Στην αμερικανική Αριστερά το δίλημμα για ψήφο στους Δημοκρατικούς ή στον «κανένα» τίθεται, για πρώτη φορά, με τρόπο τόσο αδιέξοδο: για τον Ομπάμα υπάρχει περισσότερη επίγνωση και λιγότερη ελπίδα από κάθε άλλη φορά για Δημοκρατικό υποψήφιο, ενώ την ίδια στιγμή ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος ορίζει μια εξασφαλισμένα χειρότερη προοπτική.
Μπροστά στην κρίση της αμερικανικής οικονομίας και τις πρωτοφανείς μεταπολεμικά δυσκολίες που αντιμετωπίζει, οι δυο εναλλακτικές πολιτικές που προτείνονται από τους μονομάχους δεν οδηγούν σε οικονομική χαλάρωση (καμιά σχέση με την «ποσοτική χαλάρωση» και το κόψιμο χρήματος που θα συνεχιστεί, όποιος κι αν εκλεγεί). Τα πράγματα είναι χειρότερα αν ισχύει ότι τα οικονομικά επιτελεία αμφοτέρων των πλευρών επιμένουν να αρνούνται το βαθύ, συστημικό πρόβλημα της οικονομίας. Για παράδειγμα, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου προβλέπει ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 5% για την επόμενη δεκαετία όταν τα τελευταία πέντε χρόνια ο ρυθμός αυτός δεν ξεπέρασε το 4,5% και κινήθηκε σε ένα μέσο όρο 2,8%. Με βάση αυτήν την πρόβλεψη ο υποψήφιος αντιπρόεδρος των Ρεπουμπλικάνων, Πολ Ράιαν, προτείνει ένα μέγιστο επιτρεπόμενο όριο ονομαστικής αύξησης των δημοσίων δαπανών στο 3,1% για την επόμενη δεκαετία, ώστε να μειωθεί το έλλειμμα. Αν ο Ομπάμα συνεχίζει την περιοριστική κοινωνική πολιτική του Μπους στο πλαίσιο υψηλότερων δημοσίων δαπανών(!) τι θα σημάνει το ασφυκτικό όριο «3,1%» των Ρεπουμπλικανών; Και πώς ακριβώς θα μειωθεί το έλλειμμα όταν ο Ρόμνεϊ προτείνει περαιτέρω μείωση και ενιαίο φορολογικό συντελεστή στο 20% και φόρο επιχειρήσεων στο 25% ελαφρύνοντας κι άλλο το μεγάλο κεφάλαιο;
«Έτσι λειτουργεί το σύστημα»
Η απάντηση είναι η προφανής και εξαιρετικά δυσοίωνη για τις πολιτικές τάσεις που διαμορφώνονται στα δεξιά του πολιτικού σκηνικού. Η φιλοσοφία των Ρόμνεϊ – Ράιαν είναι η απρόσκοπτη μεγέθυνση του ιδιωτικού τομέα σε βάρος του δημοσίου. Σύμφωνα με τον Νόαμ Τσόμσκι, οι Ρεπουμπλικάνοι περισσότερο από ποτέ «δεσμεύονται ανοιχτά να διαλύσουν και να καταστρέψουν κάθε ίχνος προοδευτικής νομοθεσίας και κοινωνικού κράτους που κατακτήθηκε με λαϊκούς αγώνες τον προηγούμενο αιώνα».
Όταν παλαιότερα είχε ερωτηθεί ο Ντικ Τσέινι για την αντίθεση της μεγάλης πλειοψηφίας των Αμερικανών στον πόλεμο του Ιράκ, ο τότε αντιπρόεδρος είχε απαντήσει αφοπλιστικά «ε, και;». Δικαιολογώντας τον ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου είχε υποστηρίξει ότι «ο αμερικανικός λαός έχει input (εισαγωγή) στο πολιτικό σύστημα κάθε τέσσερα χρόνια και αυτός είναι ο τρόπος που το σύστημα λειτουργεί».
Εκμεταλλευόμενος αυτό το περιοριστικό «input» και εκβιάζοντας για το επόμενο, ο Ομπάμα μπορεί και δείχνει τον μπαμπούλα των Ρόμνεϊ – Ράιαν ώστε να εμφανίζεται κερδισμένος, παρά το γεγονός ότι δεν ανακούφισε τους χαμένους από τα στεγαστικά δάνεια, έσπρωξε όλο το κομμένο και δανεικό χρήμα στη διάσωση των μεγάλων επιχειρήσεων, δεν περιόρισε την απορρύθμιση του χρηματιστικού συστήματος που οδηγεί σε φούσκες και τεράστια συγκεντροποίηση οικονομικής δύναμης, χτύπησε τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, ενέτεινε την εκπαιδευτική πολιτική Μπους σε βάρος των ασθενέστερων, για να αναφερθούμε σε ορισμένα. Ακόμη και στον τομέα της Υγείας, το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς φωνάζει ότι παρά κάποια διεύρυνση της πρόσβασης σε υπηρεσίες Υγείας από τα χαμηλά εισοδήματα, ο νόμος του Ομπάμα για την Υγεία ήταν ρεπουμπλικανικής έμπνευσης, κομμένος και ραμμένος στα συμφέροντα των ασφαλιστικών κολοσσών και της φαρμακοβιομηχανίας και σε βάρος των ταμείων των εργαζομένων.
Χώρος στη Δεξιά
Ο συνδυασμός της φανερής σε πολλούς αθέτησης των προεκλογικών υποσχέσεων Ομπάμα με τη διαιωνιζόμενη οικονομική κρίση και ανεργία, δίνει περισσότερο χώρο στον πολιτικό λόγο της Δεξιάς. Παρά τις κινητοποιήσεις για κοινωνικά-οικονομικά ζητήματα, τις πιο σημαντικές εδώ και δεκαετίες, με κορύφωμα τον αγώνα στο Ουισκόνσιν, παρά τα πιο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά που εκφράστηκαν σε αυτές, δυναμώνει παράλληλα μια Δεξιά που τα ακροδεξιά της χαρακτηριστικά είναι ίσως εντονότερα από ποτέ στη σύγχρονη αμερικανική πολιτική Ιστορία.