Η αναζήτηση ενός προσώπου γίνεται στη νέα δραματική ταινία περιπλάνησης «Πέρασμα», του Λεβάν Ακίν, η σεναριακή αφορμή της συνάντησης τριών διαφορετικών αλλά εξίσου πονεμένων χαρακτήρων, που αλληλοκαθορίζονται, σε μια εξαιρετικά κινηματογραφημένη Κωνσταντινούπολη. Το «πέρασμα» δεν αντανακλά εδώ μόνο κυριολεκτικά τη μετακίνηση στο χώρο, αλλά και μεταφορικά τη μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη. Σμιλεύοντας μια ατμόσφαιρα πολύ κοντινή στις ταινίες του δικού μας αείμνηστου εικαστικού και σκηνοθέτη Κυριάκου Κατζουράκη, ο Λεβάν Ακίν αναδεικνύει με παρόμοια γλυκιά νοσταλγία την αλληλεγγύη στο περιθώριο, ανάμεσα σε καλόκαρδες τρανς, χαμίνια του δρόμου και περιπλανώμενους μουσικούς, απογειώνοντας ευαισθησία και συναισθήματα.
Η 60χρονη συνταξιούχος καθηγήτρια Ιστορίας Λία (Μιζία Αραμπούλι), δωρική φιγούρα με τσακισμένο εκφραστικό πρόσωπο, αγέρωχη κορμοστασιά, κοντά σγουρά μαλλιά και σφιγμένα χείλη, αναχωρεί από το Μπατούμι της Γεωργίας προς τη γειτονική Τουρκία, αποφασισμένη να αναζητήσει εκεί τα ίχνη της εξαφανισμένης τρανς ανιψιάς της Τέκλα. Δεσμευμένη από την υπόσχεση που είχε δώσει στην άρρωστη αδερφή της, να φέρει πίσω την κόρη της, που είχαν εκδιώξει βίαια, ως ντροπή της οικογένειας, η Λία καταλήγει στην Κωνσταντινούπολη, συνοδευόμενη από τον λεπτοκαμωμένο 20χρονο Γεωργιανό συμπατριώτη της Άτσι (Λούκας Κανκάβα), έναν άπραγο αλλά καλοσυνάτο νεαρό, που μόλις γνώρισε, αναζητώντας πληροφορίες για την Τέκλα. Ο Άτσι, ισχυριζόμενος πως ξέρει πού μένει η Τέκλα στην Κωνσταντινούπολη, πείθει την Λία να συνταξιδέψουν, καθώς εκεί, θα μπορούσε να αναζητήσει την μητέρα του. Μόλις οι πρώτες προσπάθειες εντοπισμού της Τέκλα αποβούν μάταιες, καθένας τους στροβιλίζεται στο δικό του αδιέξοδο. Όλα αλλάζουν μόλις τους βοηθήσει η τρανς Τουρκάλα Εβρίμ (Ντενίζ Ντουμανλί), εθελόντρια δικηγόρος σε μη κερδοσκοπική ακτιβιστική οργάνωση, μια αισθησιακή φιγούρα που παλεύει ενάντια στην ομοφοβία και στο ρατσισμό.
Στην τρίτη ταινία του 44χρονου, δηλωμένου γκέι, Σουηδού Γεωργιανής καταγωγής Λεβάν Ακίν, σκηνοθέτη του επίσης εκπληκτικού «Και μετά χορέψαμε» (2019), ο τίτλος εύστοχα σηματοδοτεί τη μεταβατική κατάσταση των τριών πρωταγωνιστών. Ο εγκαταλελειμμένος Άτσι και η πικραμένη από τον πρόσφατο θάνατο της αδερφής της Λία αφήνουν πίσω στην Γεωργία ραγισμένες αναμνήσεις και περνούν στη γειτονική χώρα, αναζητώντας καθένας τη δική του εξιλέωση. Στο πρόσωπο της ώριμης Λία, ο νεαρός Άτσι, αδέκαρος και πεινασμένος, βρίσκει τελικά τη χαμένη μητρική φιγούρα. Παρότι περισσότερο ανεξάρτητη, η Λία αναγνωρίζει στο ατίθασο νεανικό πνεύμα του Άτσι τη δική της εξαφανισμένη ανιψιά. Η ερωτεύσιμη Εβρίμ, θετικό παράδειγμα τρανς προσώπου που δεν θυματοποιείται στο σινεμά, δεν κρύβει ότι μόλις έχει κάνει αλλαγή φύλου και περιμένει την καινούργια γυναικεία της ταυτότητα, διεκδικώντας κοινωνική υπόσταση και ορατότητα. Πέρα από την έμπρακτη συμπαράσταση στα χαμίνια του δρόμου, η δική της τρυφερότητα μεταφέρεται μέσα από την εικόνα ενός γατούλη στο νοσοκομείο, που θρονιάζεται για χάδια στην αγκαλιά της. Από την άλλη, η επιλογή της Κωνσταντινούπολης, πόλης που πατά σε Ευρώπη και Ασία, λειτουργεί κυριολεκτικά και εννοιολογικά ως γέφυρα, πολιτισμικό σταυροδρόμι και χωνευτήρι διαφορετικών παραδόσεων, που συμβάλλει στην πολυπρόσωπη, πολυεθνική και διεμφυλική διάσταση μιας ταινίας, όπου μιλάνε τούρκικα και γεωργιανά, από έναν σκηνοθέτη μετανάστη δεύτερης γενιάς, εξίσου μοιρασμένο ανάμεσα στο εκσυχρονισμένο σουηδικό παρόν του και τις γεωργιανές ρίζες του, θυμίζοντας αμυδρά και την «Άκρη του ουρανού» (Φατίχ Ακίν/2007).
Η ατμόσφαιρα στο λαβύρινθο των λαϊκών μαχαλάδων της Κωνσταντινούπολης, με τα στενά και ανηφορικά καλντερίμια γεμάτα γατούλες, τα ψηλοκρεμαστά μπαλκόνια στα παλιά ετοιμόρροπα σπίτια, με τις απλωμένες μπουγάδες από τη μια άκρη του δρόμου στην άλλη, μεταφέρουν περιθωριακή παρακμή και ταξική λαϊκότητα. Οι χαρακτήρες περιδιαβαίνουν τα σοκάκια όπου αναδύονται μυρωδιές από δροσερό αγγούρι, ρακί με γλυκάνισο και σιροπιαστό μπακλαβά με φιστίκι. Γεμάτοι πάθη και τσαγανό δακρύζουν, τραγουδούν και χορεύουν μπροστά στην κάμερα, παρασέρνοντας σε συναισθηματικό κυκεώνα τους θεατές. Μακριά από μια φτιασιδωμένη τουριστική εικόνα του Πολίτικου κοσμοπολιτισμού, η Κωνσταντινούπολη του Λεβάν Ακίν κινηματογραφείται μέσα από το ταξικό πρίσμα του περιθωρίου, ανάμεσα στις κακόφημες φτωχογειτονιές των σεξεργατριών και των τρανς, αναδύοντας μέσα από γνήσιους χαρακτήρες την αλληλεγγύη στο περιθώριο. Οι έντονα μακιγιαρισμένες με κολλητά φουστάνια και βαθιά ντεκολτέ πληθωρικές τρανς ανοίγουν πρόθυμα την πόρτα τους στην Λία, την κερνούν ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι και παρότι δεν μιλούν ούτε αυτές γεωργιανά ούτε η Λία τούρκικα, αντιλαμβάνονται την στεναχώρια και την απελπισία της και προσπαθούν να την παρηγορήσουν σιγοτραγουδώντας. Και φυσικά, η πάντα γλυκομίλητη Εβρίμ, που αγνοεί παραδειγματικά κάθε κακόβουλο αστείο, συμπαραστέκεται ως δικηγόρος στο πλευρό των καταφρονημένων. Αυτή βγάζει το πιτσιρίκι από τη στενή, αυτή το ταϊζει και το περιποιείται μαζί με την αδερφούλα του και αυτή βοηθάει τους πρωταγωνιστές να μάθουν τι απέγινε η Τέκλα.
Σε μεγάλης διάρκειας λήψεις η αεικίνητη κάμερα αδιάκοπα σαρώνει το χώρο, ακολουθεί από κοντά τους πρωταγωνιστές και στέκεται στα εκφραστικά πρόσωπα, αποτυπώνοντας βαθύτερα συναισθήματα. Με την είσοδο στο φέριμποτ, η κάμερα αυτονομείται, καταγράφοντας αδιάκοπα σε μονοπλάνο πρόσωπα και καταστάσεις, καταλήγοντας στο μελαχρινό πιτσιρίκι που τραγουδάει, παίζοντας σάζι, πλάι στην αδερφούλα του, ανακαλώντας τον νεορεαλισμό των ιρανικών ταινιών. Εντέχνως εντάσσεται στο κινηματογραφικό κάδρο η ιδιαίτερη φυσιογνωμία της όμορφης Εβρίμ, με τα βαμμένα νύχια και τα κατακόκκινα χείλη, που καπνίζει σκεπτική στο κατάστρωμα, μετά την ψηλοκρεμαστή λήψη της κάμερας που κατέγραψε στον από κάτω όροφο, το επικίνδυνο σκύψιμο του Άτσι, πάνω από τη θάλασσα. Εξαιρετικά κινηματογραφημένη είναι και η σκηνή στο μαχαλά των τρανς, όπου η κάμερα, σε μια αποκαλυπτική συνεχόμενη κίνηση προς τα πάνω, καταγράφει σε κόντρ πλονζέ όλα τα τρανς κορίτσια στους ορόφους μιας πολυκατοικίας, καθώς βγαίνουν σχεδόν ταυτόχρονα στο πρεβάζι του παραθύρου, έτοιμα για κουτσομπολιό, θυμίζοντας έντονα ιταλικές νεορεαλιστικές ταινίες.
Στα χνάρια του περίφημου ντοκιμαντέρ του Φατίχ Ακίν «Ο ήχος της πόλης» (2005), μουσικό οδοιπορικό στην παραδοσιακή και σύγχρονη μουσική της Κωνσταντινούπολης, η ανατολίτικη μητρόπολη του Λεβάν Ακίν εύστοχα περιγράφεται σαν μουσική όαση, πλημμυρισμένη από μουσικές και τραγούδια στους δρόμους, τα ερωτικά σουξέ του ’60, που εντείνουν το λαϊκό συναισθηματικό αντίκτυπο, μεταξύ προλεταριακού περιθώριου στον Παζολίνι και παρδαλού τρανς ερωτισμού σε Φελίνι και Αλμοδόβαρ, αλλά και οι αυθεντικές παραδοσιακές μουσικές, από πλανόδιους μουσικούς. Ανάμεσά τους και το πιτσιρίκι της ταινίας, βασισμένο στην εικονογραφική παράδοση πινάκων με χαμίνια του ισπανικού μπαρόκ, που τραγουδάει με το σάζι του από ταβέρνα σε ταβέρνα, αλλά και οργανοπαίχτες, που παίζουν τσιφτετέλι με κλαρίνο και τουμπερλέκι.
Με μοναδικό γεωργιανό άκουσμα, πριν την αναχώρηση για Τουρκία, ένα παραδοσιακό τραγούδι από γυναικεία χορωδία, το ηχητικό πεδίο της ταινίας πλημμυρίζει από τούρκικα τραγούδια, μόλις οι πρωταγωνιστές περάσουν στην τουρκική πλευρά, ενώ οχλαγωγία και πολυεθνική πανσπερμία συμπυκνώνουν την χαοτική ατμόσφαιρα στα γενικά πλάνα πλήθους, σε υπαίθριες αγορές και στα γεμάτα κόσμο πεζοδρόμια, όπου μετά βίας διακρίνουμε τους πρωταγωνιστές.
Η ταινία περιβάλλεται από μια εξαιρετική επιλογή τούρκικων τραγουδιών του ποπ-λαϊκού ρεπερτορίου των δεκαετιών ’60 -’80, από πλειάδα διάσημων Τούρκων λαϊκών ερμηνευτών -Μουσλούμ Γκιουρσές, Φερντί Οζμπεγκέν και Καμουράν Ακόρ- τον σημαντικό Τούρκο λαϊκό βάρδο και βιρτουόζο στο σάζι Νεσέτ Ερτάς, της ασίκικης μουσικής παράδοσης, μέχρι και τον τουρκοεβραίο πολύγλωσσο τραγουδιστή του ’50, Ντάριο Μορένο, καθώς και τις δημοφιλείς ποπ λαϊκές τραγουδίστριες του ’70 και του ’80, Σελντά Μπετχτσάν και Σεζέν Αξού, τα πονεμένα ερωτικά τραγούδια της οποίας, σιγοτραγουδάει η Εβρίμ. Η ταινία κλείνει με το θλιμμένο γαλλόφωνο τραγούδι του ’60 «Ne pleure pas», από την φημισμένη Τουρκάλα τραγουδίστρια Τουλάι Τζερμάν, πάνω στο φέριμποτ που διασχίζει το Βόσπορο.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]
INFO
Στον κινηματογράφο Τριανόν, τη Δευτέρα 4/11/2024 προβάλλεται στις 20:00 το ντοκιμαντέρ «RadioSol: Η Συχνότητα της Κρίσης». Γενική Είσοδος 5€.