Η οικονομική κρίση στην Αργεντινή οδήγησε στο να ενεργοποιηθούν πολιτικά σημαντικά τμήματα του λαού της και, όπως συμβαίνει πάντοτε σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δεν διευρύνεται μόνο η αριθμητική παρουσία των αγωνιζόμενων αλλά, κυρίως, εμπλουτίζονται οι τρόποι έκφρασης, οι μορφές του αγώνα. Μία μορφή κινητοποίησης που πήρε μεγάλη έκταση στη διάρκεια της μεγάλης κρίσης του 2001-2002 αλλά και αργότερα ήταν το escrache (κράξιμο, δημόσια διαπόμπευση). Μια μορφή δράσης που ήδη είχε εισάγει στο πολιτικό σκηνικό η οργάνωση HIJOS.
Τα «παιδιά» και η μνήμη αγώνα
H οργάνωση HIJOS (αρχικά της φράσης Hijos por la Identidad y la Justicia, contra el Olvido y el Silencio, δηλαδή Παιδιά για την Ταυτότητα και τη Δικαιοσύνη ενάντια στη Λήθη κα τη Σιωπή) γεννήθηκε το 1995 από παιδιά των 30.000 εξαφανισμένων και δολοφονημένων κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας (1976-1983). Πρώτο μέλημα των παιδιών ήταν ν’ ανακτήσουν τη «μνήμη αγώνα», την ιστορία των γονιών τους. Μπροστά στο καθεστώς ατιμωρησίας που εξασφάλισαν οι πραξικοπηματίες, με την ανοχή του πολιτικού κόσμου προκειμένου να παραδώσουν τη διακυβέρνηση της χώρας, τα παιδιά ανέλαβαν να καταγγείλουν και να παραδώσουν στην κοινή γνώμη αυτούς που βασάνισαν και δολοφόνησαν τους γονείς τους. Τον Δεκέμβρη του 1996, μια ομάδα διαδηλωτών από τους HIJOS πραγματοποίησε την πρώτη της ανοιχτή διαδήλωση – καταγγελία μπροστά στο σπίτι ενός βασανιστή της χούντας. Ήταν το πρώτο από μια σειρά escraches που έγιναν κατ’ αυτό τον τρόπο. Μια ομάδα διαδηλωτών έφτανε, ξαφνικά, στο σπίτι ή στο χώρο εργασίας του καταγγελλόμενου, φώναζε συνθήματα, διάβαζε ένα κείμενο καταγγελίας και ύστερα αποχωρούσε. Ήταν μια πράξη αιφνιδιαστική, αντάρτικη. Συνήθως γινόταν στο κέντρο της πόλης, εκεί όπου αποκτούσε μεγαλύτερη δημοσιότητα. Ήταν αυτό που οι ίδιοι οι HIJOS θ’ αποκαλούσαν «επικοινωνιακό εσκράτσε».
Ύστερα από πολλές συζητήσεις στο εσωτερικό της οργάνωσής τους, κατέληξαν στη διαφοροποίηση αυτής της τακτικής. Μέσα από την αντίληψη «η φυλακή είναι οι γείτονες», αποφάσισαν να κοινωνικοποιήσουν τη δράση τους. Πριν από κάθε κράξιμο άρχισαν να πηγαίνουν στη γειτονιά του υποψήφιου στόχου της κινητοποίησης, να αποκαλύπτουν τη δράση του και την πραγματική του ταυτότητα, να συζητάνε με τους γείτονες, να προετοιμάζουν την ηθική του καταδίκη, την κοινωνική του απομόνωση, τη συμμετοχή της γειτονιάς στην κινητοποίηση. Ακολουθούσε η καθαυτή διαδήλωση-καταγγελία, στην οποία συμμετείχαν και άλλες νεολαιίστικες οργανώσεις, ενώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολλές φορές συλλογικότητες της συνοικίας.
Η κινητοποίηση εμπλουτίστηκε με θεατρικά δρώμενα και μουσική από τις murgas, τις λαϊκές μπάντες των γειτονιών του Μπουένος Άιρες. Εκθέσεις φωτογραφίας από τη δράση του καταγγελλόμενου, αλλά και άλλων δραστών συμπλήρωναν το μενού. Η κινητοποίηση-καταγγελία αγκάλιαζε ολόκληρη την περιοχή και διαρκούσε πολλές ώρες. Κινήθηκαν από το κέντρο της πόλης προς τις συνοικίες, από το επικοινωνιακό κράξιμο στο κοινωνικό κράξιμο.
Ύστερα από μέρες ξαναγύριζαν στη γειτονιά για να συζητήσουν και πάλι με τους γείτονες και με τις συλλογικότητες που είχαν αποκτήσει επαφή, για να μετρήσουν τον αντίκτυπο της δράσης τους και να καλλιεργήσουν τις σχέσεις μαζί τους. Με αυτό τον τρόπο το εσκράτσε έπαψε να είναι συνώνυμο της λέξης HIJOS, προχώρησε, έγινε κοινωνική καταδίκη, λαϊκή δικαιοσύνη. Δεν είχε πια μόνο στόχο την καταδίκη και την τιμωρία, αλλά μετατράπηκε σε φορέα δημιουργίας κοινωνικών δεσμών και συνετέλεσε στο να διαμορφωθεί μια συλλογική αίσθηση κοινωνικής καταδίκης. Ως συνέπεια αυτής της αντίληψης, αυτή η μορφή αγώνα απέκτησε έναν καινούργιο οργανωτή, τη Mesa de escrache popular, όπου συσπειρώθηκαν πολλές συλλογικότητες που έπαιρναν μέρος στις κινητοποιήσεις αυτής της μορφής. Όπως διακήρυξε η ίδια η οργάνωση των HIJOS: «Το εσκράτσε δεν έχει ιδιοκτήτη, η γειτονιά αποφασίζει γι’ αυτό. Είμαστε όλοι παιδιά της ίδιας ιστορίας».
Μη θέλοντας να οδηγήσουν σε περιθωριοποίηση τις κινητοποιήσεις, καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφευχθούν εκδηλώσεις βίας κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων. Αντίθετα, τους έδωσαν χαρακτήρα λαϊκής γιορτής: «Παρά τον βαθύ πόνο και την τεράστια αποδοκιμασία, μπορέσαμε να ανακτήσουμε αυτό που ο τρόμος προσπάθησε να μας πάρει: τη χαρά».
Όπως οι ίδιοι τονίζουν: «Το εσκράτσε δεν αναζητά στην εξουσία τη λύση. Δημιουργεί άλλη αντίληψη και άλλη πρακτική της δικαιοσύνης, που είναι αντίθετη και ανταγωνιστική στην επίσημη δικαιοσύνη. Και δημιουργεί μια νέα πρακτική και μια νέα αντίληψη της δημοκρατίας. Εάν δεν υπάρχει δικαιοσύνη, υπάρχει εσκράτσε». Με άλλα λόγια, η δικαιοσύνη δεν εξαρτάται από έναν οργανισμό που την «υπηρετεί» αλλά από την πράξη η οποία την παράγει… Αυτή η αναζήτηση δικαιοσύνης δεν εξαντλείται στην ποινή φυλάκισης, ούτε μπορεί να χαλιναγωγηθεί στις δικαστικές γραφειοκρατίες. Το εσκράτσε, συγκεκριμένα, εισάγει μια νέα αντίληψη της δικαιοσύνης, βασισμένης στη λαϊκή ικανότητα να παράγει αλήθειες που η εξουσία δεν μπορεί να τις εξουδετερώσει ενσωματώνοντάς τες.»
Από το 1999 εμφανίστηκε και το μετακινούμενο εσκράτσε, στο οποίο παίρνουν μέρος δεκάδες αυτοκίνητα, μηχανάκια και ποδήλατα. Ένα μεγάλο καμιόνι μεταφέρει τη μουσική μπάντα που παίζει σε όλη τη διαδρομή. Στην κεφαλή της πομπής δεσπόζει μια καρναβαλίστικη καρικατούρα του προσώπου που διαπομπεύεται. Η πομπή σταματάει σε κάθε διασταύρωση για να διαβαστεί η καταγγελία.
Κράξιμο παντού
Με τη γενικευμένη οικονομική κρίση του 2001 και τη λαϊκή έκρηξη που επακολούθησε το εσκράτσε, έγινε όπλο στα χέρια του κινητοποιημένου κόσμου. Σε σύντομο χρονικό διάστημα πολλές κινηματικές συλλογικότητες υιοθέτησαν το «ξεφώνημα – δημόσια διαπόμπευση» σαν μορφή δράσης. Ιδιαίτερα υιοθετήθηκε από τις συνελεύσεις γειτονιάς που δημιουργήθηκαν στις συνοικίες των μεγαλουπόλεων.
Μόνο που αυτή τη φορά στόχος δεν ήταν αποκλειστικά οι λειτουργοί της χούντας αλλά επιχειρήσεις, οργανισμοί, πρόσωπα που ευθύνονταν για την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων, μεγάλα εμπορικά κέντρα που ανέβαζαν τις τιμές των προϊόντων τους, τράπεζες, κρατικές υπηρεσίες, εταιρίες υπηρεσιών, συγκροτήματα Τύπου, επιχειρηματίες και διευθυντικά στελέχη.
Αυτό που, πραγματικά, προκαλούσε κατάπληξη, ήταν η ταχύτητα με την οποία επεκτεινόταν το κράξιμο. Μέσα στο 2002 εκατοντάδες κινητοποιήσεις μ’ αυτό τον χαρακτήρα έγιναν σ’ ολόκληρη την Αργεντινή. Παρατηρητές λένε πως σε καμία άλλη περίπτωση δεν υπήρξε μια τόσο ταχύτατη διάδοση μιας μορφής αγώνα. Καθημερινά, ομάδες πολιτών βρίσκονταν έξω από γραφεία, έδρες, κατοικίες για να διαμαρτυρηθούν και να διαπομπεύσουν. Το κράξιμο μαζί με τις κατσαρόλες, τις συνελεύσεις και το κλείσιμο των δρόμων έγιναν οι χαρακτηριστικές εκφράσεις του «αργεντινάσο». Αν και σ’ αυτή τη φάση το εσκράτσε είχε χάσει πολλά από τα χαρακτηριστικά που το διέκριναν, κατά τη δράση των HIJOS, εν τούτοις διατηρούσε δύο βασικά στοιχεία: την απονομή μιας μορφής λαϊκής δικαιοσύνης και την αναθέρμανση κοινωνικών δεσμών.
Υ.Γ. Την ιδέα για να γραφτεί αυτό το άρθρο μας την έδωσαν τα απανωτά κραξίματα που τρώνε διάφοροι -τέως και νυν κυβερνητικοί παράγοντες- στις δημόσιες εμφανίσεις τους.