Κάθε μέρα και βδομάδα που περνά, καθίσταται όλο και πιο φανερό πως υπάρχει σοβαρή απειλή από τον τουρκικό επεκτατισμό. Κλιμακώνεται η αγωνία αν θα συμβεί «ατύχημα» (τώρα το λένε και «στραβή»), αν θα γίνει ή όχι πόλεμος με την Τουρκία. Από καιρό έχουν καταρρεύσει οι μύθοι ότι ο Ερντογάν είναι εξασθενημένος, ότι απειλεί λεκτικά απλώς γιατί έχει μεγάλες εσωτερικές δυσκολίες, ότι είναι εντελώς απομονωμένος διεθνώς. Ακόμα όμως και στην πρόσφατη προεκλογική περίοδο, το ζήτημα αυτό απουσίαζε εντελώς από τις ατζέντες των κομμάτων, τα οποία τσακώνονταν μόνο για το ποιος μπορεί να προσφέρει μια καλύτερη διαχειριστική πολιτική. Και μάλιστα, μέχρι εντελώς πρόσφατα, κυριαρχούσε η θεωρία ότι η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε «χώρα πρώτης γραμμής» για τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή, αλλά και επαναλαμβανόταν στερεοτυπικά –εν είδει προσευχής– ότι τα σύνορα της χώρας είναι και σύνορα της Ε.Ε. Τίποτα από αυτά δεν αποτέλεσε φράγμα ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας.
Η συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης αποτέλεσε ένα σοκ, και δικαιολογημένα. Γιατί επιχειρεί να δημιουργήσει τετελεσμένα τέτοια που μόνο μια πολεμική σύγκρουση μπορούσε να προκαλέσει. (βλ. «Μπροστά σε μια εθνική κρίση», Δρόμος, φύλλο 478). Τώρα, η πολιτική ηγεσία βρίσκεται προ δύο μεγάλων προβλημάτων: Πώς να ακυρώσει όσα έχει κατοχυρώσει ο Ερντογάν με την συμφωνία αυτή, και πώς να αντιδράσει στην περίπτωση που ο Ερντογάν υλοποιήσει στην πράξη όσα διακηρύσσει με βάση τη συμφωνία.
Πλησιάζει επομένως η ώρα που η Ελλάδα θα κληθεί ευθέως να παραχωρήσει μέρος της επικράτειάς της ώστε να ικανοποιηθεί ο Ερντογάν. Σε αυτό μάλλον έχουν συγκατανεύσει όλοι οι διεθνείς παράγοντες (με ελάχιστες εξαιρέσεις). Σε αυτό το πεδίο, ο Ερντογάν έχει μια άκρως ενεργητική πολιτική εκμετάλλευσης κάθε δυνατότητας και προβολής μαξιμαλιστικών διεκδικήσεων σε όλα τα μέτωπα. Δεν εκλιπαρεί για κάποιες θαλάσσιες διόδους στο Αιγαίο, προβάλλει μια συνολική πολιτική θαλασσών («Γαλάζια Πατρίδα») που απλώνεται από τη Μαύρη Θάλασσα, στη Ν.Α. Μεσόγειο και φτάνει μέχρι τις άκρες της Βόρειας Αφρικής. Δεν περιορίζεται στο να κάτσει στο τραπέζι της μοιρασιάς των υδρογονανθράκων. Ο στρατηγικός του στόχος είναι να καταστήσει την Τουρκία μεγαλοκρατική δύναμη με περιφερειακή –και γιατί όχι παγκόσμια– εμβέλεια. Στην εποχή της γεωπολιτικής, αυτό είναι δυνατό. Το «στρατηγικό βάθος» του νεο-οθωμανισμού είναι η αναβίωση μιας αυτοκρατορίας με επίκεντρο τη μεγάλη Τουρκία και με δορυφοροποιημένες μια σειρά από χώρες. Τα «σύνορα της καρδιάς» του νεο-οθωμανισμού έχουν περιγραφεί με ακρίβεια.
Μια στρατηγική σήμερα θα είχε νόημα αν καταπολεμούσε την «ουδετερότητα» όλων απέναντι στον τούρκικο επεκτατισμό και αν πρόβαλλε την αδελφοποίηση Ελλάδας-Κύπρου απέναντι στις νέες οριοθετήσεις και τις εξελισσόμενες απειλές. Αυτά όμως χρειάζονται μια συνολικά διαφορετική πολιτική από εκείνη που ακολουθούν μέχρι τώρα οι ελίτ της χώρας
Σιγά-σιγά, όλοι είναι υποχρεωμένοι να κάνουν τους λογαριασμούς τους με αυτόν τον σχεδιασμό. Αυτός υπάρχει και εκφράζεται ως ενεργή στρατηγική ενός επιτελείου και κοινωνικών δυνάμεων που το υποστηρίζουν, δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμος ή αντιμετωπίσιμος για δυνάμεις της εμβέλειας των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Ε.Ε. Πόσο μάλλον από μια δύναμη όπως η σημερινή Ελλάδα.
Η ανισομετρία ανάμεσα στις δύο χώρες εκτείνεται και βαθαίνει καθόσον η Τουρκία μέσα σε δυο δεκαετίες έχει ενδυναμωθεί ενώ η Ελλάδα έχει εξασθενήσει πολλαπλά, και ιδιαίτερα μέσα από τη μνημονιακή περίοδο και τη μετατροπή της σε «νεοαποικία». Η όποια ισορροπία υπήρχε μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα, έχει πλήρως αναστραφεί. Αλλά υπάρχει και ένα ποιοτικό στοιχείο. Έχει αλλάξει άρδην η εποχή. Ελλάδα και Τουρκία δεν είναι πιόνια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού όπως νομιζόταν, ούτε οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έχουν την δυνατότητα να ελέγχουν ή να αποτρέπουν τριβές ανάμεσα στις δύο χώρες (όπως το έκαναν στην υπόθεση των Ιμίων). Η Τουρκία του Ερντογάν δρα σχετικώς αυτόνομα και στη βάση μιας δικής της στρατηγικής. Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις που γνώρισαν και βλέπουν τον διεθνή τους ρόλο να αμφισβητείται όλο και περισσότερο.
Μπροστά στα μάτια μας έχουμε μια ξεκάθαρη χρεοκοπία όλων των «εργαλείων» που χρησιμοποίησε η ελληνική εξωτερική πολιτική και διπλωματία για την αντιμετώπιση του επεκτατισμού της Άγκυρας. Επίσης βλέπουμε σπασμωδικές προσπάθειες να καλυφθεί το υφιστάμενο κενό στρατηγικής, κυρίως με επαναχρησιμοποίηση ίδιων «υλικών» και «σκευών». Κι όλα αυτά, ενώ οι περισσότεροι πλέον εκτιμούν ότι τον Ιανουάριο θα έχουμε σημαντικές εξελίξεις στα μέτωπα των ελληνοτουρκικών σχέσεων που ίσως φθάσουν και σε «κόκκινο».
Σαν να μας λένε «καλωσορίσατε στο προαύλιο της εθνικής κρίσης»…
«Εργαλεία» και «σκεύη»
Κυριαρχούσε έως πρόσφατα το δόγμα σύμφωνα με το οποίο η «ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας» θα την εξανάγκαζε να σέβεται κάποιους κανόνες. Με βάση αυτό, η Ελλάδα ήταν στην πρωτοπορία των δυνάμεων που επιθυμούσαν την είσοδο της Τουρκίας στην Ε.Ε. Αργά, πολύ αργά, μόλις σήμερα, όλοι αποφαίνονται ότι το δόγμα αυτό πρέπει άρον άρον να εγκαταλειφθεί. Στην πραγματικότητα, το δόγμα αυτό ήταν ένα φύλλο συκής για να καλύπτεται η πολιτική του κατευνασμού της Τουρκίας. Γιατί σε καμία στιγμή η Ελλάδα δεν έπαιξε σοβαρά το «ευρωπαϊκό χαρτί» απέναντι στην Τουρκία. Ως χαρτί κάποιας πίεσης και ιδιαίτερα μπλοκαρίσματος των ειδικών σχέσεων της Άγκυρας με βασικές ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γερμανία, Βρετανία κ.λπ.) και σε μια ακτίνα δράσης που θα ξεκινούσε από την Κύπρο μέχρι όλες τις εμπορικές σχέσεις. Η γραμμή του «Ναι σε όλα» ήταν κυρίαρχη έκφραση όσον αφορά την «ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας». Μόνο που η τελευταία δεν έχει ανάγκη ελληνικής μεσολάβησης για να πετύχει όσα θέλει. Δεν βρισκόμαστε στο 1999 για το οποίο τόσο καυχιέται ο Σημίτης, ξεχνώντας ότι τρία χρόνια νωρίτερα είχε διαχειριστεί ταπεινωτικά τα Ίμια, αλλά 20 χρόνια μετά…
Ο ΟΗΕ έκλεισε την πόρτα στις ελληνικές θέσεις για τη συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης. ΗΠΑ και Ρωσία έχουν δηλώσει πολλαπλώς πως δεν έχουν καμία πρόθεση να χαλάσουν τις σχέσεις με την Άγκυρα ενισχύοντας την Ελλάδα. Γερμανία και Βρετανία τηρούν ανοικτά φιλοτουρκική θέση, και μόνο η Γαλλία κάνει ανοίγματα προς την Ελλάδα. Το ΝΑΤΟ νίπτει τας χείρας του όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και αφήνει το πεδίο ανοιχτό στον Ερντογάν.
Σε επίπεδο των «τριγωνικών» ή «τετραπλών» (Ελλάδα, Αίγυπτος, Ισραήλ, Κύπρος) σχημάτων, μπορούν να προσφέρουν μικρά αποτελέσματα, ειδικά σε περιόδους ιδιαίτερης έντασης. Καμία πλευρά (Αίγυπτος, Ισραήλ) δεν θα διακινδυνεύσει μια μεγάλη όξυνση με την Τουρκία για προφανείς λόγους. Το Ισραήλ έχει καταστήσει σαφές πως «η συνεργασία (με Ελλάδα, Κύπρο) είναι στενή και θα βαθύνει και άλλο, αλλά σε αυτή την περιοχή κανείς δεν πολεμάει τον πόλεμο κάποιου άλλου». Πιο σαφής και κυνική δήλωση δεν μπορούσε να γίνει. Άρα, αν μπλεχτείτε με την Τουρκία μην περιμένετε από κάποιον τρίτο να παίξει ρόλο. Τα ίδια υποστηρίζει κι ο Σίσι στην Αίγυπτο παρά τις ρητορικές που χρησιμοποιεί κατά καιρούς. Αίγυπτος και Ισραήλ, υπολογίζουν περισσότερο την Τουρκία (ακόμη και ως δυνάμει αντίπαλο) παρά την Ελλάδα.
Επομένως, με όλους τους τρόπους δηλώνεται ότι η Ελλάδα είναι βασικά μόνη της. Όχι μόνο τη στιγμή που περιέγραφε ο Ευ. Αποστολάκης ως υπουργός Άμυνας («σε περίπτωση πολέμου θα είμαστε μόνοι μας»), αλλά και σε διπλωματικό επίπεδο, και στο τραπέζι των όποιων διαπραγματεύσεων, ακόμα και στο Διεθνές Δικαστήριο, μάλλον «εμείς κι η τύχη μας», δηλαδή μόνοι μας.
Αυτά ερμηνευμένα στην απλή γλώσσα, σημαίνουν πως όλοι συμφωνούν ότι στη μοιρασιά που θα γίνει, ή ήδη γίνεται, πρώτα απ’ όλα ο χάρτης θα αλλάξει στην περιοχή, δεύτερον η Τουρκία (είτε με Ερντογάν ή με άλλη φόρμουλα) θα πάρει μέρος της ελληνικής κυριαρχίας.
Ο Ερντογάν κέρδισε μια λωρίδα της Συρίας αφού είχε εισβάλει, πρώτα με 120 ώρες ανακωχή που συμφώνησε με τις ΗΠΑ και μετά με άλλες 150 ώρες ανακωχή που συμφώνησε με τη Ρωσία. Και στις δύο περιπτώσεις, βγήκαν χάρτες στο τραπέζι και χαράχτηκαν γραμμές και ζώνες δράσης. Χάρτες έβγαλε ο Ερντογάν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, χάρτες βγάζει και τώρα με τη Λιβύη. Χάρτες έβγαλε στην τρίωρη συνάντηση με τον Τσίπρα, όπως και στη συνάντηση με Μητσοτάκη πρόσφατα, χάρτες θα βγάλει κι αύριο όπου χρειαστεί. Μέχρι τώρα ο Ερντογάν έχει την δυνατότητα να παίζει όπως η γάτα με το ποντίκι στην περίπτωση της χώρας μας.
Ως τελευταία καταφυγή για την ελληνική πολιτική ηγεσία φαίνεται να προκρίνεται η Χάγη. Μάλιστα η Ντόρα Μπακογιάννη την ονομάζει «στρατηγικό στόχο». Δηλαδή, στην περίπτωση που καταφέρουμε να πείσουμε την Τουρκία να πάμε στη Χάγη, τότε να δώσουμε μεγάλο αγώνα ώστε να δεχθεί την σύνταξη συνυποσχετικού για το ποια θέματα και διαφορές θα παραπεμφθούν εκεί, υπό την ρητή διαβεβαίωση ότι και οι δύο πλευρές θα δεχτούν την όποια απόφασή του Διεθνούς Δικαστηρίου. Μέχρι τότε η χώρα πρέπει να κινηθεί να λύσει εκκρεμότητες με άλλες χώρες όσον αφορά τα θαλάσσια σύνορα ώστε να δημιουργεί ευνοϊκότερους όρους, αφού και η ίδια μάλλον θα γνωρίζει ότι η Χάγη θα πάρει απόφαση τέτοια που κάτι πρέπει να παραχωρηθεί στην Τουρκία.
Ο Βενιζέλος υποστηρίζει την λύση της Χάγης με δύο μόνο θέματα προς διευθέτηση, την υφαλοκρηπίδα των νησιών και την ΑΟΖ, ενώ είναι επιφυλακτικός για κάθε άλλη κίνηση μέχρι την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Πρόσφατα, σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Αυγή, η Σία Αναγνωστοπούλου, γνωστή για τις απόψεις της για την «ελληνοτουρκική φιλία», υποστήριξε τη θέση για προσφυγή στην Χάγη, ενώ μέχρι τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε κάνει λόγο.
Ποια είναι η ουσία: Αργά ή γρήγορα, και μάλλον πολύ γρήγορα, και μάλλον με πρωτοβουλία ή ενέργειες της Τουρκίας, η Ελλάδα θα συρθεί σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων εφ όλης της ύλης που θα θέσει η Άγκυρα. Δεν είναι ορατό ακόμα ποια μορφή μπορεί να έχει μια «διαιτησία» στο τραπέζι αυτό, πράγμα όχι χωρίς σημασία. Το αποτέλεσμα των «διαπραγματεύσεων» θα είναι λιγότερη Ελλάδα και μείωση εδάφους, θάλασσας και κυριαρχίας.
Οι ελληνικές ελίτ έχουν αποδείξει πως δεν ενοχλούνται διόλου από μια φόρμουλα «συνεκμετάλλευσης», ενώ πιο προωθημένα έχει γίνει λόγος και για συνομοσπονδιακή φόρμουλα (υπό την ηγεμονία της Τουρκίας). Η «φινλανδοποίηση» της Ελλάδας είναι μια εκδοχή που προωθείται αλλά δεν καταστέλλει την επιθετικότητα του τούρκικου επεκτατισμού σε όλη την έκταση από την Κύπρο μέχρι την Θράκη. Μάλιστα οι ελληνικές ελίτ έχουν αποδεχθεί πως είναι καλύτερη μια δυσμενής και επιβαρυντική συμφωνία με την Τουρκία παρά μια σύγκρουση μαζί της. Αλλά ούτε κι αυτό σταματά την όρεξη του Ερντογάν, ο οποίος εμφανιζόταν να ενδιαφέρεται για το Καστελλόριζο και τώρα θέτει θέμα Κρήτης, Καρπάθου, Κάσου και Γαύδου…
***
Έρχεται λοιπόν η «στιγμή της αλήθειας» όπως μας διαβεβαιώνει ο καλά ενημερωμένος Αλέξης Παπαχελάς. Η στιγμή της αλήθειας μιας εθνικής κρίσης, όποια μορφή και να πάρει, εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους για την πολιτική ελίτ της χώρας. Κανένας πολιτικός, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί εύκολα να διαχειριστεί μια τέτοια κρίση. Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος μιας εκχώρησης ή συνθηκολόγησης που να μειώνει την κυριαρχία της χώρας. Ήδη η «κανονικότητα» έχει δώσει την θέση της στην αποσταθεροποίηση, και μια εθνική κρίση θα δημιουργήσει πολλές αναταράξεις σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό και στρατιωτικό.
Το έλλειμμα εθνικής στρατηγικής για την υπεράσπιση της κυριαρχίας της χώρας, γίνεται προσπάθεια να καλυφθεί με ταξίδια και συνομιλίες με «συμμάχους». Κυρίως όμως επικρατούν η άρνηση να βγουν διδάγματα από το πώς κινείται ο αντίπαλος, η έλλειψη προετοιμασίας σε όλα τα επίπεδα και ιδιαίτερα του λαού, και μια τραγική πολιτική συμπεριφορά. Κορυφαίο παράδειγμα είναι η εγκατάλειψη της Κύπρου στην τύχη της (τη μισή την έχει ήδη καταλάβει ο τούρκικος επεκτατισμός, ενώ τώρα την περικυκλώνει και από τη θάλασσα). Με την συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης, αποκόπτεται η Κύπρος από την Ελλάδα.
Μια στρατηγική σήμερα θα είχε νόημα αν καταπολεμούσε την «ουδετερότητα» όλων απέναντι στον τούρκικο επεκτατισμό και αν πρόβαλλε την αδελφοποίηση Ελλάδας-Κύπρου απέναντι στις νέες οριοθετήσεις και τις εξελισσόμενες απειλές. Αυτά όμως χρειάζονται μια συνολικά διαφορετική πολιτική από εκείνη που ακολουθούν μέχρι τώρα οι ελίτ της χώρας.