Νίκος Δεμερτζής – Ελένη Πασχαλούδη – Γιώργος Αντωνίου (επιμ.),
Εμφύλιος: Πολιτισμικό τραύμα, Αλεξάνδρεια 2013, σελ. 352.
Τον Δεκέμβρη του 2008, σε πολλούς από τους τοίχους του κέντρου της πόλης που είχε αφήσει όρθιους το «ταξικό μίσος» που επικαλούνταν οι οργισμένοι έφηβοι, έβλεπε κανείς συχνά γραμμένο το σύνθημα: «Βάρκιζα τέλος». Όσο κι αν κάτι τέτοιο προκαλούσε ειρωνικά χαμόγελα στους μεγαλύτερους, έθετε, πέρα από τον αφόρητο βερμπαλισμό και τη στομφώδη ρητορεία του, ένα ενδιαφέρον ερώτημα: Από πού κι ως πού; Τι σημαίνει, άραγε, αυτό το τοπωνύμιο για έναν δεκαεξάχρονο, που μάλιστα οι βαθμοί του στο μάθημα της Iστορίας είναι πιθανό μόλις να ξεπερνούν τη βάση; Μέσα από ποιους μηχανισμούς η τραυματική συλλογική μνήμη του Εμφυλίου μεταδίδεται από γενιά σε γενιά -εβδομήντα χρόνια μετά!- και πώς το τραύμα (το τραύμα του ηττημένου, ο οποίος επιδεικνύοντάς το επιδιώκει να εκφοβίσει τον νικητή, επικαλούμενος το τραύμα εκείνου, δηλαδή την αμφισβητούμενη νίκη του) επιδρά στις συλλογικές ταυτότητες;
Η έννοια του «τραύματος», μολονότι εκκινεί από το πεδίο της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης, τις τελευταίες δεκαετίες έχει επηρεάσει μια σειρά επιστημονικά πεδία, επιτρέποντας την διεπιστημονική προσέγγιση της υποκειμενικότητας του μάρτυρα. Στην ανάδειξή του ως αναλυτικού εργαλείου οφείλει πολλά στις σπουδές του Ολοκαυτώματος, αλλά και γενικότερα στην καθιέρωση της μελέτης της γενοκτονίας και της εστίασης στα θύματα και τις εμπειρίες τους.
Ο ανά χείρας τόμος εισάγει στην ελληνική βιβλιογραφία την έννοια του «πολιτισμικού τραύματος», μέσω της οποίας επιχειρεί να εστιάσει στο συλλογικό τραύμα και τις εκ των υστέρων ανασημασιοδοτήσεις οδυνηρών γεγονότων που καθορίζουν τη δημόσια ταυτότητα της «θυματοποιημένης» κοινωνικής ή πολιτισμικής ομάδας και κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο της, έτσι ώστε να είναι αδύνατον να διαχωρίσει την ύπαρξή της ως τέτοια από την επίκληση και την ανάμνηση της τραυματικής εμπειρίας.
Επιλέγοντας ως κατεξοχήν τραυματικό γεγονός, που καθόρισε την ελληνική κοινωνία έως σήμερα, την εμφύλια σύγκρουση της δεκαετίας του 1940, οι συγγραφείς του τόμου εστιάζουν την προσοχή του στις μεγάλες μεταβολές της νοηματοδότησης του Εμφυλίου στο δημόσιο λόγο.
Σε δύο κείμενά του ο καθηγητής Νίκος Δεμερτζής διακρίνει τις διάφορες φάσεις της πολιτικής μνημόνευσής του, από τη «σιωπή» των ετών 1949-1974 στην επιλεκτική κατασκευή της «εθνικής συμφιλίωσης» του 1974-1989, μέχρι τη φάση της «αναστοχαστικής κατασκευής» των τελευταίων δύο δεκαετιών, όταν η υποχώρηση των μυθολογικών βεβαιοτήτων επέτρεψε την επανεγγραφή του Εμφυλίου στη σφαίρα της δημόσιας ιστορίας.
Ο ψυχίατρος Νίκος Σιδέρης, από τη μεριά του, εστιάζει στο μπλοκάρισμα της διεργασίας του πένθους, που δεν επιτρέπει στις δύο πλευρές να προχωρήσουν στην αναγνώριση της έκβασης της σύγκρουσης, ενώ η ιστορικός Ελένη Πασχαλούδη μελετά τις χρήσεις της δεκαετίας του 1940 στον πολιτικό λόγο της μεταπολίτευσης και στην κατασκευή του ενωτικού αφηγήματος της «Εθνικής Αντίστασης».
Στη συνέχεια, ο καθηγητής Νίκος Μαραντζίδης εξετάζει τη στάση του ΚΚΕ απέναντι στη μνήμη του Εμφυλίου, διακρίνοντας τις διαφορετικές πολιτικές που εκκινούν από τη «αντίσταση στη δεύτερη κατοχή», περνούν στην αποσιώπηση μέσω του υπερτονισμού της Αντίστασης και φτάνουν στη σημερινή μυθοποίηση του ΔΣΕ εκ μέρους του ΚΚΕ.
Η ιστορικός Κατερίνα Τσέκου αναλύει τη διαχείριση των τραυματικών γεγονότων της 7ης Μεραρχίας στη συλλογική μνήμη της προσφυγικής κοινότητας στη Βουλγαρία, ενώ ο ιστορικός Γιώργος Αντωνίου εξετάζει τις «γιορτές μίσους» και τους τρόπους μνημόνευσης του Εμφυλίου από την αντικομμουνιστική παράταξη κατά την τελευταία πεντηκονταετία. Στις πολιτικές χρήσεις της μνήμης του Εμφυλίου στην Ελλάδα των μνημονίων και της οικονομικής κρίσης αναφέρεται ο κοινωνιολόγος Παναγής Παναγιωτόπουλος, ενώ, τέλος, η δημογράφος και ιστορικός Βιολέτα Χιονίδου διερευνά την απουσία από τη δημόσια συζήτηση της ιδιαίτερα τραυματικής εμπειρίας του λιμού στην Αθήνα της Κατοχής, η οποία όμως παρέμεινε τραυματική σε ατομικό επίπεδο, χωρίς να μετατραπεί σε πολιτισμικό τραύμα.
Θέτοντας νέα και προσεγγίζοντας παλαιότερα ερωτήματα με καινούργια εργαλεία, ο συλλογικός αυτός τόμος μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο αναστοχασμός, μνήμη, συναίσθημα και ταυτότητα αλληλεπιδρούν στο πλαίσιο της δομικής κρίσης της ελληνικής κοινωνίας, σε μια διαδικασία όπου διακύβευμα δεν είναι τόσο το παρελθόν όσο το παρόν και οι μηχανισμοί με τους οποίους συγκροτείται η προσδοκία του μέλλοντος…
Στρατής Αρτεμισιώτης