Η κρίση αναδεικνύει τα αδιέξοδα του καπιταλισμού, κορυφώνει αντιθέσεις και επαναφέρει… αλήθειες.
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου.
Το ζοφερό έτος 2010, κατά κάποιον τρόπο, άρχισε τρία χρόνια πριν. Την άνοιξη του 2007. Όταν ο Αμερικανός πολίτης κ. Τζόνσον (ή ο ιρλανδικής καταγωγής κ. Ο’Μπράιαν ή ο Αφροαμερικανός κ. Γουίνστον, δεν έχει τόση σημασία) πήρε ειδοποίηση κατάσχεσης του ενυπόθηκου ακινήτου του για τις δόσεις του δανείου που καθυστερούσε να πληρώσει. Άλλο ένα ακίνητο εντάχθηκε στα χιλιάδες, στα εκατομμύρια ακίνητα που είχαν συσσωρεύσει οι αμερικανικές τράπεζες. Ακίνητα που έμειναν αζήτητα και απούλητα για μήνες, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν οι τιμές τους.
Μαζί τους, όμως, κατέρρεαν και οι τιμές των τοξικών ομολόγων, με τα οποία οι αμερικανικές τράπεζες είχαν «ασφαλίσει» τα επισφαλή στεγαστικά δάνεια που αφειδώς χορηγούσαν μέχρι τότε. Αντιθέτως, δικαιώθηκαν τα κερδοσκοπικά κεφάλαια που στοιχημάτιζαν στην κατάρρευση της αγοράς στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου -τα περίφημα subprime. Το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο του Τζον Πόλσον, που έπαιξε (αν δεν προκάλεσε) σ’ αυτή την κατάρρευση, είχε απόδοση 590%! Ο ίδιος λέγεται ότι αποκόμισε από την καταστροφή εκατομμυρίων αμερικανικών νοικοκυριών, χιλιάδων μικροεπενδυτών και εκατοντάδων τραπεζών ένα προσωπικό κέρδος που κυμαίνεται μεταξύ 4 και 15 δισ. δολαρίων.
Σώστε τις τράπεζες…
Η συνέχεια είναι μάλλον γνωστή. Ο καπιταλισμός καζίνο, που στην εντελώς απορυθμισμένη αμερικανική χρηματιστική οικονομία είχε φτάσει στο απόγειό του, αποκαλύφθηκε ότι είχε καταλάβει τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό μέχρι μυελού των οστών. Όλες οι καθωσπρέπει ευρωπαϊκές τράπεζες, κρατικές ή ιδιωτικές, ακόμη και στις χώρες που σείουν αλαζονικά τις σημαίες των πλεονασμάτων τους και την προτεσταντική ηθική των προϋπολογισμών τους, διέθεταν τον εξ Αμερικής τοξικό ιό σε δόση επαρκή για να τις «σκοτώσει». Μπροστά στον κίνδυνο αυτό, οι πολιτικές ηγεσίες του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου δεν είχαν καμιά ταλάντευση. Αφού επιδόθηκαν σε ένα πρωτοφανές ρητορικό αντικαπιταλιστικό κρεσέντο (κατακεραυνώνοντας τα golden boys και τις αθέμιτες πρακτικές τους), ομονόησαν στο Σύμβολο της (τραπεζικής) Πίστεως. «Σώστε τις τράπεζες» ήταν το απανταχού Γης σύνθημα που οι κοινωνίες της Δύσης, ιδιαίτερα της Ευρώπης, πληρώνουν μέχρι σήμερα με όλο και σκληρότερο τίμημα.
Επομένως, το σοκ του 2010, εκφρασμένο ως κυριολεξία στην περίπτωση της Ελλάδας και των υπερχρεωμένων χωρών της ευρωζώνης, δεν ήταν παρά συνέχεια του σοκ του 2007, του 2008, του 2009. Το ποσό που διέθεσαν οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ασίας για τη διάσωση των τραπεζικών συστημάτων από το 2008 μέχρι σήμερα υπολογίζεται σε πάνω από 10 τρισεκατομμύρια δολάρια. Την ίδια περίοδο, το παγκόσμιο χρέος εκτινάχθηκε από τα 30 τρισ. δολάρια σε πάνω από 40 τρισ. Η αναλογία είναι αποκαλυπτική. Εξίσου αποκαλυπτική είναι η απεικόνιση της γεωγραφικής κατανομής του παγκόσμιου χρέους στο σχετικό «ρολόι» του Economist (βλέπε global debt clock). Το δημόσιο χρέος ΗΠΑ, Καναδά, ευρωζώνης, Ιαπωνίας κυμαίνεται από 70% έως 200% του ΑΕΠ, με την Αυστραλία να αποτελεί μοναχική εξαίρεση σ’ αυτόν το νέο κανόνα του ιστορικού καπιταλισμού.
…και λιώστε τις κοινωνίες
Η ανακεφαλαίωση αυτή της κρίσης είναι ίσως αναγκαία για να κατανοήσουμε το χαρακτήρα της. Υπάρχουν πολλές, πρωτεϊκές εκδοχές της κρίσης, αλλά η κρίση παραμένει μία. Η κρίση στην αμερικανική αγορά στέγης έγινε κρίση στεγαστικών δανείων, άρα κρίση τραπεζικού χρέους, κι αυτή με τη σειρά της –όχι χάρη σε κάποιο «αόρατο χέρι της αγοράς», αλλά με το ορατό χέρι των κυβερνήσεων- μεταμορφώθηκε σε κρίση κρατικού χρέους. Η αφετηρία της, όμως, η αδυναμία του υποθετικού Αμερικανού πολίτη Τζόνσον να πληρώσει το στεγαστικό του δάνειο, μας υπενθυμίζει ότι στον πυρήνα της η κρίση παραμένει μια κλασική κρίση υπερπαραγωγής αγαθών και υπερσυσσώρευσης περιουσιακών στοιχείων, που τα φτωχότερα στρώματα είναι σε ολοένα μεγαλύτερη αδυναμία να αποκτήσουν.
Βεβαίως, αυτός ο πυρηνικός, στοιχειώδης χαρακτήρας της κρίσης, στις συνθήκες του ακραίου καπιταλισμού, της παγκοσμιοποίησης και της ηγεμονίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, μετασχηματίζεται σε κάτι μεγαλύτερο: μέσα από τον κυκεώνα αντιθέσεων που προκαλεί κάθε προσπάθεια παλινόρθωσης του κέρδους και επαναρύθμισης των κανόνων στο γήπεδο της απληστίας, το σύστημα βουλιάζει στο βούρκο που δημιουργεί. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια ποια μορφή μπορεί να έχει η κρίση στην επόμενη φάση της –νομισματική, εμπορευματική, ενεργειακή, χρηματιστηριακή; Όλοι, ωστόσο, μπορούν πλέον να διακρίνουν με ασφάλεια ότι ο καπιταλισμός διέρχεται μια ιστορικού χαρακτήρα κρίση αναπαραγωγής των δομών του, σε εθνική αλλά και παγκόσμια κλίμακα. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για μια βαθύτατη κρίση πολιτισμού, πιθανότατα χωρίς ημερομηνία λήξης.
Η αναφορά στον πολιτισμό δεν είναι φιλολογική υπερβολή. Εστιάζοντας στην Ευρώπη, όπου ο νεοφιλελεύθερος δογματισμός έχει εγκαθιδρύσει την ιδιότυπη δικτατορία του εις βάρος των κοινωνιών, ο υπαρκτός καπιταλισμός έρχεται σε σύγκρουση με τις ρίζες της ύπαρξής του, αν παραδεχθούμε ότι αυτές ανάγονται στα κεκτημένα των αστικών επαναστάσεων του 18ου και 19ου αιώνα, αλλά και στην κουλτούρα της κοινωνικής διαπραγμάτευσης που καθιέρωσε η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Οι έννοιες «ελευθερία, ισότητα, αλληλεγγύη», που αποτέλεσαν σημαία της Γαλλικής Επανάστασης, σήμερα συνθλίβονται εκεί που τα ισχνά εργασιακά δικαιώματα αναιρούνται, το κοινωνικό κράτος αποψιλώνεται και τα δημόσια αγαθά ιδιωτικοποιούνται, για να ενισχυθεί το καπιταλιστικό κέρδος.
Ουσιαστικά, στο φόντο της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης χρέους που τη διαδέχθηκε, το αγωνιώδες σύνθημα των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ, «Σώστε τις τράπεζες», συμπληρώνεται με την εκδικητική ιαχή: «Λιώστε τις κοινωνίες».
Η αντι-μεταρρύθμιση
Ο απολογισμός του 2010, ιδιαίτερα στη διακεκαυμένη ευρωζώνη, είναι αποκαλυπτικός. Ενώ μέχρι τα τέλη του 2009 συντηρούνταν η εντύπωση ότι οι ηγεσίες της Ε.Ε., σε ένα στοιχειώδη συντονισμό με την αμερικανική ηγεσία, αναζητούσαν κανόνες ρύθμισης της αχαλίνωτης χρηματοπιστωτικής απληστίας, ενώ βρίσκονταν σε προωθημένο στάδιο συζητήσεις για μια ορθολογικότερη αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, που θα έδινε κάποια ώθηση στην ισχνή ανάπτυξη, με ενθάρρυνση των δημόσιων δαπανών και της απασχόλησης, στις αρχές του 2010, με την ελληνική δημοσιονομική κρίση στο επίκεντρο, συντελέστηκε μια εντυπωσιακή παλινόρθωση του νεοφιλελευθερισμού.
Η στριμωγμένη στη γωνία, λόγω της αδυναμίας της να προβλέψει την κρίση, ευρωκρατία ξαναβγήκε στο κλαρί, απαιτώντας σιδερένιους κανόνες δημοσιονομικής ορθοδοξίας. Με έναν εντυπωσιακό συντονισμό, οι κυβερνήσεις των 27, κεντροδεξιές ή σοσιαλδημοκρατικές, βρέθηκαν στον αντίποδα όσων ψέλλιζαν νωρίτερα. Ποτέ στην ιστορία της Ε.Ε. δεν είχε προωθηθεί, σε τόσο λίγους μήνες, σε τόσες χώρες, τόσο ευρύ πρόγραμμα αντι-μεταρρύθμισης. Τη χρονιά που η Ε.Ε. είχε κηρύξει ως «έτος καταπολέμησης της φτώχειας» (με φιλοδοξίες, μάλιστα, να το μετατρέψει σε «δεκαετία κατά της φτώχειας») προώθησε το ευρύτερο πρόγραμμα φτωχοποίησης των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Αν δεν το είχαμε ζήσει στο πετσί μας, θα νομίζαμε ότι είναι ανέκδοτο. Τα προγράμματα «δημοσιονομικής προσαρμογής», που προωθούνται περίπου ταυτόχρονα σε 10 χώρες της ευρωζώνης και της Ε.Ε., έχουν ένα σαφέστατο ταξικό χαρακτήρα: όλο το βάρος πέφτει στα φτωχότερα στρώματα, προκειμένου να απελευθερωθεί ζωτικός χώρος για τους κατόχους του πλούτου. Θυσία στο όνομα μιας αβέβαιης ανάπτυξης, που υποτίθεται ότι θα προέλθει από αυτούς και τη διάθεσή τους να επενδύσουν.
Ακόμη περισσότερο, τα προγράμματα λιτότητας και «αποπληθωρισμού των μισθών», που εφαρμόζονται με προγράμματα-καρμπόν στις υπερχρεωμένες χώρες, παίρνουν τη διάσταση μιας ταξικής ρεβάνς: είναι η σφοδρότερη επίθεση του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες. Από την άποψη αυτή, τα μέτρα που προωθούν με ταξική αυταπάρνηση, συχνότατα παρά το πολιτικό και εκλογικό κόστος, οι κυβερνήσεις στην Ε.Ε. και όχι μόνο σ’ αυτή αναδεικνύουν το ξεχασμένο σύνορο του καπιταλιστικού κόσμου, τη θεμελιώδη αντίθεση του οικονομικού μας πολιτισμού ανάμεσα στο κεφάλαιο (με όλες τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του) και την εργασία (με όλες τις πολιτισμικές και τεχνολογικές μεταλλάξεις της).
Να, λοιπόν, που η πάλη των τάξεων δεν έχει καταργηθεί, όπως με ακλόνητη αυτοπεποίθηση μας βεβαίωναν οι θεωρητικοί του νεοφιλελευθερισμού. Να που το τέλος της ιστορίας δεν επήλθε, όταν αναγγέλθηκε, προ εικοσαετίας. Τώρα ζούμε την ανατροπή του δόγματος: Το τέλος του «τέλους της ιστορίας».
Νέφος αντιθέσεων
Φυσικά, θα ήταν μια ανόητη απλούστευση να φανταστούμε όλο τον κόσμο σχηματοποιημένο σε ένα συνασπισμένο κεφάλαιο, που συνωμοτεί σε κάποιο αόρατο κέντρο παγκόσμιας εξουσίας και διακυβέρνησης, από τη μια, και το σαστισμένο κόσμο της εργασίας, από την άλλη, να αναζητεί τρόπο να οργανώσει το διεθνή αντι-συνασπισμό του. Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός παρουσιάζει, μεταξύ άλλων, την απειλητική ικανότητα να παράγει τις μύριες όσες αντιθέσεις. Κατά το ζοφερό 2010, τα είδαμε όλα:
– Την ευρωζώνη και την Ε.Ε. να σπαράσσεται από την αντίθεση των λίγων πλεονασματικών (με καρδιά τη Γερμανία, φυσικά) και των πολλών ελλειμματικών χωρών. Παρ’ ότι η Γερμανία καυχάται ότι τα πλεονάσματά της οφείλονται στην ήδη δεκαετή πολιτική υποτίμησης της εργασίας αντιστρόφως ανάλογα προς την αύξηση της παραγωγικότητάς της, είναι βέβαιο ότι η εξαγωγή του μοντέλου της (σε πολύ πιο ακραία μορφή) στις ελλειμματικές χώρες είναι απίθανο να τις καταστήσει πλεονασματικές. Το ευρώ αποδεικνύεται εκ φύσεως ο ασφαλέστερος δρόμος για τη διεύρυνση των ανισοτήτων στην Ε.Ε.
– Είδαμε ακόμη την εκκολαπτόμενη «παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση» να καταρρέει υπό το βάρος των εθνικών ανταγωνισμών γύρω από το πώς θα ελεγχθεί, θα «ρυθμιστεί» και θα φορολογηθεί η διεθνής κυκλοφορία του κεφαλαίου. Κάθε κυβέρνηση σπεύδει πριν απ’ όλα να υπερασπιστεί την άρχουσα τάξη της. Λογικό. Απ’ το χέρι που τρως γλείφεις κιόλας…
– Είδαμε, επίσης, την παγκοσμιοποίηση να αφήνει έδαφος σε μια ακριβώς αντίστροφη ροπή, μια απο-παγκοσμιοποίηση, που τρέφει μέτρα και πολιτικές προστατευτισμού (ΗΠΑ κατά Κίνας) και απειλεί ανά πάσα στιγμή την ανθρωπότητα με γενικευμένους νομισματικούς και εμπορικούς πολέμους – τους οποίους, όπως αποδεικνύει η ιστορία, μια τρίχα χωρίζει από τους θερμούς, φονικούς πολέμους.
– Είδαμε τη χρηματοπιστωτική κρίση να επηρεάζει καταλυτικά την παγκόσμια κατανομή γεωπολιτικής ισχύος, φέρνοντας στο προσκήνιο νέες δυνάμεις: τη Ρωσία, με όπλο τους ενεργειακούς της πόρους, την Κίνα ως παγκόσμια μηχανή ανάπτυξης αλλά και ως θησαυροφυλάκιο του πλανήτη, το διευρυνόμενο κλαμπ των BRIC, που ορθώνει ανάστημα και διεκδικεί φωνή στα διεθνή fora: στο ΔΝΤ, στο G20 και αλλού.
– Είδαμε, τέλος, τη Λατινική Αμερική να επιταχύνει τον εναλλακτικό βηματισμό της, μέσα από αντιφάσεις και αμφιβολίες, αλλά και τη Μαύρη Ήπειρο να βιώνει οδυνηρά, βυθισμένη στη φτώχεια, την αρρώστια και τους εμφυλίους, τη μετάβαση στη νέα αποικιοκρατία που φορά τη μάσκα της «διεθνούς κοινότητας».
Ο αδύναμος κρίκος
Είναι άγνωστο αν όλες αυτές οι αντιθέσεις στον ιστορικό αλλά και στο νέο», ακραίο καπιταλισμό αποτελούν συμπτώματα μιας γενικότερης αλλαγής, που θα καταγραφεί στο μέλλον ως η «δύση της Δύσης», ως η παρακμή ενός οικονομικού πολιτισμού τριών περίπου αιώνων. Αν ισχύει αυτό, δεν θα πρόκειται για τέλος της ιστορίας, αλλά για τον επίλογο ενός μόνο κεφαλαίου της. Ποιο θα είναι το επόμενο κεφάλαιο, πώς, πότε και από ποιον θα γραφτεί;
Δεν θα το βρούμε στ’ άστρα. Μπορούμε, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι, καθώς οι άρχοντες του πλούτου, οι ιθύνουσες τάξεις, έχουν προ πολλού βγει απ’ την τροχιά της προόδου, εξαντλώντας τη δημιουργικότητά τους στη διασπορά του φόβου, της καταστροφής και της δυστυχίας, μια νέα ευκαιρία δίνεται στον κόσμο της εργασίας να ενεργοποιήσει τον κινητήρα της ιστορίας στη μεγάλη περιπέτεια της ανθρώπινης χειραφέτησης. Η υπεράσπιση των κεκτημένων που χάνει στην Ευρώπη, η διεκδίκηση των δικαιωμάτων που δεν έχει στην Κίνα οδηγούν σε συγκρούσεις απρόβλεπτου σήμερα ταξικού βάθους. Αλλά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποιος από τους κρίκους της παγκόσμιας καπιταλιστικής αλυσίδας θα αποδειχθεί πιο αδύναμος.
Η Κίνα, που μόλις αφυπνίζεται συνδικαλιστικά, η Πορτογαλία ή η Ελλάδα; Προς το παρόν, οι εργατικές τάξεις, τα συνδικάτα και η Αριστερά στην Ευρώπη αθροίζουν ήττες. Αντίθετα, οι Κινέζοι εργάτες, που έχουν γίνει απεχθές σύμβολο της εκμετάλλευσης στην αλαζονική Γηραιά Ήπειρο (μισθοί Κίνας, δεν είναι το μότο των ημερών;) μετρούν μικρές νίκες. Μια ελάχιστη αίσθηση αλληλεγγύης των μεν προς τους δε θα εξάλειφε τις δυνατότητες των εκμεταλλευτών τους να μετατρέψουν τις μικρές μάχες για το μισθό, το συνδικάτο, τη σύμβαση, αλλά και για τη δημοκρατία, τα πολιτικά δικαιώματα σε στοιχείο του ανταγωνισμού των αγορών. Γιατί, είπαμε, κανείς δεν ξέρει ποιος αδύναμος κρίκος θα σπάσει πρώτος. Η σημασία φωλιάζει στ’ ανύποπτα…