του Νίκου Σταθόπουλου*
«Σκάρτος» μισός αιώνας από τις 17 Νοέμβρη του 1973. Από τη νύχτα που κληροδότησε στο εθνικό μας μέλλον τον επικό θρύλο μιας αιματηρής εξέγερσης. Μιας εξέγερσης που όσο συγκινεί άπαντες, πλην των αποκτηνωμένων της (ακρο)δεξιάς αντιδραστικότητας, τόσο δίχασε τους «σκεπτόμενους» του ευρύτερου «δημοκρατικού χώρου» ως προς την ιδεολογικοπολιτική του ταυτότητα και την αξία του ως παράγοντα καθορισμού και επιτάχυνσης των πολιτικών (και κοινωνικών;…) εξελίξεων. Δηλαδή: τελικά, τι ήταν το Πολυτεχνείο και γιατί να το γιορτάζουμε; Η κακομακιγιαρισμένη αντιδραστική ρητορική «επιχειρηματολογεί» να πάψει το Πολυτεχνείο να είναι σχολική γιορτή και να τερματιστούν οι επετειακές αναφορές: Οι επίγονοι (και οι ίδιοι) των τεράτων που χειροκροτούσαν τον φονιά Ντερτιλή, ζητούν τη «λήξη» του Πολυτεχνείου. Ενώ η Αριστερά «πάει στα δικαστήρια» για το «σε ποιον άφησε το δαχτυλίδι ο Νοέμβρης», το Σύστημα προβαίνει σε κρίσιμες «εκκαθαρίσεις»!
ΠΛΗΘΑΙΝΟΥΝ οι «κριτικές ψύχραιμες ματιές» (στο πλαίσιο ενός όλο και πιο θωρακισμένου και «πυκνού» ιστορικού αναθεωρητισμού) που απαξιώνουν ριζικά το Πολυτεχνείο, τονίζοντας μεν το «ηρωικό νεανικό στοιχείο» αλλά υποτιμώντας σχεδόν χλευαστικά (αν όχι με μια «αστυνομική υπαινικτικότητα»…) την πολιτική του δυναμική. Και, βέβαια, όλη αυτή η αναθεωρητική αισχρότητα «πατάει» και στον «δαμανακισμό» και στη φριχτή κακοποίηση του γεγονότος από μια Αριστερά όλο και πιο προσαρτημένη και στο Πραιτώριο και (κυρίως αυτό…) όλο και πιο «γητεμένη» από τις καινοφανείς συστημικές ιδεοληψίες.
Όταν η «ηγεσία» της Κατάληψης εξελίσσεται σε οργανικό ανώτερο προσωπικό των κομμάτων εξουσίας (εξαργυρώνοντας το «επαναστατικό ρίσκο» με οφίτσια και παχυλές καταθέσεις…), είναι εύκολο στους κατάλληλους μηχανισμούς να λασπολογήσουν ισοπεδωτικά περί «πουλημένης Γενιάς του Πολυτεχνείου» και, έτσι, να ρίξουν στην πυρά τη φοβερή νύχτα. Λες και «Γενιά του Πολυτεχνείου» δεν ήταν δεκάδες χιλιάδες άλλοι ανώνυμοι αγωνιστές, ο υπέροχος αθάνατος Γιώργος Κηρύκου!
Όταν αυτή η φωτιά μέσα στην καρδιά της χουντικής σαβάνας τινάζει στον αέρα τις καθεστωτικές μανούβρες για μια «μετάβαση στη δημοκρατία» εντελώς εγκλωβιστική (κόλπο στο οποίο πήραν μέρος οι «παππούδες» και προπάτορες του σημερινού Σύριζα….), και η Αριστερά μετατρέπει το κορυφαίο μεταπολεμικό εθνικό «συμβάν» σε επιθεωρησιακό σκετσάκι με θέμα (φατριαστικών ανταγωνισμών) το αν το Πολυτεχνείο ήταν «λαϊκός» ή «ταξικός» αγώνας, ε είναι πανεύκολο να διασυρθεί η εξέγερση, να πλαστογραφηθεί με χίλια ψέματα αφού ήδη οι χυδαίες αριστερές κοκορομαχίες είχαν καταστήσει την εμπειρία και αμφιλεγόμενη και γελοία.
Όταν η επέτειος καθιερώθηκε ως εθιμοτυπικό «σημείο αναφοράς» για τις γυμναστικές επιδείξεις βίας ενός γραφικού αναρχισμού με βαθιά ταυτότητα μικροαστικού «αγανακτισμένου» ακτιβισμού, ε δεν είναι ούτε δύσκολο ούτε ανεπιτυχές να πλασαριστεί το Πολυτεχνείο ως μια «κατασκευή» εντελώς προφανής καθώς οι ίδιοι οι τάχα μου «επίγονοι» δεν τη σέβονται και την εκμεταλλεύονται κατά περίστασιν.
Με άλλα λόγια: Το Πολυτεχνείο είναι ένας Μύθος που πριν πέσει από έξω, έχει πρώτα πέσει από μέσα…
Το Σύστημα, και οι ιστορικοί του πολιτικοί πυλώνες (το ευρύτερο φάσμα του δεξιού συντηρητισμού), θα μεθοδεύσουν την αποδόμηση της εξεγερτικής μνήμης η οποία έχει ήδη καταλασπωθεί και θαμπώσει από «300 προβοκάτορες» κι από τσίκνα σουβλακιών κι από οργανωμένες παρελάσεις σε στιλ «αρμάτων καρνάβαλου» κι από μιαν προπορευόμενη ματωμένη σημαία που από τους μεγαλόστομους αριστερούς «Εξεγερσιολόγους» σε κάθε άλλη περίπτωση θεωρείται «κουρελόπανο» ή απλώς «ιστορικό σύμβολο του μικροϊμπεριαλιστικού ελληνικού αστισμού».
Μια αντιχουντική εξέγερση που όσο κυλούσαν οι ώρες της αναμέτρησης προσδιόριζε την ταυτότητά της «πατώντας» σε θεμελιώδη ιστορικά χνάρια και σημεία, στη συνέχεια «χάθηκε στη μετάφραση» μιας Μεταπολίτευσης όπου η ασυνάρτητη αντίληψη περί «αριστερής ηγεμονίας» φόρτωνε με όποια ονείρωξη είχε το περιεχόμενο του Νοέμβρη δημιουργώντας στην κοινή αίσθηση ένα γελοίο τραγέλαφο χωρίς υπόληψη.
Η Δεξιά ψευδολογεί αισχρά επί της αοριστίας που δημιουργούν οι καβγάδες φαφλατάδων «για το μαγαζί». Ωστόσο, το Πολυτεχνείο αυτοσηματοδοτήθηκε ως κοινωνικό και πολιτικό νόημα: Η πρόταξη της ελληνικής σημαίας και του εθνικού ύμνου, η πλαισιωτική ανάδειξη του ζητήματος της Ξενοκρατίας, η κωδικοποιημένη εστίαση στα θέματα της δημοκρατικής θέσμισης, η ρητορική και λειτουργική διασύνδεση με τις κοινωνικές (εργατικές) εντάσεις, η ολοένα και εντονότερη έκφραση της ιστορικής πρωτοπορίας των καιρών στο εσωτερικό των ζυμώσεων της Κατάληψης: Όλα αυτά υποσημαίνουν τον εθνολαϊκό δημοκρατικό χαρακτήρα ενός αντιδικτατορικού εγχειρήματος με ολοένα και πιο σαφείς κοινωνικούς προσδιορισμούς. Το Πολυτεχνείο ανήκει στον εαυτό του και στην εποχή που το γέννησε! Έτσι συμβαίνει πάντα με την ιστορία. Όμως, όπως το έργο τέχνης αμέσως μετά τη σύνθεσή του και την έξοδό του στη ζωή, περνά στην «ιδιοκτησία» της κοινωνίας και του χρόνου, έτσι και το ιστορικό γεγονός παραμένει ή όχι «εν ζωή» μόνο κατά τη διάθεση και επιλογή του λαού, των ανθρώπων. Και αυτή η διάθεση μπορεί να είναι θετική μόνο εφόσον οι εκάστοτε «επίγονοι» δεν κερδοσκοπούν αναίσχυντα και δεν αυθαιρετούν με προκλητικό εγωισμό.
Το Πολυτεχνείο παραμένει με την επιρροή του διάχυτη στο μέλλον, στο βαθμό που επαναφορτίζεται από την αναβάπτισή του στο εθνολαϊκό πεπρωμένο της ριζοσπαστικής πατριωτικής αντίστασης ενάντια στην Επικυριαρχία, την Ευρωμαφία και τις Διαμεσολαβητικές Υποκοσμικές Ελίτ
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ Ελλάδα, βυθισμένη σε μια χρονίζουσα διαλυτική κρίση, και σε συνθήκες οργανικής αποικιοποίησης, χρειάζεται απελπισμένα το Πολυτεχνείο: Το Πολυτεχνείο του δημοκρατικού σθένους και της ανεξαρτησιακής αυτοθυσιαστικής περηφάνιας, το Πολυτεχνείο της ομαδικής πολιτικής συνείδησης και της πολιτισμικά ταυτοποιημένης άρνησης να εκχωρηθεί η αξία αιώνων, το Πολυτεχνείο της νιότης που πεθαίνει για ιδανικά τραγουδώντας μελοποιημένους ποιητές και διαβάζοντας στους «κενούς χρόνους» τόμους κουλτούρας για «μια καλύτερη ζωή».
Η κοινωνία σιχάθηκε μια «πολιτική ανάγνωση» που μέσω των «ερμηνειών» καθιερώνει ως δόγμα τη μονομέρεια και ως πολιτική μέθοδο την παραποίηση. «Όλοι πολέμησαν στο Πολυτεχνείο»; Όχι. Αλλά δεν κρίνεται (ως πολιτική δυναμική με ορίζοντα) έτσι μια συλλογική ανατρεπτική πρωτοβουλία. Είναι σα να λες ότι η Εθνική Αντίσταση (όπου πολλοί δεξιοί και μοναρχικοί δεν έλαβαν μέρος) προοριζόταν, ως «Γη της Επαγγελίας», μόνο για τους κομμουνιστές μετά την απελευθέρωση.
Η αξιολόγηση γίνεται από τον λόγο, τους στόχους και την αντικειμενική κοινωνική απεύθυνση του γεγονότος: Επομένως, μια προσέγγιση με επίκεντρο το «αριστερό Πολυτεχνείο» είναι μια ωμή σπέκουλα που δίνει τον Νοέμβρη στα παραχαρακτήρια της συντήρησης. Άλλωστε, ούτε «όλος ο (αριστερός) λαός» ήταν στους δρόμους, κι αυτό αποσιωπάται εξοργιστικά. Σε πολλούς δρόμους οι επώνυμοι αριστεροί της γειτονιάς κυκλοφορούσαν επιδεικτικά μπροστά στα αστυνομικά τμήματα για να δουν «οι αρχές» ότι δεν ήταν «στις ταραχές». Όχι, όχι, δεν αποτιμώνται έτσι οι μεγάλοι αγώνες.
ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ παραμένει με την επιρροή του διάχυτη στο μέλλον, στο βαθμό που αποσυνδέεται από τις μουσειακές αντιζηλίες και επαναφορτίζεται από την αναβάπτισή του στο εθνολαϊκό πεπρωμένο της ριζοσπαστικής πατριωτικής αντίστασης ενάντια στην Επικυριαρχία, την Ευρωμαφία και τις Διαμεσολαβητικές Υποκοσμικές Ελίτ. Παραμένουμε αφοσιωμένοι στο πνεύμα της οργανικής συνέχειας που αποδίδει το σύνθημα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο, όχι σαν επανακαθορισμό μιας τάχα «αριστερής ταυτότητας» αλλά μιας Διαρκούς Εθνικής Αντίστασης με βαθύ δημοκρατικό και κοινωνικό περιεχόμενο.
* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας