Διαφόρων ειδών σαράκια κατατρώνε το κοινωνικό σώμα. Χωρίς πολύ θόρυβο και κρυμμένα εντός του, το κάνουν τελικά αγνώριστο. Τουλάχιστον, αν διατηρούμε ακόμα, πρώτον μια αίσθηση χρόνου και ιστορίας, δηλαδή σύγκρισης, και δεύτερον μια ικανότητα αξιολόγησης και κρίσης, δηλαδή κάτι πολύ διαφορετικό από το «συμβαίνουν μωρέ αυτά».
Θα πούμε λοιπόν ότι ο ψηφιακός κόσμος ήταν και είναι ένα τέτοιο σαράκι. Που προχωρούσε και έσκαβε εδώ και πολλά χρόνια και μάλιστα χωρίς αντίπαλο. Γιατί έμοιαζε σαν μια ακαταμάχητη δύναμη, οριακά εκτός των μεγάλων πολιτικών και ιδεολογικών συγκρούσεων, και σαν αυτές να έπρεπε απλά να προσαρμοστούν σε αυτήν. Θα μας φαινόταν για παράδειγμα αστείος ένας αγώνας του τύπου «κάτω τα κινητά τηλέφωνα»; Νεολουδουτισμός και τίποτα άλλο; Ας το σκεφτούμε. Τώρα πάντως ο ψηφιακός κόσμος δείχνει τα δόντια του, ως μια «συνολική ρύθμιση», αυτή της τηλεζωής. Μπορεί να είναι η πανδημία που την απογείωσε, εντούτοις το υπόστρωμα αναπτυσσόταν καιρό. Λατρεία της επικοινωνίας, της διασύνδεσης, πλασματική κατάργηση αποστάσεων και χρόνων και πολλά ακόμα που έχουν υπεραναλυθεί. Ενώ μια γνωστή διατύπωση του ’68 -«ενωνόμαστε αλλά ως διαχωρισμένοι»- επιβεβαιώνεται σήμερα μέχρι κεραίας. Μοιάζει σαν ο κόσμος να γίνεται ξέφραγα δημόσιος εν απουσία όμως του Δήμου, του αποφασιστικού σώματος.
Ο λιγότερος ελεύθερος ή ο πιο ακατάστατος χρόνος, τα χρήματα που δεν περισσεύουν, η κίνηση στους δρόμους και άλλοι τόσοι πεζοί μα εντελώς καθοριστικοί παράγοντες που μαζί με τη διάθεση πληγώνουν την κοινωνικότητα των ανθρώπων. Μα αν κανείς ξεφύγει από τον χυδαίο εξωραϊσμό που μας κυκλώνει (είπαμε, μαζί με το πρόβλημα προσφέρεται και η λύση) εύκολα θα αναφωνήσει: Άλλο σινεμά και άλλο Netflix. Άλλο ταβέρνα και άλλο cocooning. Άλλο video games και άλλο μπασκετάκι στην πλατεία. Άλλο κουβεντούλα κι άλλο skype. Εκτός αν τα πρώτα προορίζονται να γίνουν, έτσι αντικειμενικά και αναπόδραστα, μια νοσταλγική διάθεση. Ε όχι. Γιατί θα έρθει μάλλον η εποχή που, προσπαθώντας να ανταποκριθούμε στην οθόνη του ψηφιακού κράτους, θα αναπολούμε τις ουρές και τα βρισίδια στις ουρές της Εφορίας.
Και μένει έτσι ο καθείς με τους πολύ κοντινούς του, με το στενό περίγυρο που λέμε. Και αυτό το «λίγοι φίλοι και καλοί», το «πάνω από όλα η οικογένεια», το «εμένα βασικά με νοιάζει το παιδί μου» απλώνονται, άλλοτε ως λύσεις ανάγκης κι άλλοτε γίνονται «θεωρία». Όλα τείνουν να αποτελούν «διαπροσωπικές σχέσεις», με το «κοινωνικό» να εξοβελίζεται ή στην καλύτερη να αποτελεί μια γενική αναφορά τους, ένα μακρινό φόντο, πάντα απροσπέλαστο και σίγουρα καθόλου ευεπίφορο σε αλλαγές.
Και μαζί ένα διαρκές και μεθοδευμένο σχέδιο αποπολιτικοποίησης. Ύμνοι για την κοινωνία και το «όλοι μαζί», οδυρμοί για τον «σύγχρονο ατομισμό». Όσο πιο δυνατοί, τόσο πιο μεγάλη η σιωπή για αιτίες και λόγους. Γιατί πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί η σύνδεση. Ας μιλάμε για τα «μεγάλα», τα «σύγχρονα δράματα», την «εποχή» που είναι τέτοια και αλλιώτικη, για την «κατάσταση». Ακριβώς για να μη μιλήσουμε για τα περάσματα. Δηλαδή για όλες αυτές τις πολιτικές επιλογές, μαζί και τους φορείς τους, που τα δημιουργούν και τα θρέφουν μέρα τη μέρα.