του Βασίλη Κων/νου Φούσκα*

Με ικανοποιεί ιδιαίτερα που «Το μελάνωμα της Κύπρου. Οι ευθύνες των Κων/νου Καραμανλή και Ευάγγελου Αβέρωφ για τη Κυπριακή τραγωδία» (εκδ. Επίκεντρο, 2024) έχει σχολιαστεί ευρέως, κατά κόρον επαινετικά, και μάλιστα από πολύ αξιόλογους διανοητές, στρατιωτικούς, δημοσιολόγους, πρέσβεις, γενικά από μια πολύ μεγάλη μερίδα ανθρώπων με πολλές, βαθιές και ποικίλες γνώσεις για το Κυπριακό ζήτημα. Το αγκάλιασε, πρέπει να πω, και μεγάλη μερίδα της Ελλαδικής και Κυπριακής κοινωνίας, αν κρίνω από τον αριθμό των ανατυπώσεων που έχει κάνει μέχρι σήμερα και από την υποδοχή που είχαν οι επισκέψεις μου στην Αθήνα (Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο) και τη Λευκωσία (Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας), όπου το παρουσίασα. Ωστόσο, επικρατεί «σιγή ιχθύος» από τα επίσημα ΜΜΕ της Ελλάδας, τόσο της κεντροδεξιάς όσο και της κεντροαριστεράς, αλλά και του ΚΚΕ, και από τους ιστορικούς του επίσημου αφηγήματος της «μεταπολίτευσης», το οποίο εκθειάζει τους χειρισμούς Καραμανλή-Αβέρωφ το καλοκαίρι του 1974. Έτσι είμαι διπλά ικανοποιημένος από την πιο πρόσφατη βιβλιοκριτική της μελέτης μου από έναν μη-επαγγελματία ιστορικό, τον Στυλιανό Περράκη στη TheBooks’ Journal (Φεβρουάριος 2025), η δι-επιστημονική ευρύτητα των γνώσεων του οποίου έρχεται να αμφισβητήσει πτυχές των επιχειρημάτων μου. Ευχαριστώ ιδιαίτερα την Journal η οποία φιλοξένησε μια τέτοια αξιόλογη κριτική. Άλλα μέσα επικοινωνίας δεν το τόλμησαν. Ωστόσο, η δημοσίευση της απάντησής μου από το εν λόγω περιοδικό (Μάρτιος 2025) δεν δημοσιεύτηκε πλήρως λόγω έλλειψης χώρου. Έκρινα ότι οι αιτιάσεις του Περράκη χρήζουν πλήρους απάντησης διότι αφορούν όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και ένα πολύ ευρύτερο φάσμα απόψεων διάχυτο μέσα στην Ελλαδική διανόηση και δημοσιογραφία, ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης – αλλά όχι τόσο στην Κυπριακή. Ο τρόπος που οργάνωσα την απάντησή μου θα τον βοηθήσει επίσης να μου ανταπαντήσει, αν επιθυμεί, από το ανοιχτό βήμα του Δρόμου ή άλλου εντύπου / ιστοσελίδας. Βεβαίως, οποιαδήποτε άλλη παρέμβαση σ’ αυτό τον διάλογο με σεβασμό στην αρχειακή ιστορική έρευνα είναι κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενη.

1. Η παρουσίαση του Περράκη αποσιωπά πάρα πολλά προκειμένου να δώσει κατεύθυνση και εγκυρότητα στο επιχείρημα ότι όλα έγιναν σωστά από τους Καραμανλή-Αβέρωφ, και ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα το διαφορετικό. Αυτό –για να ξεκινήσουμε από τη μέθοδο της ιστορίας– είναι λάθος, διότι πάντοτε υπάρχουν εναλλακτικές (ή υπαλλακτικές) λύσεις στην ιστορία. Ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές/υπαλλακτικές λύσεις είναι κάτι βαθύτατα Χεγγελιανό και Μαρξιστικό, διότι αποδέχεται σε φιλοσοφικό επίπεδο ή την κίνηση της ιδέας μέσω μιας διαλεκτικής αιτιοκρατίας (Χέγκελ), ή τη διαλεκτική κίνηση της ύληςμε τον καθορισμό «σε τελική ανάλυση», που είναι η προσέγγιση του Μαρξ, ο οποίος «αναποδογύρισε τη διαλεκτική του Χέγκελ» με την «οικονομία να καθορίζει σε τελική ανάλυση». Ωσάν όλα να ήταν αναγκαία και νομοτελειακά να γίνουν όπως έγιναν. Η υιοθέτηση της μεθοδολογίας αυτής από τον Περράκη γίνεται αυθόρμητα και εν αγνοία του. Ωστόσο, αυτό δεν τον αφήνει στο απυρόβλητο. Υπάρχουν συνέπειες. Από τις πρώτες κιόλας γραμμές διαφαίνεται η πολιτικο-ιδεολογική του τοποθέτηση, η οποία είναι αυτή του κυρίαρχου αφηγήματος της μεταπολίτευσης, δηλ. του αφηγήματος της δεξιάς παράταξης. «Τα πενήντα χρόνια που πέρασαν από τότε [το 1974] ήταν μια συνεχή πρόοδος δημοκρατικής διακυβέρνησης από ελεύθερα εκλεγμένους ηγέτες (…). Τέτοια πεντηκονταετία, με τη δημοκρατία να συνυπάρχει με οικονομική ανάπτυξη και σχετική ευημερία, δεν είχε δει ποτέ πριν η Ελλάδα στα 200 χρόνια της σύγχρονης ύπαρξής της!». Τα πράγματα, βέβαια, δεν είναι καθόλου έτσι. Τηρουμένων όλων των ιστορικών και κοινωνικών αναλογιών, η Ελλάδα γνώρισε μεγάλη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη τόσο την περίοδο της διαμάχης μεταξύ των Τρικούπη και Δηλιγιάννη τον 19ο αι., όσο και την περίοδο της αντιπαράθεσης μεταξύ του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Βασιλιά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. Η χώρα, επιπλέον, γνωρίζει την οικονομική-βιομηχανική της απογείωση, όπως και άλλες Ευρω-Ατλαντικές χώρες, τις δύο «χρυσές δεκαετίες» (1950-1970), μια απογείωση που ανακόπτεται με την κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς το 1971 και τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις (1973 και 1979). Από εκεί και μετά, η οικονομική δυναμική της Ελλάδας παίρνει την κατιούσα και το δημόσιο χρέος της την ανιούσα, μια πορεία που καταλήγει στη χρεωκοπία του 2010-2015 μέσα στη ζώνη του Ευρώ, με συνεπακόλουθο τη μονιμοποίηση της ακραιφνούς λιτότητας για δεκαετίες. Ιστορικές-αρχειακές μελέτες που εντρυφούν στις πρώτες Καραμανλικές κυβερνήσεις της περιόδου 1974-80, όπως αυτή του Βαγγέλη Γεωργίου, «Ελλάς, ΕΟΚ, Εμπιστευτικό»,μας δείχνουν ότι η εσπευσμένη στρατηγική του Καραμανλή για πρώιμη είσοδο στην ΕΟΚ πριν την Ισπανία και Πορτογαλία μάλλον έβλαψε τη βιομηχανία και συνολικά την πολιτική οικονομία της χώρας, διότι η Ελλάδα δεν είχε ακόμη διαμορφώσει τις κατάλληλες θεσμικές-οικονομικές υποδομές, τόσο σε βιομηχανικό όσο και σε αγροτικό επίπεδο, προκειμένου να ανταπεξέλθει τον οικονομικό ανταγωνισμό μέσα στην ΕΟΚ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση στο έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών της και την παραπέρα απίσχναση της βιομηχανίας της και του αγροτικού της τομέα. Η 50ετία, λοιπόν, δεν ήταν ρόδινη και δεν πρέπει να ωραιοποιείται. Ο Καραμανλής δεν ήταν κανένας «αρχιτέκτονας οικονομικού θαύματος», όπως ισχυρίζεται ο Περράκης. Πώς μπορούσε εξάλλου; Ξεκίνησε μία Κεϋνσιανή πολιτική παρέμβασης στην ενεργό ζήτηση με κρατικοποιήσεις και άλλα μέτρα, από τη στιγμή που ο Κεϋνσιανισμός ήταν σε υποχώρηση παντού στο κόσμο. Ακόμα πιο άτυχος ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου τη δεκαετία του 1980, ο οποίος –φήμες λένε– όταν είδε την αποτυχία του σοσιαλιστικού προγράμματος του Μιτεράν στη Γαλλία το 1983 έπαθε κατάθλιψη. Άρα, γιατί να ωραιοποιείται η μεταπολίτευση και τα κόμματά της; Εν πάση περιπτώσει, αυτά ο Περράκης, ως οικονομολόγος, όφειλε να τα γνωρίζει. Εάν τα γνωρίζει, τότε τα αποσιωπά διότι, λέω μετά λύπης, η πολιτική του ιδεολογία κατισχύει της επιστήμης της ιστορίας την οποία υποτίθεται ότι υπηρετεί.

Ο Καραμανλής σε συνέντευξή του στη Le Monde τον Νοέμβριο του 1967, δήλωσε ότι οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα είναι πολύ πιο σημαντικές από τις σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σαφέστατη και ειλικρινέστατη δήλωση ενός ΝΑΤΟϊκού, αλλά όχι Έλληνα, ηγέτη. Ωστόσο, θα διεκδικούσε δημοκρατική εντολή να κυβερνήσει από τον Ελληνικό κι όχι από τον Τουρκικό ή τον Αμερικανικό λαό

2.«Το μελάνωμα της Κύπρου»δείχνει ότι η Καραμανλική-Αβερωφική πολιτική δεν διεπόταν από καμία «ιστορική αναγκαιότητα τύπου ΤΙΝΑ (ThereIsNoAlternative)», εκτός κι αν δεχτούμε τους ΝΑΤΟϊκούς δομικούς περιορισμούς ως τέτοια, οπότε εξαφανίζεται και ο ρόλος του (πολιτικού) υποκειμένου στην ιστορία. Το ότι αυτό δεν είναι τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από δομισμός, Μαρξιανής (Λουί Αλτουσέρ στη Γαλλία) ή φιλελεύθερης καταγωγής (Φρήντριχ Χάγιεκ και Αυστρο-Γερμανοί ορντοφιλελεύθεροι), αυτό δεν έχει καμία σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι το μεθοδολογικό σφάλμα όλων των διανοητών που υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να γίνει ιστορία με τα «αν» (counter-factualhistory). Ο Περράκης αποσιωπά τη πάγια θέση του Αβέρωφ που πάντα πίστευε ότι «η Κύπρος είναι στρατιωτικά υποθηκευμένη στην Τουρκία», θέση την οποία υπηρέτησε ο Αβέρωφ από τη δεκαετία του 1950. Κι αυτό δεν αλλάζει, έτσι είναι, πρόκειται για «δομικό καθορισμό» λόγω «γεωγραφίας» – τι ατυχία! Ως υπουργός Άμυνας τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1974 θα περίμενε κανείς να πράξει κάτι το διαφορετικό από αυτό που πίστευε; Κι αν είναι η γεωγραφία τόσο καθοριστικός παράγοντας, τότε γιατί να μην ισχύει το ίδιο για τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου; Πιο μακριά είναι αυτά από τη Τουρκία;

3. Η Αβερωφική αυτή αντίληψη, την οποία προσυπέγραψε ο Καραμανλής –τείνω να πιστεύω ότι ο Αβέρωφ και όχι ο Καραμανλής είχε την πιο ολοκληρωμένη ενδοτική άποψη για το Κυπριακό– οδήγησε στην πλήρη υιοθέτηση εκ μέρους της Ελλάδας του ελάχιστου στόχου του Τουρκικού εθνικισμού στην Κύπρο, που ήταν η διχοτόμηση (ο μέγιστος ήταν ο στρατηγικός έλεγχος όλης της Κύπρου). Γι’ αυτό και συνωμοτικά συμφωνήθηκαν θέματα αρχής ήδη από το 1956, όπως η παραχώρηση στρατιωτικής Τουρκικής βάσης στη Κύπρο και έξοδο της Τ/Κ κοινότητας στη θάλασσα, τη στιγμή που η ΕΟΚΑ αγωνιζόταν για αυτοδιάθεση και ανόθευτη ένωση με την Ελλάδα. Αυτό αποσιωπείται από τον Περράκη. Είναι όμως καίριο για να κατανοήσει κανείς το βασικό επιχείρημα της μελέτης, ότι υπάρχει ακραιφνής συνέχεια της Ελληνικής πολιτικής στρατηγικής για το Κυπριακό, μιας πολιτικής βαθύτατα υποχωρητικής, από το 1956 έως το 1974. Αυτή η πολιτική, ακραιφνώς ΝΑΤΟϊκή, υπονόμευε σε κάθε βήμα την πολιτική του Μακαρίου για μια ανεξάρτητη και αδέσμευτη Κύπρο. Κοντολογίς, η χούντα δεν επινόησε πολιτική στρατηγική για το Κυπριακό. Το πρωτόκολλο της διχοτόμησης το έφτιαξαν από κοινού οι Καραμανλής-Αβέρωφ από το 1956, και πάνω σ’ αυτό βάδισαν όλες οι Ελληνικές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης του Γεωργίου Παπανδρέου και της Χούντας Ι (Παπαδόπουλος) και ΙΙ (Ιωαννίδης-Γκιζίκης). Συνεπώς, δεν χρεώνω μόνο, ή κυρίως, στους Καραμανλή-Αβέρωφ τη δυσλειτουργικότητα του Συντάγματος του 1960 που ανάγκασαν (μαζί με την Αγγλία) το Μακάριο να υπογράψει. Τους χρεώνω ότι συνωμότησαν πίσω από τις πλάτες του Κυπριακού λαού και της ηγεσίας του τη διχοτόμηση της Κύπρου με την Τουρκία τη στιγμή που απαγχονιζόταν ο Παλληκαρίδης. Εδώ τίθεται και ένα ζήτημα πολιτικής ηθικής. Σ’ αυτό πρέπει να πάρει θέση όχι μόνο ο Περράκης αλλά ολόκληρη η πολιτική και πνευματική ηγεσία της Ελλάδας, διότι μόνο όταν αντικρύσουμε κατάματα αυτό το παρελθόν θα αξίζουμε τους βουβούς επαίνους των πεσόντων μας. Η γραφίδα, η δική μου και του Περράκη, η γραφίδα και ο ελεύθερος νοηματισμός όλων μας, οφείλεται στην οντολογία των πεσόντων του λαού μας.

4. Η μελέτη μου είναι περιγραφική και οι όποιες αξιολογήσεις («ατολμία Καραμανλή») είναι απόρροια κοινής λογικής, ειδικά όταν έχεις εντρυφήσει εξονυχιστικά για πάρα πολλά χρόνια σε πλείστα αρχεία. Ο Πανουργιάς Πανουργιάς συμβούλευσε τον Καραμανλή να διώξει όλους τους χουντικούς αξιωματικούς. Ο Καραμανλής δεν το έπραξε. Λάμβανε μάλιστα γνωμοδοτήσεις από αυτούς για το αν η Ελλάδα μπορεί να επέμβει στη Κύπρο! Ο Περράκης αποφεύγει ν’ αναφερθεί όχι απλά στην μη-αποστολή των Φάντομ, τα οποία είχαν επιχειρησιακό χρόνο 8-10 λεπτών πάνω από τη Κύπρο με επιστροφή στη Κρήτη. Αποφεύγει επίσης να αναφερθεί στην παντελή απουσία απειλής από τον Καραμανλή προς τον Κίσινγκερ ότι η Ελλάδα, αν η Τουρκία δεν σταματήσει την προώθηση και συνεχή ενίσχυση των δυνάμεών της κατά την ψευτο-εκεχειρία, θα εφαρμόσει τα σχέδια αμύνης της Κύπρου («Σχέδιο Κ»). Δυστυχώς, ο συγγραφέας δεν έχει μελετήσει τους διαλόγους Κίσινγκερ-Καραμανλή, συνήθως διά τηλεφώνου. Αυτοί δείχνουν το πόσο δεδομένος και υποτακτικός ήταν ο Καραμανλής και το ότι έδρασε περισσότερο ως ΝΑΤΟϊκός παρά ως ηγέτης του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι, ακόμα, λάθος να υποστηρίζεται ότι οι Καραμανλής-Αβέρωφ, από το 1963 μέχρι το 1974, δεν φέρουν ευθύνες για τη Κύπρο. Δεν φέρουν ευθύνες από θέσεις εξουσίας διότι δεν ήταν στην εξουσία. Φέρουν, ωστόσο, ευθύνες ιδεολογικές και πολιτικές. Θα θυμίσω δύο μόνο παραδείγματα στα οποία αναφέρεται «Το μελάνωμα»και που ο Περράκης αποσιωπά: το περίφημο «Σεμινάριο της Ρώμης» το 1973 με τον «γεφυροποιό» Αβέρωφ, και η δήλωση του Καραμανλή σε συνέντευξή του στη LeMonde τον Νοέμβριο του 1967, ότι οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα είναι πολύ πιο σημαντικές από τις σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σαφέστατη και ειλικρινέστατη δήλωση ενός ΝΑΤΟϊκού, αλλά όχι Έλληνα, ηγέτη. Ωστόσο, θα διεκδικούσε δημοκρατική εντολή να κυβερνήσει από τον Ελληνικό κι όχι από τον Τουρκικό ή τον Αμερικανικό λαό.

5. Ο Περράκης ισχυρίζεται ότι πιθανή στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας στην Κύπρο με απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή-Αβέρωφ θα σήμαινε Ελληνοτουρκικό πόλεμο και πιθανή κατάληψη νησιών του Αιγαίου από τη Τουρκία – εξάλλου ο Ελληνικός στρατός ήταν διαλυμένος, πώς ήταν δυνατόν να πάει σε πόλεμο; Αυτό δεν ισχύει, και υπάρχουν πάρα πολλές μαρτυρίες που το επιβεβαιώνουν. Τα τελευταία δελτία της ΚΥΠ που απελευθερώθηκαν τον περασμένο Νοέμβριο δείχνουν καθαρά ότι η Τουρκία είχε αμυντική διάταξη δυνάμεων, όχι επιθετική. Το θέατρο των επιχειρήσεων ήταν η Κυπριακή ζώνη. Ουδείς πόλεμος θα γινόταν στο Αιγαίο και ουδένα Ελληνικό νησί κινδύνευε τότε. Σήμερα, παρεμπιπτόντως, ίσως κινδυνεύουν περισσότερο. Τα Ελληνικά νησιά κινδύνευσαν (και κινδυνεύουν) με την ιστορική υποχωρητικότητα του Μπίτσιου, του Καραμανλή και των απογόνων τους στο θέμα της αποστρατιωτικοποίησής τους, κάτι που συζητήθηκε ήδη το 1974 και εφεξής. Αυτό είναι κάτι που επίσης αποσιωπείται από τη βιβλιοκριτική του Περράκη. Θα μπορούσε, άραγε, ο Περράκης να μαντέψει το τι μπορεί να συζητιέται σήμερα «κεκλεισμένων των θυρών» μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών επιτελείων των αντίστοιχων ΥΠΕΞ με βάση την πυξίδα που του δίνει «Το μελάνωμα»και με βάση τον διάλογο Μπίτσιου-Κίσινγκερ στη Ρώμη το Νοέμβριο του 1974, όταν ο Μπίτσιος δέχτηκε την αποστρατιωτικοποίηση υπό τον όρο να υπάρχουν «διεθνείς εγγυήσεις»; Εν πάση περιπτώσει, ούτε το 1974, ούτε το 1987, ούτε το 1996, ούτε το 2020 επρόκειτο να γίνει Ελληνο-τουρκικός πόλεμος. Θερμό επεισόδιο ναι, πόλεμος όχι. Διότι και οι δύο χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Αν ο Ντόναλντ Τραμπ αποσυνθέσει την Ευρω-Ατλαντική συμμαχία και προχωρήσει σε μία νέα Γιάλτα, τότε όλα αλλάζουν.

6. Το 1974 δεν ήταν μόνο η αερομεταφερόμενη μεραρχία των ΗΠΑ που συγκροτήθηκε για να επέμβει δραστικά για να σταματήσει πιθανές Ε/Τ εχθροπραξίες, αλλά ήταν επί ποδός και μονάδες από Ιταλία και Γερμανία, ενώ υπήρχε και ο 6οςΣτόλος στη Σούδα. Τίποτε το τρομερό δεν θα συνέβαινε αν ο Καραμανλής είχε την τόλμη και μόνο να απειλήσει τον Κίσινγκερ ότι θα σήκωνε τα Φάντομ από το Ηράκλειο ενώ τα υποβρύχια ήταν καθ’ οδόν. Όταν ο Παπαδόπουλος είχε παραγγείλει τα Φάντομ, η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε με επίσημο διάβημα, λέγοντας ότι η Ελλάδα δεν τα χρειάζεται για την άμυνά της κατά της Βουλγαρίας, αλλά όμως αυτά τα αεροπλάνα μπορούν να επιχειρήσουν έως την Άγκυρα και την Κύπρο και αυτό «είναι κάτι που θα κάνει αδιάλλακτη την Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό». Ποιο συμπέρασμα προκύπτει; Βεβαίως και μπορούμε να κάνουμε ιστορία με τα «αν» όταν αυτή τεκμηριώνεται αρχειακά. Τόλμη χρειάζεται και από τους ιστορικούς αλλά, το βασικότερο, από τους πολιτικούς.

Το «Σχέδιο Κ» συμπεριλάμβανε αποστολή Φάντομ, τορπιλακάτων και υποβρυχίων, όπου η Ελλάδα είχε μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα, ειδικά στα Φάντομ. Τα Φάντομ δεν πέταξαν στη Κύπρο και τα υποβρύχια δεν ενήργησαν για την εξουδετέρωση των συνεχιζόμενων αποβατικών τμημάτων του Τουρκικού στρατού κατά την ψευτο-εκεχειρία όχι από καμία Μαρξο-Χεγγελιανή «αναγκαιότητα της ιστορίας», αλλά διότι κάποιοι δεν τόλμησαν να δώσουν διαταγές απογείωσης και πλεύσης. Κι αυτοί ήταν οι Καραμανλής και Αβέρωφ

7. Ο Περράκης ισχυρίζεται ότι οι Καραμανλής-Αβέρωφ δεν ακολούθησαν χουντική πολιτική στο θέμα της άσκησης των επεμβατικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στη Κύπρο με βάση της Συνθήκη της Εγγύησης. Πώς είναι δυνατόν να αμφισβητείται αυτό εφόσον όχι μόνο συγκυβέρνησαν κοινή συναινέσει έως την εμπέδωση του 2ου Αττίλα στην Κύπρο (14-17 Αυγούστου), αλλά και αρνήθηκαν να εφαρμόσουν τα προβλεπόμενα, δηλ. το υπαρκτό σχέδιο αμύνης της Κύπρου, κάτι για το οποίο τους επέπληξε ακόμα και ο Γλαύκος Κληρίδης; Ο βασικός άξονας του «Σχεδίου Κ» δεν ήταν η αποστολή μεραρχίας στην Κύπρο. Αυτό ήταν μία adhocιδέα του Καραμανλή (είχε και άλλες) που δεν προχώρησε γιατί δεν μπορούσε να προχωρήσει εφόσον, όπως του έλεγε ο Αβέρωφ, «πώς θα ανεφοδιαστεί η μεραρχία όταν πάει, αφού καταφέρει να πάει, στην Κύπρο;» Άρα η αποστολή της μεραρχίας δεν ήταν, όπως υποστηρίζει ο Περράκης, «η μόνη ρεαλιστική αντίδραση», διότι ούτε τα σχέδια στήριζε ούτε ήταν καν ρεαλιστική από μόνη της. Το «Σχέδιο Κ» συμπεριλάμβανε, ωστόσο, αποστολή Φάντομ, τορπιλακάτων και υποβρυχίων, όπου η Ελλάδα είχε μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα, ειδικά στα Φάντομ. Τα Φάντομ δεν πέταξαν στη Κύπρο και τα υποβρύχια δεν ενήργησαν για την εξουδετέρωση των συνεχιζόμενων αποβατικών τμημάτων του Τουρκικού στρατού κατά την ψευτο-εκεχειρία όχι από καμία Μαρξο-Χεγγελιανή «αναγκαιότητα της ιστορίας», αλλά διότι κάποιοι δεν τόλμησαν να δώσουν διαταγές απογείωσης και πλεύσης. Κι αυτοί ήταν οι Καραμανλής και Αβέρωφ. Αποδεικνύω ξεκάθαρα στο «Το μελάνωμα» ότι τη φοβία των Αμερικανών για Ε/Τ πόλεμο κατάφερε να τη μεταφράσει ο Κίσινγκερ (μαζί με τον Σίσκο) σε φοβικό σύνδρομο της Ελληνικής ηγεσίας, χουντικής και Καραμανλικής, απέναντι στη Τουρκία – «μα καλά, πόλεμο θα κάνουμε με τη Τουρκία;» Η ίδια φοβία κατατρέχει και τις Ελληνικές πολιτικές ελίτ σήμερα. Τα παραπάνω, ωστόσο, εξηγούν γιατί δεν επρόκειτο ποτέ για κάτι τέτοιο, και «Το μελάνωμα» επίσης εξηγεί τι σημαίνει πολιτική ηγεσία η οποία γνωρίζει και τολμά να εφαρμόζει μία πολιτική των ορίων – μία έννοια την οποία επίσης αποφεύγει να εκτιμήσει ο Περράκης, αν και αποτελεί το θεωρητικό καταστάλαγμα της ιστορικής μου ανάλυσης.

8. Ο Περράκης έχει τις ίδιες απορίες και ενστάσεις μαζί μου που έχουν πάρα πολλοί καλοπροαίρετοι διανοούμενοι και απλοί πολίτες που προσεγγίζουν τα γεγονότα με μεγάλη δίψα για μάθηση, αλλά με πολλά κενά σε ό,τι αφορά την κατανόηση της ιστορικής λεπτομέρειας και της συνθετότητάς της. «Ο διάολος», όμως, όπως λέει μια Αγγλική παροιμία, «βρίσκεται στη λεπτομέρεια». Ο Περράκης –και πολλοί άλλοι– υπαινίσσεται ότι οι χουντικοί στρατηγοί δεν μπορούσαν να αποστρατευτούν διότι υπήρχε ακόμη ο κίνδυνος νέου πραξικοπήματος εφόσον ο Ιωαννίδης έλεγχε στρατιωτικές μονάδες στην Αττική και, ακόμα, δεν υπήρχε χρόνος. Πράγματι, τέτοιες φήμες υπήρχαν και ο Καραμανλής φρόντισε να μετασταθμεύσει μερικές Ιωαννιδικές μονάδες, αλλά το έκανε με την ίδια τη χουντική ηγεσία που συγκυβερνούσε. Ακόμα, ο Καραμανλής έλεγχε πλήρως τη στρατιά του Έβρου με τον Ιωάννη Ντάβο, έναν Καραμανλικό στρατηγό. Έχω, συνεπώς, δυσκολίες να πειστώ μ’ αυτό το επιχείρημα. Σε ό,τι αφορά το θέμα του χρόνου, αυτό είναι αστείο ακόμα και να τεθεί ως θέμα. Είναι δυνατόν να συμφώνησαν οι χουντικοί να φέρουν τον Καραμανλή, να τον ορκίσουν πρωθυπουργό στις 24 Ιουλίου τα χαράματα, και μετά να τον αφήσουν να τους απολύσει ή να τους βάλει φυλακή για προδοσία στις 25 Ιουλίου; Δεν υπάρχει λογική στο επιχείρημα της «έλλειψης χρόνου». Εκείνο που είναι επίσης σημαντικό να αναφερθεί είναι η πολιτική κατάσταση στην Κύπρο μετά την πτώση του Σαμψών. Εκεί, η ΕΟΚΑ-Β πράγματι έλεγχε τη κατάσταση και η κυβέρνηση Κληρίδη ήταν στην ουσία αυτό που ο Βάσος Λυσσαρίδης ονόμασε «μετα-πραξικόπημα», όπου ήταν μεν πολιτική η ηγεσία Κληρίδη, αλλά βασικοί μηχανισμοί του κράτους και του παρα-κράτους ελέγχονταν πλήρως από Ιωαννιδικούς της ΕΟΚΑ-Β. Αυτό ήταν και το βασικό πρόσχημα των Κίσινγκερ και Καραμανλή που καθυστέρησαν την επάνοδο του Μακαρίου στη Λευκωσία, η οποία και έγινε πολύ αργά, αρχές Δεκεμβρίου 1974. Ωστόσο, η καθυστέρηση της επιστροφής του Μακαρίου από Καραμανλή και Κίσινγκερ ήταν βασικός παράγοντας της θεμελίωσης του 2ου Αττίλα στην Κύπρο.

9. Ορθά, θα πει ο Περράκης, η συνοχή του ΝΑΤΟ το 1964-65 ήταν προτεραιότητα της Ελλάδας και, άρα, σωστά η χώρα διαπραγματεύτηκε τη «διπλή ένωση» ως συμβιβαστική λύση. Μα δεν χρειαζόταν η Ελλάδα να εμπλακεί σε τέτοιες διαπραγματεύσεις, και μάλιστα πίσω από την πλάτη του Μακαρίου και του κυπριακού λαού. Ενεπλάκη διότι πιεζόταν από ΗΠΑ και Τουρκία και διότι οι διεθνείς της δεσμεύσεις από το 1956 ήταν η υπονόμευση της πολιτικής της ανεξάρτητης Κύπρου του Μακαρίου σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου. Έτσι η Ελλάδα, αντί να στηρίξει την απόφαση 186 του Σ.Α. του ΟΗΕ τον Μάρτιο του 1964, απόφαση η οποία αναγνώριζε ως μόνο κυρίαρχο στην Κύπρο την κυβέρνηση του Μακαρίου κι όχι τους Τ/Κ θύλακες, ενεπλάκη σε συζητήσεις με τον Άτσεσον στη Γενεύη για «διπλή ένωση». «Το μελάνωμα», ωστόσο, λέει και αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν ήταν τόσο ενδοτικός όσο οι Καραμανλής-Αβέρωφ τη δεκαετία του 1950, και εξηγεί τον διπλό ρόλο της αποστολής της μεραρχίας στη Κύπρο, μεραρχία που απέσυρε η χούντα μετά τα, μάλλον στημένα, επεισόδια της Κοφίνου. Ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε κάνει εντελώς καθαρές τις Ελλαδικές θέσεις, τόσο μέσα στο Ελληνικό κοινοβούλιο όσο και κατ’ ιδίαν στον Πρόεδρο Τζόνσον, ότι σε περίπτωση που ο Ελληνικός στρατός αναγκαστεί να πολεμήσει στην Κύπρο, θα πολεμήσει κάτω από τη σημαία της ενώσεως κι όχι της διχοτόμησης ή της αδεσμεύτου ανεξαρτησίας. Αυτό και μόνο τον διαφοροποιεί από το ενδοτικό δόγμα Αβέρωφ ότι «η Κύπρος είναι στρατιωτικά υποθηκευμένη στην Τουρκία».

Οι Καραμανλής-Αβέρωφ αποστράτευσαν με τιμές όλους τους χουντικούς αμέσως μετά την εδραίωση του 2ουΑττίλα στη Κύπρο. Είχε λήξει ο ρόλος τους. Η παραμονή τους στην κυβέρνηση μέχρι την εδραίωση του 2ου Αττίλα δίνει το μεγάλο άλλοθι στους πολιτικούς της κυβέρνησης της «εθνικής ενότητας» να επιρρίψουν όλες τις πολιτικές ευθύνες στους χουντικούς, οι οποίοι όμως απαλλάχτηκαν των οποιονδήποτε ποινικών ευθυνών για το κρατοκτόνο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου

10. Δεν έχει πολύ άδικο ο Περράκης όταν λέει ότι οι θέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου για έξοδο από το ΝΑΤΟ και, έπειτα, από την ΕΟΚ, δεν πρέπει να ληφθούν σοβαρά. Άλλα έλεγε, στο κάτω-κάτω, πριν έρθει στην εξουσία το 1981 και άλλα έπραξε από θέσεις εξουσίας. Αυτό, όμως, δεν είναι αρκετό για να περάσεις κρίση πάνω στον Ανδρέα Παπανδρέου, κι αυτό είναι ένα μεθοδολογικό σφάλμα στο οποίο ο εγώ ο ίδιος είχα περιπέσει στη πρώτη διδακτορική μου διατριβή, «Λαϊκισμός και εκσυγχρονισμός. Η εκπνοή της τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, 1974-1994» (δημοσιεύτηκε στα Ελληνικά το 1995). Από τη μελέτη των αρχείων της περιόδου 1963-67 που προχωρεί ο επίσημος βιογράφος του Ανδρέα Παπανδρέου, Σπύρος Δραϊνάς, θα διαφανεί με πειστικότητα ότι ο Ανδρέας, όταν δεχόταν επιπλήξεις από την Αμερικανική πρεσβεία για τις θυελλώδεις αντι-αμερικανικές του ομιλίες τη δεκαετία του 1960, αυτό το έκανε για να συγκρατήσει τη μεγάλη επιρροή της ΕΔΑ του Ηλία Ηλιού μέσα στο εκλογικό σώμα. Δεν το έκανε με καμία προγραμματική δέσμευση εφαρμογής των όσων λέει όταν θα γινόταν κυβέρνηση και αντικαθιστούσε τον υπερήλικα πατέρα του. Ωστόσο, οι αξιωματούχοι της Πρεσβείας, οι οποίοι είχαν άπειρες συναντήσεις με τον Ανδρέα και ο οποίος προσπαθούσε να τους πείσει να μην ανησυχούν, τηλεγραφούσαν πίσω στην Ουάσινγκτον περιγράφοντας με λεπτομέρεια όλες τις συζητήσεις και διαβεβαιώσεις του Ανδρέα, με όλα τα τηλεγραφήματα να καταλήγουν ως εξής: «Αυτά μας λέει ο Ανδρέας. Εμείς όμως δεν τον πιστεύουμε». Προσωπικά πιστεύω ότι η δικτατορία έγινε γι’ αυτό το λόγο, γι’ αυτή τη δυσπιστία των Αμερικανών της Πρεσβείας των Αθηνών προς το πρόσωπο του Ανδρέα. Έχω επίσης την εντύπωση ότι αυτή τη θέση την προσυπογράφει και ο Παπαχελάς στο βιβλίο του «Η δημοκρατία στο απόσπασμα». Όντως, ο διάβολος βρίσκεται στη λεπτομέρεια. Η Ελλάδα υπήρξε πολύ άτυχη στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Αν οι ΗΠΑ στήριζαν τη κυβέρνηση των Γεωργίου και Ανδρέα Παπανδρέου και δεν την υπονόμευαν με την περίφημη «αποστασία» και το «σχέδιο Ασπίδα», αμφότερα τα οποία ήταν στενά συνδεδεμένα με το Κυπριακό, τότε η πραγματική μεταπολίτευση θα λάμβανε χώρα τότε και με την Κυπριακή Δημοκρατία ακέραια ή σε ανόθευτη ένωση με την Ελλάδα μέσα στο ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό ο Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον ζήτησε συγνώμη από την Ελλάδα. Για τίποτε άλλο.

11.  Και μια και μιλάμε για ΝΑΤΟ. Οι Καραμανλής-Αβέρωφ είτε έπρεπε να βγάλουν τη χώρα από το ΝΑΤΟ με το που ορκίζονταν ως ηγέτες κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» στις 24 Ιουλίου, ή δεν έπρεπε καν να προχωρήσουν σε τέτοια κίνηση – κάτι που εξάλλου έκαναν πολύ αργά για να εκτονώσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Θυμίζω ότι ο ίδιος ο Ιωαννίδης πριν εξαφανιστεί είχε δώσει εντολή απόσυρσης του Ελληνικού κλιμακίου της Σμύρνης, κάτι που δεν εφαρμόστηκε. Κατά τη διάρκεια της πρώτης σύσκεψης της Γενεύης (25-30 Ιουλίου), όταν είχε γίνει ξεκάθαρο ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να σταματήσει στη γραμμή παύσης πυρός του 1ου Αττίλα, έπρεπε να απειλήσουν ότι θα εφαρμόσουν αμιγώς το «Σχέδιο Κ» και ότι ξεκινούν επαφές με τη Βουλγαρία (αυτό που έκανε ο Ανδρέας στη κρίση του Μαρτίου 1987). Υπήρχαν και εναλλακτικές και υπαλλακτικές λύσεις πέρα από αυτές που αποφάσισαν να ακολουθήσουν στη συγκυβέρνησή τους με τη χούντα. Αυτό το δείχνει περίτρανα «Το μελάνωμα». Άρα δεν υπήρξε καμία Μαρξο-Χεγγελιανή «αναγκαιότητα της ιστορίας» που τις σταμάτησαν. Υπήρξαν, όμως, συγκεκριμένα υποκείμενα που τις παρεμπόδισαν, και αυτά ήταν η χουντική ηγεσία η οποία συγκυβέρνησε με τους Καραμανλή-Αβέρωφ. Οι Καραμανλής-Αβέρωφ αποστράτευσαν με τιμές όλους τους χουντικούς αμέσως μετά την εδραίωση του 2ουΑττίλα στη Κύπρο. Είχε λήξει ο ρόλος τους. Η παραμονή τους στην κυβέρνηση μέχρι την εδραίωση του 2ου Αττίλα δίνει το μεγάλο άλλοθι στους πολιτικούς της κυβέρνησης της «εθνικής ενότητας» να επιρρίψουν όλες τις πολιτικές ευθύνες στους χουντικούς, οι οποίοι όμως απαλλάχτηκαν των οποιονδήποτε ποινικών ευθυνών για το κρατοκτόνο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου: ουδέποτε, ίσως, θα μάθουμε τι ειπώθηκε κεκλεισμένων των θυρών στη συνάντηση μεταξύ των χουντικών και του Αβέρωφ στις 23 Ιουλίου, όπου συμφωνήθηκε η πρωθυπουργοποίηση του Καραμανλή, ενώ η συμφωνία με τους κεντροδεξιούς πολιτικούς ήταν να ηγηθεί της κυβέρνησης ο «Νέστορας» της πολιτικής ζωής της χώρας, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Αν ο Καραμανλής είχε αποστρατεύσει τους χουντικούς στις 24-25 Ιουλίου, το άλλοθι για να επιτρέψει τον 2οΑττίλα δεν θα υπήρχε. Με λίγη τόλμη την κρίσιμη περίοδο της ψευτο-εκεχειρίας ο 2οςΑττίλας θα μπορούσε κάλλιστα να είχε αποφευχθεί, αυτή είναι η βαθιά μου πεποίθηση. Γι’ αυτό και η μελέτη μου δεν θεωρεί ότι έγινε οποιαδήποτε μετάβαση στη δημοκρατία, ούτε και καμία «πτώση», πόσο μάλλον «ανατροπή», της δικτατορίας τον Ιούλιο του 1974», όπως ισχυρίζεται ο Περράκης –αλλά και τόσοι άλλοι, δεξιοί και αριστεροί– στις πρώτες κιόλας γραμμές της βιβλιοκριτικής του. Το αντίθετο, προϋπόθεση για να εκκινήσει αυτή η μετάβαση ήταν η εμπέδωση του 2ουΑττίλα στην Κύπρο, δηλαδή το ξεκλήρισμα 250.000 ανθρώπων, Ε/Κ και Τ/Κ, και Τουρκική κατοχή. Όπερ και η φράση του Μακαρίου στο Σύνταγμα. Γι’ αυτό και «για τον μώλωπα της Κύπρου» δεν μπορώ να είμαι υπερήφανος όπως ο Περράκης.

* Ο Βασίλης Κων/νου Φούσκας είναι καθηγητής διεθνούς πολιτικής και οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου, διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου για τη Μελέτη των Κρατών, Αγορών και Λαών (STAMP) στο ίδιο Πανεπιστήμιο, ιδρυτής και αρχισυντάκτης της επιστημονικής επιθεώρησης Journal of Balkan and Near Eastern Studies (οκτώ τεύχη ετησίως από το 1998).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!