του Κώστα Δημητριάδη
Οι εξελίξεις μετά την εμφάνιση του συμφώνου Τουρκίας-Λιβύης εκ των πραγμάτων μας οδηγούν σε μία νέα φάση. Είναι φορτωμένες με πληροφορίες και μηνύματα για όποιον θέλει να σηκώσει το πέπλο της καλλιεργούμενης εθελοτυφλίας. Ιδιαίτερα όσον αφορά την εσωτερική πολιτική πραγματικότητα είναι δηλωτικές κεντρικών χειρισμών, επιλογών, προτεραιοτήτων και προσανατολισμών του πολιτικού συστήματος.
Κεντρικό θέμα που σημάδεψε τη βδομάδα που διανύσαμε ήταν η συγκροτημένη και ενορχηστρωμένη προβολή μιας πολιτικής θέσης αρθρωμένης γύρω από το δίλημμα «Χάγη ή θερμό επεισόδιο/πόλεμος». Δεν είναι υπερβολή να μιλήσουμε για την ανάδυση ενός «νέου ελληνικού κόμματος», του «κόμματος της Χάγης».
Ασφαλώς ο προσανατολισμός πίσω από αυτό το δίλημμα κάθε άλλο παρά νέος είναι. Αντίθετα επανεμφανίζεται μετά από κάθε μεγάλη κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις τις τελευταίες δεκαετίες. Επιπλέον οι γνωστές δηλώσεις Κατρούγκαλου, Κοτζιά, και Τσιρώνη στις αρχές του φετινού καλοκαιριού και βέβαια η τοποθέτηση Σημίτη για την ανάγκη της επιλογής «επώδυνων συμβιβασμών» με την Τουρκία έχουν προετοιμάσει το σχετικό κλίμα. Τώρα όμως τα πράγματα οδηγούνται σε άλλη ποιότητα.
Πρώτα απ’ όλα λόγω της ριζικής αναβάθμισης των αξιώσεων της Τουρκίας που παγιώνει το σύμφωνο Τουρκίας-Λιβύης. Σε αυτό μεταξύ πολλών άλλων δυσμενών εξελίξεων περιλαμβάνεται η αποψίλωση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων επί τμήματος των Δωδεκανήσων, και επί του ανατολικού μέρους της Κρήτης. Δεύτερο, και στο έδαφος ακριβώς αυτής της εντελώς έμπρακτα πλέον εκδηλωμένης τουρκικής απειλής, εντυπωσιάζει η διακομματική συναίνεση προβολής του παραπάνω διλήμματος (Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ αντιπροσωπεύονται επάξια), με πιο ολοκληρωμένη ίσως πλατφόρμα την τοποθέτηση Βενιζέλου με πρόσφατο άρθρο του στην Καθημερινή, στο πλαίσιο του οποίου συνδέεται άμεσα η προσφυγή στη Χάγη με την ανάγκη επίσπευσης «επίλυσης» του Κυπριακού. Αν μάλιστα εξετάσει κανείς συνολικότερα και πέραν των κομμάτων, τους φορείς διαμόρφωσης και χειρισμού της κοινής γνώμης (ΜΜΕ, εταιρείες δημοσκοπήσεων, πανεπιστημιακοί συγκεκριμένων ρευμάτων σκέψης της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πολιτική γραμμή που συνοψίζεταιι στο «Χάγη ή πόλεμος» αρθρώνει αυτή τη στιγμή, τη βασική στρατηγική που συνέχει το πολιτικό σύστημα για τον χειρισμό της εξελισσόμενης όξυνσης της τουρκικής απειλής.
Είναι αναγκαίο λοιπόν για να κατανοήσουμε την κατεύθυνση προς την οποία κινούνται οι εξελίξεις, να αναδείξουμε συνοπτικά τη σημασία κύριων πλευρών αυτής της πολιτικής.
Λαμβάνοντας υπ’ όψη το εξαιρετικά ρευστό διεθνές περιβάλλον, και ακόμα περισσότερο μέσα σε αυτό μία Τουρκία που δείχνει να μην ανακόπτει την επιθετικότητά της, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η εκδήλωση μιας πολιτικής κρίσης εθνικής εμβέλειας. Σε τέτοιες στιγμές αναγκαστικά οι κοινωνίες ξεκινούν παλεύοντας με τα όπλα που διαθέτουν
Στη Χάγη στη βάση των αξιώσεων της Τουρκίας;
Πρώτα απ’ όλα, η προσφυγή στο Διεθνές δικαστήριο της Χάγης προϋποθέτει συμφωνία των δύο μερών επί του περιεχομένου της μεταξύ τους διαφοράς που θα κληθεί το δικαστήριο να επιλύσει. Άρα το ουσιαστικό ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον η ελληνική πολιτική ηγεσία είναι διατεθειμένη να συμφωνήσει με την Τουρκία για την προς κρίση διαφορά, στη βάση των καταστροφικών αξιώσεων για τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο που θέτει η τελευταία. Δύο πλευρές αξίζει να σημειωθούν, σχετικές με το πως παρουσιάζεται το όλο ζήτημα στην ελληνική κοινή γνώμη.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική αυτοπεριορίζεται να αξιοποιήσει τις επιφυλακτικές ή αρνητικές τοποθετήσεις πλευρών του διεθνούς συστήματος (Ευρωπαϊκών, Αμερικανικών και Ρωσικών) κυρίως προκειμένου να επιτύχει την καθυστέρηση ή το πάγωμα των ραγδαίων εξελίξεων που δρομολογεί η τουρκική επιθετικότητα, δίνοντας την ίδια στιγμή σε διεθνές επίπεδο μηνύματα ότι είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί την προσφυγή σε διαιτησία (αναγκαστικά στη βάση των τουρκικών αξιώσεων). Οι «συμμαχικές» πλευρές του διεθνούς συστήματος άλλωστε παροτρύνουν ή πιέζουν ανοικτά σχεδόν στο σύνολό τους προς αυτή την κατεύθυνση.
Στο εσωτερικό μέτωπο από την άλλη, ακριβώς επειδή γίνεται αντιληπτό ότι ο ανοιχτός ενδοτισμός μιας αποδοχής της παραπάνω εξέλιξης θα διακινδύνευε την πρόκληση μη διαχειρίσιμης πολιτικής κρίσης, συγκεντρώνεται εντυπωσιακή συναίνεση εντός του πολιτικού συστήματος ως προς την επιδίωξη να εμφανιστεί η διαφορά με την Τουρκία ως αποκλειστικά οικονομικού ενδιαφέροντος (υδρογονάνθρακες) και να υπονοηθεί ότι μπορεί να επιλυθεί με «συνεκμετάλλευση» οπότε και σύμφωνα με αυτό το σχήμα δεν θίγεται τάχα «ο σκληρός πυρήνας της κυριααρχίας μας!». Έτσι το «Χάγη ή πόλεμος» συνοδεύεται πάντοτε απαραίτητα από το «συνεκμετάλλευση ή πόλεμος».
Η συσσωρευμένη αδυναμία της Ελλάδας
Τα αίτια της ενδοτικής στάσης που τηρεί το ελληνικό πολιτικό σύστημα έναντι της Τουρκίας πρέπει να αναζητηθούν πέραν της απόδοσής τους σε μία «προδοτική του φύση». Η ακολουθούμενη πολιτική και οι προσπάθειες εκλογικεύσεών της βασίζει τη λογική της στο συσσωρευμένο αδυνάτισμα της θέσης της χώρας σε όλους τους τομείς. Αυτή η συνειδησιακά εμπεδωμένη αδυναμία, βασιζόμενη σε αντικειμενικές «υλικές» αιτίες, άλλωστε εξηγεί και την καθήλωση της ελληνικής κοινωνίας μπροστά στον κίνδυνο εξ Ανατολών. Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται υπό μία διπλή αλληλοτροφοδοτούμενη ασφυκτκή πίεση που θέτει την ύπαρξη της χώρας σε αμφισβήτηση. Οικονομική από τη Δύση και τους οργανισμούς της, που αφορά όλη την αναπαραγωγή της κοινωνικής ζωής, και γεωπολιτική που προκύπτει από τον συνδυασμό των επιδιώξεων των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή μας με την τουρκική απειλή. Οποιαδήποτε προσπάθεια να σκεφτούμε μία πολιτική διεξόδου από αυτή την κατάσταση πρέπει πριν απ’ όλα να έχει να πει σοβαρά πράγματα για την αντιστροφή αυτής της βιωμένης αδυναμίας σε όλες τις διαστάσεις της, οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές, κοινωνικής και εθνικής συγκρότησης. Το πολιτικό σύστημα χειρίζεται (και δείχνει εγκλωβισμένο στο να χειρίζεται) τα θέματα αυτά ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση. Χρησιμοποιεί την αδυναμία που το ίδιο έχει επισωρεύσει επί δεκαετίες ως κύριο παγιδευτικό παράγοντα των συνειδήσεων του κόσμου. Ξοδεύοντας την ενεργητικότητά του στην προβολή του ανέφικτου αυτόνομων ουσιαστικών αλλαγών και σχεδιασμών μεσομακροπρόθεσμης κλίμακας, ασκεί μία «επιδοματική» εντελώς βραχυπρόθεσμη πολιτική προσαρμοσμένη στους εκλογικούς κύκλους. Εμβαλωματικά επιδόματα «για να βγεί το εξάμηνο και βλέπουμε» στο οικονομικό επίπεδο, τακτικισμοί στο γεωπολιτικό επίπεδο (του είδους που αναφέραμε παραπάνω) προκειμένου να συσκοτιστούν οι διαλυτικές εξελίξεις για τη μεσομακροπρόθεσμη προοπτική της χώρας από αυτά που σήμερα δεχόμαστε ή πρόκειται να δεχθούμε. Κινούμενο με μία λογική που έχει κοινά με τον τρόπο του Χότζα στη γνωστή ιστορία που κλήθηκε να διαχειριστεί τη δυσφορία του πιστού για τη στενότητα της κατοικίας του, κάποιες στιγμές το πολιτικό σύστημα δείχνει να εδράζει τις προτεραιότητες και τον προσανατολισμό του στην προσδοκία ότι ο όποιος ισχνός και εν πολλοίς προσχηματικός μετριασμός των ακραίων αξιώσεων της Τουρκίας τυχόν θα προέκυπτε, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί επωφελώς για τη σταθεροποίηση της συναίνεσης έναντι της ασκούμενης πολιτικής.
Τα όρια αυτής της πολιτικής
Λαμβάνοντας υπ’ όψη το εξαιρετικά ρευστό διεθνές περιβάλλον, και ακόμα περισσότερο μέσα σε αυτό μία Τουρκία που δείχνει να μην ανακόπτει την επιθετικότητά της, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η εκδήλωση μιας πολιτικής κρίσης εθνικής εμβέλειας. Μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο πρέπει να κατανοηθεί ότι το ουσιώδες δεν είναι η προβολή μιάς πολιτικής πλατφόρμας που εκ των πραγμάτων μέσα στις σημερινές συνθήκες θα προϋπέθετε όρους που δεν υπάρχουν. Σε τέτοιες στιγμές αναγκαστικά οι κοινωνίες ξεκινούν παλεύοντας με τα όπλα που διαθέτουν. Είναι πολύ ουσιαστικότερη συμβολή η προβολή της ανάγκης μιας εθνικής πατριωτικής ενότητας τέτοιας που να μπορεί να σταθεί με αξιώσεις απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα και μία άρχουσα τάξη που για δομικούς λόγους ρέπει προς την εκποίηση της χώρας. Με μία τέτοια πολιτική οι διαχωρισμοί μπαίνουν όχι από ένα αφηρημένο δυαδικό ταξικό σχήμα αλλά από την συγκεκριμένη τοποθέτηση του κάθε μέρους στην υποστήριξη της ύπαρξης της χώρας και της κοινωνίας.