Διαβάστε τα προηγούμενα: Μέρος Α’Μέρος Β’Μέρος Γ’Μέρος Δ’Μέρος Ε’, Μέρος ΣΤ’

Γιατί σε μια περίοδο έντονου, εκούσιου και ακούσιου, εξαμερικανισμού και εξευρωπαϊσμού, οι Έλληνες λαϊκοί καλλιτέχνες στράφηκαν εντονότερα στη μουσική της Ανατολής; Γιατί στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και τις αρχές της δεκαετίας του ’60 αντί να υποταχθούν στο δυτικό τραγούδι το οποίο εισαγόταν αφειδώς και προβαλλόταν συστηματικά από την ιθύνουσα τάξη χωρίς απαγορεύσεις, περιορισμούς και μομφές, αυτοί άνοιγαν περισσότερο τ’ αυτιά τους και τη ματιά τους προς την Ανατολή;
Ήταν απλώς μια εμμονή ή μια επιστροφή στις απώτερες και εγγύτερες ρίζες τους ή κάτι άλλο πιο σύνθετο;

Οι λαϊκοί καλλιτέχνες ζούσαν και ανέπνεαν μέσα στα λαϊκά στρώματα, των εργατών, αγροτών, υπαλλήλων, τεχνιτών, ναυτικών, βιοτεχνών και εμπόρων∙ απ’ αυτά προέρχονταν και δεν είχαν κανένα σκοπό να φύγουν ή να απομακρυνθούν απ’ αυτά. Το αντίθετο. Με το έργο τους επιδίωκαν την όσο μεγαλύτερη και πιστότερη έκφραση αυτών των στρωμάτων χρησιμοποιώντας τους κώδικες, τα εργαλεία, τα βιώματα, τα οπτικά πεδία και τα στοιχεία της κουλτούρας αυτών των στρωμάτων.

Ο Τσιτσάνης και ο Καλδάρας δεν διανοήθηκαν να αλλάξουν «στρατόπεδο» και δεν δελεάστηκαν από τα δυτικά μουσικά ρεύματα. Οι λαϊκοί δημιουργοί είχαν στο δισάκι τους κάτι εξαιρετικά πλούσιο, πολύτιμο και δημοφιλές το οποίο υπηρετούσαν και μέσα από το οποίο εξέφραζαν με πληρότητα τον εαυτό τους και μερικά εκατομμύρια άλλους ανθρώπους στην Ελλάδα και στις ελληνικές κοινότητες στο εξωτερικό. Δεν είχαν καμία θεωρητική ή πρακτική ανάγκη να αλλαξοπιστήσουν ή να μεταλλάξουν τη μουσική τους. Ούτε το ακροατήριο τούς έλειπε ούτε η έμπνευση που αντλούσαν απ’ αυτό. Όταν δανείζονταν από ξένες πηγές, δανείζονταν με μέτρο, ευφυΐα και έμπνευση, ό,τι θεωρούσαν αξιοποιήσιμο. Γνώριζαν τις ξένες μουσικές, αλλά δεν υποτάσσονταν σ’ αυτές. Εξάλλου, σε αρκετές περιπτώσεις στήριξαν τα έργα των δυτικότροπων δημιουργών, ενώ έγραψαν κι αυτοί ελαφρά τραγούδια με το δικό τους ύφος και με μεγάλη επιτυχία. Αλλά δεν προσχώρησαν στο ρεύμα το οποίο κυριαρχούσε στο μουσικό θέατρο και στον κινηματογράφο και κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος της δισκογραφικής παραγωγής μέσα σε ένα πολύ ευνοϊκό πολιτικό και επικοινωνιακό περιβάλλον.

Ελαφρό και Λαϊκό

Οι καλλιτέχνες της έντεχνης μουσικής, ακόμα κι αυτοί που κατάγονταν από λαϊκά στρώματα, έχοντας τη ματιά τους στραμμένη προς τη Δύση, ήθελαν να αλλάξουν τις προδιαγραφές των λαϊκών στρωμάτων, να τις εκσυγχρονίσουν και αναβαθμίσουν με βάση τα δυτικά πρότυπα. Είχαν διαφορετικό αισθητικό προσανατολισμό και επιδίωκαν να εμφυσήσουν στη λαϊκή βάση αυτό που θεωρούσαν πιο εξελιγμένο, πιο προοδευτικό, πιο πλούσιο, πιο μοντέρνο. Όμως, τελικά, μετά από πολλά χρόνια προσπαθειών, δεν κατάφεραν να εκτρέψουν το λαϊκό αισθητήριο στη δυτική έντεχνη μουσική, τη λεγόμενη σοβαρή που υπηρετούσαν οι μουσουργοί μας. Κι όταν η επιρροή τους στα ανώτερα οικονομικά και μορφωτικά στρώματα που ήταν κοινωνικά πιο δυτικότροπα, παρέμεινε καθηλωμένη, οι περισσότεροι αναπροσαρμόστηκαν και στράφηκαν από τη δυτική σοβαρή στη δυτική ελαφρά μουσική. Αυτή ήταν πιο εύληπτη απ’ όλα τα στρώματα. Γι’ αυτό, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1950, οι περισσότεροι δημιουργοί της έντεχνης ή λόγιας μουσικής έβαλαν πολύ νερό στο κρασί τους. Άφησαν σε λίγους τις συμφωνίες, τις όπερες και τους πειραματισμούς και οι περισσότεροι διέπρεψαν στις οπερέτες, τις επιθεωρήσεις και τα μεμονωμένα τραγούδια πολλά από τα οποία συστηματικά τα αντέγραφαν αυτούσια από τα ξένα ή τα μιμούνταν και τα διασκεύαζαν, προσπαθώντας κατά κάποιον τρόπο να τα εξελληνίσουν και σταδιακά να δημιουργήσουν πρωτότυπα τραγούδια αντάξια της ξένης ελαφράς μουσικής. Αυτό το είδος θεωρούσαν ότι ανταποκρίνεται στον εκσυγχρονισμό-εκδυτικισμό της ελληνικής κοινωνίας.

Οι λαϊκοί καλλιτέχνες δεν είχαν αυτή την ανάγκη. Αντλούσαν την πρώτη ύλη από τη μεγάλη και βαθιά δεξαμενή της καθ’ ημάς Ανατολής που περιλάμβανε μια εξαιρετικά πλούσια ποικιλία ήχων με αμέτρητες διακλαδώσεις και απολήξεις. Από τη βυζαντινή μουσική και τους «δρόμους» της αραβικής, περσικής και οθωμανικής μουσικής κουλτούρας ως τα δημοτικά τραγούδια που είχαν φύτρες σε κάθε περιοχή του ελλαδικού χώρου, βαλκανικού και μικρασιάτικου. Από την Καππαδοκία και τον Πόντο μέχρι τα Επτάνησα και από την Κρήτη, τις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα μέχρι τις παραδουνάβιες παροικίες, ένα τεράστιο δίκτυο τοπικών και υπερτοπικών μουσικών ρευμάτων και ιδιωμάτων. Οι μουσικές και τα τραγούδια που ευδοκιμούσαν στα αναπτυγμένα -με μεγάλες ελληνικές κοινότητες- αστικά κέντρα από τον καιρό της οθωμανικής αυτοκρατορίας και μετά, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Αλεξάνδρεια και η Θεσσαλονίκη, αποτελούσαν φυτώρια σύγχρονου υλικού. Οι λαϊκοί καλλιτέχνες, όπως και οι φιλόμουσοι ακροατές τους, ήταν εκ φύσεως εξοικειωμένοι με τους ήχους που αναδύονταν μέσα απ’ αυτό τον αχανή πολυπολιτισμικό χώρο σε μια διαδικασία που η αφετηρία της χάνεται στα βάθη των αιώνων.

Σε πόλεις και χωριά

Στη δεκαετία του 1950, το δημοτικό τραγούδι, σε όλη την ύπαιθρο, ήταν ακόμα το μοναδικό είδος, με τα κατά τόπους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, που εξέφραζε τον αγροτικό κόσμο. Σ’ αυτά τα μέρη κανένα άλλο είδος δεν μπορούσε να διεισδύσει, όχι εξ αιτίας κάποιων απαγορεύσεων, αλλά επειδή ήταν ξένο και δεν ερέθιζε την ακοή και τα συναισθήματα των ανθρώπων. Πολλοί ενοχλούνταν κιόλας. Μόνο το ρεμπέτικο είχε βρει πρόθυμους ακροατές ιδίως μεταξύ του ανδρικού πληθυσμού και οι αμανέδες, που έμοιαζαν με τα μοιρολόγια, μεταγγίζονταν εύκολα από τους πρόσφυγες στους εντόπιους πληθυσμούς. Μέσα στον εικοστό αιώνα, είτε με τον Καραγκιόζη, το γραμμόφωνο και αργότερα το τζούκμποξ είτε με τις φωνές δημοφιλών τραγουδιστών του δημοτικού τραγουδιού, όπως ο Γιώργος Παπασιδέρης, σταδιακά, τα λαϊκά τραγούδια των πόλεων μεταφέρονταν στα βουνά, τους κάμπους και τις θάλασσες αγγίζοντας και τις ευαισθησίες των κατοίκων της υπαίθρου. Στις πρώτες δεκαετίες της μεταπολεμικής περιόδου, η διάκριση των ακουσμάτων ανάμεσα στις πόλεις και τα χωριά ήταν εκτεταμένη και ευδιάκριτη, αλλά οι εισροές και οι ανταλλαγές ήταν ήδη επί θύραις.

Όμως και στις πόλεις είχε συντελεστεί μια βαθιά αλλαγή. Στην πραγματικότητα είχε πραγματοποιηθεί μια μεγάλη ανατροπή. Τα λαϊκά στρώματα, οι κατ’ εξοχήν φορείς του λαϊκού πολιτισμού, είχαν τσακιστεί στη δεκαετία του 1940, σηκώνοντας όλο το βάρος του παρατεταμένου πολέμου, με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα από σφαίρες, βόμβες, αγχόνες, φυλακές, πείνα, βασανιστήρια, ταπεινώσεις, βιασμούς, εξορίες και εκτοπισμούς. Οι λαϊκοί άνθρωποι αναδείχτηκαν ηρωικά στα πεδία των μαχών, αλλά στο τέλος βγήκαν ηττημένοι, φτωχοί και περιθωριοποιημένοι. Σ’ αυτή την τραγωδία, η λαϊκή μουσική μεταμορφωνόταν και διαμορφωνόταν αυθόρμητα καθώς έπαιζε σημαντικό ρόλο στην αυτοάμυνα, την αυτοδιάθεση, την ανάκτηση της ελπίδας και την ανασυγκρότηση των λαϊκών στρωμάτων υπό καθεστώς αυταρχισμού και ανέχειας.

Οι λαϊκοί δημιουργοί από το 1945 ως το 1955 είχαν καταφέρει όχι μόνο να επινοήσουν πώς θα σταθούν στην εξαιρετικά τοξική μεταπολεμική κατάσταση, αλλά και να αναπροσανατολίσουν και να ανανεώσουν το ρεπερτόριό τους σε μια εποχή που ούτε καινοτομίες ενθαρρύνονταν ούτε τα ρίσκα ήταν ασφαλή. Ό,τι κι αν έκαναν, όπως και να το έκαναν, πάντα περιστρέφονταν γύρω από έναν σταθερό άξονα που δεν ήταν άλλος από τον λαϊκό παράγοντα. Γύρω από τα στρώματα που θεωρούνταν κατώτερα από την καθεστηκυία τάξη, αυτά που οι ασκούντες την εξουσία υπό την εποπτεία του ξένου παράγοντα χειραγωγούσαν και εκμεταλλεύονταν ποικιλοτρόπως. Ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Μητσάκης, η Μπέλλου και η Νίνου, μεταξύ πολλών άλλων, δεν άλλαξαν γήπεδο, δεν άλλαξαν τρόπο ζωής, δεν προσπάθησαν να απομακρυνθούν από ένα χώρο καταπονημένο και περιφρονημένο, αλλά πλούσιο σε πρώτες ύλες και εύφλεκτο. Αντίθετα, προσπάθησαν και κατάφεραν με πολλή μεγάλη επιτυχία να ανακουφίσουν τους δικούς τους, το κοινωνικό σώμα στο οποίο ανήκαν, με τις μουσικές και τα τραγούδια τους, σε μια φάση που ήταν δύσκολο για οποιονδήποτε να γελάσει και να χαρεί. Θα μπορούσα να πω, μεταφορικά, ότι με τα τραγούδια τους επιδράσανε όχι μόνο σαν καλλιτέχνες, αλλά και σαν ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί.

Συνεχίζεται

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!