με κείμενα σχεδόν αυτοσχεδιαστικά, φτιαγμένα για να υπερασπιστούν το κοινωνικά επίκαιρο, το πολιτικά επείγον.
Επειδή η ευρωπαϊκή θεατρική πρωτοπορία του 20ού αιώνα είχε πατήσει στις παραδόσεις του λαϊκού θεάτρου και της Κομμέντια ντελ’ Άρτε, το θέατρό τους έμοιαζε αισθητικά πρωτοποριακό. Στην πραγματικότητα, ήταν το πιο παραδοσιακό θέατρο που μπορούσε να υπάρξει μεταπολεμικά, οι καιροί όμως επέτρεπαν αυτή η παραδοσιακότητα της μορφής να φαίνεται αισθητικά πρωτοποριακή. Ο Φο και η Ράμε ήταν οι τελευταίοι μεγάλοι θεατρίνοι της ιταλικής παράδοσης. Πολιτικοποιώντας όμως αυτήν την παράδοση, κατάφεραν να τις αποδώσουν έναν ύστατο τίτλο τιμής. Αποκαλύπτοντας τις πολιτικές δυνατότητες του οργανωμένου και πειθαρχημένου σκηνικού αυτοσχεδιασμού, απέδειξαν (ίσως χωρίς καν να είναι αυτή η πρόθεσή τους) τις αισθητικές δυνατότητες αυτής της σχεδόν χαμένης πια μαστοριάς.
Η Ράμε πήγε ίσως ένα βήμα πιο μακριά, σε κάτι που ακόμα και σήμερα μοιάζει σχεδόν ακατόρθωτο: θέτοντας την αυτοσχεδιαστική της ικανότητα στην υπηρεσία ενός φεμινιστικού σκοπού, κατάφερε να ανατρέψει την συντηρητικότητα του παραδοσιακού λαϊκού θεάτρου. Κατάφερε να ανατρέψει τα στερεότυπα του φύλου με τα οποία δουλεύει και τα οποία (αναγκαστικά) συντηρεί η λαϊκή κωμικότητα. Η Φράνκα Ράμε ήταν η πρώτη και, εντέλει η μόνη, Ευρωπαία φεμινίστρια ηθοποιός. Η πρώτη και, εντέλει η μόνη, που ανασημασιοδότησε τους παραδοσιακούς υποκριτικούς κώδικες, προκειμένου να τους δώσει μια γυναικεία ουσία. Υπ’ αυτήν την έννοια, ήταν η τελευταία θεατρίνα ενός οριστικά χαμένου σήμερα θεατρικού παιχνιδιού.
Μέσα στην απόλυτη κυριαρχία του άσκοπου μεταμοντερνισμού και της καιροσκοπικής τηλεόρασης, ο δρόμος που άνοιξε παραμένει παραδόξως ταυτόχρονα ανοιχτός και απελπισμένα κλειστός.