Στο κατώφλι του 20ού αιώνα, οι παλιότεροι θρύλοι βρικολάκων και λυκανθρώπων της υπαίθρου στοίχειωσαν σημαντικά λογοτεχνικά έργα του ρομαντισμού και στη συνέχεια επεκτάθηκαν ως θεματικές και στη νεότευκτη τέχνη του κινηματογράφου, δημιουργώντας ξεχωριστά είδη, όπως οι ταινίες τρόμου. Την ταινία-σταθμό «Λυκάνθρωπος» (1941/Τζώρτζ Βάγκνερ) ακολούθησαν οι καλτ βρετανικές παραγωγές της Hammer Film του ‘60, μέχρι το είδος να μεταγραφεί σε νεανικότερο κοινό στο «Ένας Αμερικανός λυκάνθρωπος στο Λονδίνο» (1981/Τζον Λάντις), που μετεξελίχθηκε στην εμπορική επιτυχία «Teen Woolf» (1985/Ροντ Ντάνιελ), όπου ο μύθος του λυκάνθρωπου έντεχνα καμουφλάρει εφηβικές ορμονικές αλλαγές, στην πρώτη συνάντηση ταινιών με λυκάνθρωπους, με το σχολικό εκφοβισμό. Το είδος συνεχίστηκε με τη νεανική σειρά ταινιών «Twilight» (2008-2012), ενώ οι ιστορίες έφηβων λυκανθρώπων έγιναν και τηλεοπτική σειρά (2011-2017).

Βασισμένος σε αυτή την κινηματογραφική παράδοση, ο 44χρονος Τομά Καγέ, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του «Ζωικό Βασίλειο», δημιουργεί μια φρέσκια νεανική ταινία στον απόηχο της πανδημίας του covid, μπλέκοντας οικολογικές ανησυχίες και στοχασμούς για τις δαρβινικές θεωρίες εξέλιξης, με στοιχεία των μεταλλαγμένων υπερηρώων από τις χολιγουντιανές υπερπαραγωγές «X-Men», που συγχωνεύονται με τις σύγχρονες έννοιες συμπερίληψης και διαφορετικότητας, εκφράζοντας τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+. Ενάντια στην κακοποίηση των ζώων, αλλά και ευρύτερα των έμβιων όντων, ο Καγέ επανέρχεται στα προτάγματα επιστροφής στη φύση και στις ρίζες, διατηρώντας λεπτές ισορροπίες ισότητας και σεβασμού προς όλους/ες/@ και καταδεικνύοντας απαρχαιωμένες τις αντιλήψεις πατριαρχίας, μισαλλοδοξίας και ρατσισμού, δημιουργεί μια ταινία ύμνο στην ελευθερία, μέσα από την εύθραυστη σχέση ενός πατέρα στο μεταίχμιο αποδοχής του έφηβου γιου του.

Σε κάποιο απροσδιόριστο κοντινό μέλλον ένας πρωτοφανής, αδιερεύνητος ιός εξαπλώνεται ραγδαία, μετατρέποντας σταδιακά και αμετάκλητα, εδώ και δυο χρόνια, κάθε μολυσμένο σε ζώο. Ο πενηντάρης Φρανσούα (Ρομέν Ντυρίς), μαθαίνοντας μετά την μετάλλαξη της αγαπημένης του συζύγου, πως πρόκειται να την μεταφέρουν σε ειδικά διαμορφωμένο κέντρο κράτησης, στη Νοτιοδυτική Γαλλία, αποφασίζει να μετακομίσει εκεί, δυο βδομάδες πριν τις καλοκαιρινές διακοπές, μαζί με τον έφηβο γιο τους Εμίλ (Πολ Κιρσέρ). Μετά από μια καταιγίδα, το λεωφορείο που μετέφερε τους μεταλλαγμένους, έπεσε στο ποτάμι και πολλά από τα «πλάσματα» κατέφυγαν στο γειτονικό δάσος. Φρανσουά και Εμίλ αναζητούν την εξαφανισμένη μητέρα, ενώ η τοπική κοινωνία διχάζεται σε όσους υποστηρίζουν τα «πλάσματα» και όσους τα αποκαλούν προσβλητικά «τέρατα», επιλέγοντας να τα εξολοθρεύσουν.

Ο Φρανσουά, ως παντογνώστης, κάνει διαρκώς κήρυγμα στο γιο του, αναφέροντας τη ρήση του Γάλλου ποιητή Ρενέ Σαρ «αυτοί που έρχονται στον κόσμο για να μην αλλάξουν τίποτα, δεν αξίζουν ούτε σεβασμό, ούτε υπομονή». Ωστόσο υποχωρεί στην εύθραυστη κατάστασή του και του συμπαραστέκεται σε κρίσιμη στιγμή.

Ο εσωστρεφής Εμίλ ενθουσιάζεται με την αυθόρμητη συμμαθήτριά του, την Μινά (Μπίλι Μπλέιν), που αφυπνίζει το ερωτικό του ενδιαφέρον, αλλά τρομάζει με τις εφηβικές αλλαγές του, που ντύνονται τον μανδύα του λυκανθρωπισμού. Πληγωμένος από την εγκατάλειψη της μεταλλαγμένης μητέρας, αλλά βαθιά συγκινημένος από την πεισματική αγάπη του πατέρα του για αυτήν, την αναζητά απεγνωσμένα μαζί του, ακούγοντας στη διαπασών το «Elle est d’ailleurs» (1980/Πιερ Μπασλέ). Παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς, ο Εμίλ βοηθάει τη συμβολική φιγούρα του ανθρώπου-πτηνού Φιξ (Τομ Μερσιέ) να πετάξει, ο οποίος ανταποδίδει με μια συγκινητική ικάρια πτώση. Στο χαρακτήρα του Εμίλ μεταφέρονται οι αξίες αλληλεγγύης και συμπαράστασης για όσους νιώθουν απόβλητοι, ενώ η πιθανότερη μετάλλαξή του σε λύκο, παρότι δεν αποσαφηνίζεται, συμβολίζει τα ιδανικά του ελεύθερου ανθρώπου, γενναιότητα, δύναμη, ανεξαρτησία.

Η αναφορά στη στέρηση ελευθερίας των μεταλλαγμένων κυοφορεί το αντιρατσιστικό πλαίσιο της ταινίας. Τους επιβλήθηκε αιχμαλωσία με τη βία, ενώ από συμφραζόμενα μαθαίνουμε ότι τους κρατάνε σε καταστολή, περιορίζοντας το ρυθμό μεταμόρφωσης. Δίχως να αποσαφηνίζεται το ενδεχόμενο ο ιός να αποτελεί προσαρμοστική βιολογική εξέλιξη, σε περίοδο έντονων κλιματικών αλλαγών, αποτυπώνονται ανάγλυφα οι αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας, στο πανηγύρι του Σεν Ζαν (Αγίου Ιωάννη), όπου αναβιώνουν μεσαιωνικές μονομαχίες με σπαθιά, ενώ η χορτοφάγος Μινά υπενθυμίζει τα παλιότερα βάρβαρα έθιμα, όπου διασκέδαζαν κλείνοντας γάτες σε σακιά που πετούσαν στην πυρά. Ο διχασμός όσων τάσσονται υπέρ της συμβίωσης με τα «πλάσματα», αλλά και όσων εναντιώνονται σ’ αυτή, αποκτά οπαδικά χαρακτηριστικά. Οι υπερασπιστές τυπώνουν αυτοκόλλητα «Ελευθερώστε τα πλάσματα», ενώ οι διώκτες τυπώνουν μπλούζες με συνθήματα στην ντόπια γασκώνικη διάλεκτο. Τοπικισμός, πατριαρχία, αρρενωπότητα και εθνικοφροσύνη, ενάντια σε κάθε ξένο ή διαφορετικό, εξυψώνονται ως ιδανικά των Γασκώνων, απ’ όπου καταγόταν και ο ηρωικός βασιλόφρων Ντ’ Αρτανιάν, του Αλέξανδρου Δουμά. Όσο οι πρώτοι υποστηρίζουν πως το γαλλικό κράτος θα έπρεπε να υιοθετήσει το νορβηγικό πρωτόκολλο, όπου «βοσκός και λύκος μαθαίνουν να συμβιώνουν αρμονικά», τόσο οι πολέμιοι ζώνονται με κυνηγητικές καραμπίνες ζητώντας αίμα. Κυνήγι μαγισσών εξαπολύεται και η τελική αφορμή δίνεται στο πανηγύρι, σε μια νυχτερινή σκηνή καταδίωξης, στα σπαρμένα καλαμπόκια, θυμίζοντας αμερικάνικες ταινίες εξωγήινης απόβασης.

Η ρεαλιστική απόδοση του Καγέ, με πετυχημένα ειδικά εφέ, λειτουργεί στον απόηχο του ρεαλισμού της επιστημονικής φαντασίας «District 9» (2009/Νιλ Μπλόμκαμπ). Στην ταινία του Καγέ τα μεταλλαγμένα «πλάσματα» θα μπορούσαν να αποτελούν κάθε είδους ξεχωριστή έμφυλη, διεμφυλική, φυλετική περίπτωση, που επιλέγει μια ανεξάρτητη από τα καθιερωμένα πρότυπα πορεία.

Ενδεικτική η αρχή της ταινίας, που αποκαλύπτει το φανταστικό πλαίσιο της ρεαλιστικής αισθητικής, με τον πατέρα και τον γιο σε ακινητοποιημένο αυτοκίνητο σε μποτιλιάρισμα. Η αναταραχή μέσα στο διπλανό ασθενοφόρο, φανερώνει τον μεταλλαγμένο υπό σταδιακή μεταμόρφωση πτηνού, που δίχως ακόμα να μπορεί να πετάξει, δραπετεύει πηδώντας από αμάξι σε αμάξι. Η σκηνή ανακαλεί αμυδρά την εισαγωγική ονειρική σεκάνς, απ’ το «Οκτώμιση» (1963/Φελίνι), 60 χρόνια μετά, όπου αντίστοιχα, ο εγκλωβισμένος στην κίνηση πρωταγωνιστής φαντάζεται ότι θα μπορούσε να εγκαταλείψει το μποτιλιάρισμα, πετώντας μακριά στον ουρανό.

Ήδη από το πρώτο πλάνο ο Καγέ εισάγει τη ζωική υπόσταση μέσα από κοντινό στο μεταξένιο λευκό τρίχωμα του σκύλου του πρωταγωνιστή. Στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου, αχνοφαίνεται ανετάριστα μια μεταμορφωμένη κοπέλα σε ερπετό, η συνάντηση πατέρα-μητέρας γίνεται πίσω από θαμπό τζάμι, ενώ αρχικά βλέπουμε νυχιές άγριου ζώου στον τοίχο, ως σημάδια αντίστασης, πριν μαντέψουμε σε γκρο πλάνο στα μάτια, το παραμορφωμένο πρόσωπο της μητέρας. Κοντά στη φύση αποκαλύπτεται η σταδιακή εξέλιξη του Φιξ, ενώ οι μεταλλαγμένοι παρουσιάζονται με μεγαλοπρέπεια προς το τέλος, μέσα από το συνεχόμενο μονοπλάνο στο δάσος, κατά τη βίαιη στρατιωτική επιχείρηση που ανακαλεί τη σκηνή επίθεσης στο «Avatar» (2009/Τζέιμς Κάμερον). Η έλευση στρατιωτικού κομβόι στους αδειανούς νυχτερινούς δρόμους θυμίζει την καθοριστική στρατιωτική παρουσία, ενάντια στα τερατόμορφα εξωγήινα όντα, στην «Ομίχλη» (2007/Φρανκ Ντάραμποντ).

Μυτερά νύχια, αιχμηροί κυνόδοντες, η σχεδόν υπερφυσική δύναμη του αναστατωμένου Εμίλ κατά τη διελκυστίνδα στο μάθημα γυμναστικής, η ευαισθησία του σε ήχους και μυρουδιές, αλλά και τα ουρλιαχτά στο φεγγαρόφωτο, καθώς αναζητά το ταίρι του, αποτελούν στοιχεία της σταδιακής μετάλλαξής του, αντλώντας έμπνευση από το «TeenWoolf» (1985), ενώ κοντινό στην κυρτωμένη ραχοκοκαλιά της τριχωτής πλάτης ανακαλεί τη γκόθικ ταινία «Λυκάνθρωπος» (2010/Τζο Τζόνστον).

Η βραβευμένη πρωτότυπη μουσική, του Αντρέα Λάζλο Ντε Σιμόνε, εισάγεται με τον τίτλο της ταινίας, στο ρυθμό της μεταλλαγμένης μητέρας που βαριανασαίνει και ανταποκρίνεται με βρυχηθμούς, έχοντας χάσει την ομιλία. Εξαρχής, η μουσική υιοθετεί φωνητικά και ρυθμούς αφρικανικών παραδόσεων, κατά το «κάλεσμα της άγριας φύσης» του Εμίλ, ενώ ρυθμικές ανάσες ντύνουν τις αισιόδοξες σκηνές συμπαράστασης στον Φιξ, όσο και τις σκηνές καταδίωξης, με αποκορύφωμα τη συγκινησιακή κορύφωση της φυγής προς την ελευθερία, που ανακαλεί ενορχηστρωτικά τη μουσική ινδιάνικων καταβολών του Τζακ Νίτσε για τη θρυλική ταινία «Στη φωλιά του κούκου» (1975/Μίλος Φόρμαν), άλλη μια ταινία-ορόσημο για την αδιαπραγμάτευτη ελευθερία.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

** Από το ομώνυμο βιβλίο του Τζακ Λόντον

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!