Οι τροϊκανοί δεν έπεισαν, αλλά φόβισαν το εκλογικό σώμα. Του Ερρίκου Φινάλη
Την προηγούμενη Παρασκευή ένας στους δύο Ιρλανδούς πολίτες πήγε στις κάλπες, στο δημοψήφισμα για την Ευρωσυνθήκη. Όχι ακριβώς ένας στους δύο, βέβαια, αλλά μάλλον ένας στους τρεις – αν λάβουμε υπόψη ότι σχεδόν δύο εκατομμύρια Ιρλανδοί δεν δικαιούνταν να ψηφίσουν, αφού ζουν ακόμη κάτω από την υποχρεωτική θαλπωρή της Αυτής Μεγαλειότητας της βασίλισσας Ελισάβετ στην υπό βρετανική κατοχή Βόρεια Ιρλανδία. Εν πάση περιπτώσει, από το 50% των εκλογέων που άσκησαν το δικαίωμά τους, το 60% ψήφισε υπέρ και το 40% κατά της Ευρωσυνθήκης. Ήταν ένα αποτέλεσμα μάλλον αναμενόμενο και από τους οπαδούς του ΟΧΙ, παρόλο που μέχρι την τελευταία στιγμή έδωσαν με αποφασιστικότητα έναν άνισο αγώνα για την αποτροπή της υιοθέτησης της Ευρωσυνθήκης. Από την άλλη, αν και πρόσφερε μια προσωρινή ανάσα στο τροϊκανό στρατόπεδο, δεν του δίνει βέβαια και τον αέρα να πανηγυρίζει – όπως επισημαίνει και το σοσιαλιστικό ρεπουμπλικανικό κόμμα éirígí, «πρακτικά, λιγότερο από ένα στα έξι εκατομμύρια ενήλικων Ιρλανδών υπερψήφισε τη συνθήκη, και από αυτούς οι περισσότεροι όχι επειδή πείστηκαν αλλά επειδή εκφοβίστηκαν».
Αυτή η εκτίμηση δεν είναι υπερβολική: το στρατόπεδο του «ναι» βομβάρδισε τους Ιρλανδούς πολίτες με μια δίχως προηγούμενο καμπάνια απειλών, η οποία δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει αυτό που ζούμε τώρα στην Ελλάδα. Όλα τα «μεγάλα» παραδοσιακά πολιτικά κόμματα (από την κεντροδεξιά του Fine Gael και του Fianna Fáil ως την κεντροαριστερά των Εργατικών, περιλαμβανομένων και των Πράσινων), όλες οι εργοδοτικές οργανώσεις, το μεγαλύτερο τμήμα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι τράπεζες, η συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ, ακόμη και οι υποτίθεται «ουδέτερες» κρατικές υπηρεσίες όπως η Υπηρεσία Εθνικού Θησαυροφυλακίου, και φυσικά οι εκπρόσωποι της τρόικας, συνέπηξαν ένα ισχυρό μέτωπο για την τρομοκράτηση του εκλογικού σώματος. «Πού θα βρούμε λεφτά αν πούμε ΟΧΙ στην Ευρώπη;», «Η Ιρλανδία θα υποστεί άτακτη χρεοκοπία σε περίπτωση επικράτησης του ΟΧΙ», «Το ΟΧΙ θα φέρει ακόμη μεγαλύτερη ανεργία και η Ιρλανδία θα ξαναζήσει τη Μεγάλη Πείνα». Τέτοιας ποιότητας ήταν τα «επιχειρήματα» του στρατοπέδου των οπαδών της ευρωσυνθήκης.
Στην απέναντι πλευρά, η καμπάνια του ΟΧΙ ήταν οργανωτικά αδύναμη. Πέρα από το Sinn Fein (που ναι μεν έχει δυναμώσει θεαματικά στην ανεξάρτητη Ιρλανδία, αλλά εξακολουθεί να έχει τη βασική επιρροή του στον υπό βρετανική κυριαρχία Βορρά), το ΟΧΙ υποστήριξαν μονάχα οι μικρές οργανώσεις της Αριστεράς, όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το σοσιαλιστικό ρεπουμπλικανικό κόμμα éirígí, το Κ.Κ. Ιρλανδίας, ορισμένα συνδικάτα, και μια σειρά λαϊκών επιτροπών βάσης. Αυτές οι δυνάμεις (που επιπλέον δεν κινήθηκαν πάντα με ενιαίο τρόπο σε μια κοινή καμπάνια για το ΟΧΙ…) είχαν να αντιμετωπίσουν το βαρύ πυροβολικό του μονολιθικά ενωμένου τροϊκανού στρατοπέδου. Γι’ αυτό άλλωστε τα πρώτα γκάλοπ έδιναν στο «ναι» από 70 έως 80%. Όμως ο «ανταρτοπόλεμος» του ΟΧΙ κατάφερε να ανακόψει σε μεγάλο βαθμό το κύμα εκφοβισμού του ιρλανδικού λαού, εγγράφοντας υποθήκη για το προσεχές μέλλον, το οποίο αναπόφευκτα θα σημαδευτεί από ακόμη βαθύτερη αποτυχία των πολιτικών λιτότητας που επιβλήθηκαν στον ιρλανδικό λαό κατ’ απαίτηση της ίδιας τρόικας που καταστρέφει και την Ελλάδα.
Η καμπάνια του ΟΧΙ σημείωσε τη μεγαλύτερη απήχηση στα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα, αυτά ακριβώς που έχουν πληγεί μέχρι τώρα περισσότερο από την πολιτική της τρόικας και των «παραδοσιακών» κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων που την υπηρετούν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΟΧΙ πλειοψήφησε σε πολλές φτωχές αγροτικές περιοχές και στις εργατικές γειτονιές των πόλεων, που σήμερα εγκαταλείπονται μαζικά από δεκάδες χιλιάδες κατοίκους τους οι οποίοι δημιουργούν ένα νέο μεταναστευτικό ρεύμα σε αναζήτηση καλύτερης τύχης μακριά από την πατρίδα τους. Αντίθετα, το «ναι» σημείωσε θεαματική επιτυχία για παράδειγμα στο νότιο και νοτιοανατολικό Δουβλίνο, όπου συγκεντρώνονται τα πιο εύπορα στρώματα του πληθυσμού. Μ’ αυτή την έννοια, ο υποτιθέμενος οδοστρωτήρας του τροϊκανού στρατοπέδου δεν κατάφερε να ισοπεδώσει την αντίσταση πλατιών λαϊκών στρωμάτων που, παρά την αδυναμία της ιρλανδικής Αριστεράς να προσφέρει μια άμεση προοπτική διεξόδου, συνειδητοποιούν ολοένα και περισσότερο ότι η πολιτική των κυρίαρχων τάξεων και των «αγορών» θα οδηγήσει σε ακόμη βαθύτερη κρίση.
Το Sinn Fein και οι μικρότερες οργανώσεις της Αριστεράς, έχοντας καταφέρει να διευρύνουν την επιρροή τους ενάντια στο συστημικό πολιτικό μπλοκ (που στις εκλογές του 2011 είχε συγκεντρώσει πάνω από το 75% των ψήφων), τώρα προετοιμάζονται για να αντιμετωπίσουν συνθήκες ακόμη πιο ακραίας φτωχοποίησης και να συγκροτήσουν μια εναλλακτική λύση απέναντι στο κατ’ εξακολούθηση αποτυχημένο «ιρλανδικό μοντέλο». Την ίδια στιγμή συνεχίζεται η μάχη στο μέτωπο των χαρατσιών, με το μισό πληθυσμό της Ιρλανδίας να αρνείται μέχρι στιγμής να πληρώσει τα «έκτακτα» χαράτσια των τροϊκανών στην κατοικία και στο νερό. Οι λαϊκές συνελεύσεις που πρωτοστατούν σε αυτό το κίνημα ανυπακοής συσπειρώνουν δεκάδες χιλιάδες πολιτών, συνεισφέροντας στο πρόπλασμα ενός μετώπου που θα ανοίξει το δρόμο για την απαλλαγή της Ιρλανδίας από την καταστροφική θηλιά της τρόικας, των «αγορών» και του πολιτικού προσωπικού τους.
Αυτή η εκτίμηση δεν είναι υπερβολική: το στρατόπεδο του «ναι» βομβάρδισε τους Ιρλανδούς πολίτες με μια δίχως προηγούμενο καμπάνια απειλών, η οποία δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει αυτό που ζούμε τώρα στην Ελλάδα. Όλα τα «μεγάλα» παραδοσιακά πολιτικά κόμματα (από την κεντροδεξιά του Fine Gael και του Fianna Fáil ως την κεντροαριστερά των Εργατικών, περιλαμβανομένων και των Πράσινων), όλες οι εργοδοτικές οργανώσεις, το μεγαλύτερο τμήμα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι τράπεζες, η συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ, ακόμη και οι υποτίθεται «ουδέτερες» κρατικές υπηρεσίες όπως η Υπηρεσία Εθνικού Θησαυροφυλακίου, και φυσικά οι εκπρόσωποι της τρόικας, συνέπηξαν ένα ισχυρό μέτωπο για την τρομοκράτηση του εκλογικού σώματος. «Πού θα βρούμε λεφτά αν πούμε ΟΧΙ στην Ευρώπη;», «Η Ιρλανδία θα υποστεί άτακτη χρεοκοπία σε περίπτωση επικράτησης του ΟΧΙ», «Το ΟΧΙ θα φέρει ακόμη μεγαλύτερη ανεργία και η Ιρλανδία θα ξαναζήσει τη Μεγάλη Πείνα». Τέτοιας ποιότητας ήταν τα «επιχειρήματα» του στρατοπέδου των οπαδών της ευρωσυνθήκης.
Στην απέναντι πλευρά, η καμπάνια του ΟΧΙ ήταν οργανωτικά αδύναμη. Πέρα από το Sinn Fein (που ναι μεν έχει δυναμώσει θεαματικά στην ανεξάρτητη Ιρλανδία, αλλά εξακολουθεί να έχει τη βασική επιρροή του στον υπό βρετανική κυριαρχία Βορρά), το ΟΧΙ υποστήριξαν μονάχα οι μικρές οργανώσεις της Αριστεράς, όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το σοσιαλιστικό ρεπουμπλικανικό κόμμα éirígí, το Κ.Κ. Ιρλανδίας, ορισμένα συνδικάτα, και μια σειρά λαϊκών επιτροπών βάσης. Αυτές οι δυνάμεις (που επιπλέον δεν κινήθηκαν πάντα με ενιαίο τρόπο σε μια κοινή καμπάνια για το ΟΧΙ…) είχαν να αντιμετωπίσουν το βαρύ πυροβολικό του μονολιθικά ενωμένου τροϊκανού στρατοπέδου. Γι’ αυτό άλλωστε τα πρώτα γκάλοπ έδιναν στο «ναι» από 70 έως 80%. Όμως ο «ανταρτοπόλεμος» του ΟΧΙ κατάφερε να ανακόψει σε μεγάλο βαθμό το κύμα εκφοβισμού του ιρλανδικού λαού, εγγράφοντας υποθήκη για το προσεχές μέλλον, το οποίο αναπόφευκτα θα σημαδευτεί από ακόμη βαθύτερη αποτυχία των πολιτικών λιτότητας που επιβλήθηκαν στον ιρλανδικό λαό κατ’ απαίτηση της ίδιας τρόικας που καταστρέφει και την Ελλάδα.
Η καμπάνια του ΟΧΙ σημείωσε τη μεγαλύτερη απήχηση στα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα, αυτά ακριβώς που έχουν πληγεί μέχρι τώρα περισσότερο από την πολιτική της τρόικας και των «παραδοσιακών» κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων που την υπηρετούν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΟΧΙ πλειοψήφησε σε πολλές φτωχές αγροτικές περιοχές και στις εργατικές γειτονιές των πόλεων, που σήμερα εγκαταλείπονται μαζικά από δεκάδες χιλιάδες κατοίκους τους οι οποίοι δημιουργούν ένα νέο μεταναστευτικό ρεύμα σε αναζήτηση καλύτερης τύχης μακριά από την πατρίδα τους. Αντίθετα, το «ναι» σημείωσε θεαματική επιτυχία για παράδειγμα στο νότιο και νοτιοανατολικό Δουβλίνο, όπου συγκεντρώνονται τα πιο εύπορα στρώματα του πληθυσμού. Μ’ αυτή την έννοια, ο υποτιθέμενος οδοστρωτήρας του τροϊκανού στρατοπέδου δεν κατάφερε να ισοπεδώσει την αντίσταση πλατιών λαϊκών στρωμάτων που, παρά την αδυναμία της ιρλανδικής Αριστεράς να προσφέρει μια άμεση προοπτική διεξόδου, συνειδητοποιούν ολοένα και περισσότερο ότι η πολιτική των κυρίαρχων τάξεων και των «αγορών» θα οδηγήσει σε ακόμη βαθύτερη κρίση.
Το Sinn Fein και οι μικρότερες οργανώσεις της Αριστεράς, έχοντας καταφέρει να διευρύνουν την επιρροή τους ενάντια στο συστημικό πολιτικό μπλοκ (που στις εκλογές του 2011 είχε συγκεντρώσει πάνω από το 75% των ψήφων), τώρα προετοιμάζονται για να αντιμετωπίσουν συνθήκες ακόμη πιο ακραίας φτωχοποίησης και να συγκροτήσουν μια εναλλακτική λύση απέναντι στο κατ’ εξακολούθηση αποτυχημένο «ιρλανδικό μοντέλο». Την ίδια στιγμή συνεχίζεται η μάχη στο μέτωπο των χαρατσιών, με το μισό πληθυσμό της Ιρλανδίας να αρνείται μέχρι στιγμής να πληρώσει τα «έκτακτα» χαράτσια των τροϊκανών στην κατοικία και στο νερό. Οι λαϊκές συνελεύσεις που πρωτοστατούν σε αυτό το κίνημα ανυπακοής συσπειρώνουν δεκάδες χιλιάδες πολιτών, συνεισφέροντας στο πρόπλασμα ενός μετώπου που θα ανοίξει το δρόμο για την απαλλαγή της Ιρλανδίας από την καταστροφική θηλιά της τρόικας, των «αγορών» και του πολιτικού προσωπικού τους.
Σχόλια