Του Φώτη Τερζάκη

 

Κανείς δεν θα ήθελε να είναι στη θέση της Ελλάδας αυτή τη στιγμή στην παγκόσμια σκηνή. Ανάμεσα στις συνθλιπτικές οικονομικές πιέσεις από τη Δύση, στης οποίας τις υπερεθνικές «ολοκληρώσεις» μένει εξακολουθητικά παγιδευμένη, και τις ωμές γεωστρατηγικές απειλές από μια υπο-ιμπεριαλιστική δύναμη ανατολικά της, μια Τουρκία σε μιλιταριστικό παροξυσμό, βηματίζει μοιραία προς το χείλος μιας πολλαπλής πανωλεθρίας, την οποία όλοι βλέπουν αλλά κανένας δεν έχει τη δύναμη (ή τη βούληση) ν’ αποτρέψει και το ότι το γεωπολιτικό πρόβλημα είναι υπαρκτό και ακόμη σοβαρότερο ίσως από το οικονομικό, χρησιμοποιείται ακριβώς σαν δικαιολογία για τις ταπεινωτικές υπαναχωρήσεις όλων των πρόσφατων κυβερνήσεων στο τελευταίο. Οι δύο αυτές όψεις της ελληνικής αδυναμίας είναι ωστόσο βαθιά συνδεδεμένες και αλληλοτροφοδοτούμενες, και όποιος παραγνωρίζει αυτή τη σύνδεση βρίσκεται στην παράλογη θέση να επικαλείται ως μοναδική άμυνα του υποτελούς την ακόμη μεγαλύτερη υποτέλεια.

Όση αγανάκτηση, ντροπή και αηδία κι αν προκαλεί η πολιτική της παρούσας κυβέρνησης, μιας κυβέρνησης που αυτοαποκαλείται ανερυθρίαστα «αριστερή» ενόσω γλείφει κατουρημένες ποδιές για να γίνει αποδεκτή στο κλαμπ των δημίων, δεν είναι καινοφανής ούτε στην ιστορία της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας ούτε, προπαντός, στην ιστορία της χώρας. Είναι το οδυνηρό στίγμα που κουβαλάει το ελλαδικό πολιτικό μόρφωμα από τη γέννησή του. Το ελληνικό κράτος, όπως και όλα τα μεταγενέστερα κράτη της Βαλκανικής, δημιουργήθηκε από τον συνασπισμό των ευρωπαϊκών αποικιακών δυνάμεων ως μία από τις συνέπειες της απόφασής τους να διαμελίσουν την Οθωμανική αυτοκρατορία. Από την πλευρά των αρχιτεκτόνων τους, σχεδιάστηκαν ως ημι-προτεκτοράτα στις υπηρεσίες της ανατολικής τους γεωπολιτικής και ποτέ δεν έγιναν αντιληπτά ως κανονικό τμήμα της «χριστιανικής» (δηλαδή Καθολικής/Προτεσταντικής) και αστικοβιομηχανικής Ευρώπης· από την πλευρά των ιδίων, κυβερνήθηκαν από μεταπρατικές και στενά εξαρτημένες από το ξένο κεφάλαιο αστικές τάξεις, συνδυάζοντας μορφές νεωτερικών συνταγματικών καθεστώτων με προ-αστικές δομές πατρωνίας και αυταρχισμού που χαρακτήρισαν την πολιτική τους ζωή σε όλη τη διάρκειά της.

Η δίνη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και η Συμφωνία της Γιάλτας που ακολούθησε παγίωσαν το στίγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έκτοτε: πειθήνια ενταγμένη στο Δυτικό ψυχροπολεμικό μπλοκ, η χώρα έγινε ένα προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ απέναντι αφενός στον Σοβιετικό συνασπισμό, καθώς ένα νευραλγικό τμήμα της διαχωριστικής ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα συνέπιπτε με τα βόρεια σύνορά της, αφετέρου στην ευαίσθητη ζώνη της Εγγύς Ανατολής, χώρο στρατηγικής αβεβαιότητας με τεράστια διακυβεύματα και για τους δύο ψυχροπολεμικούς παίκτες. Στον ελληνικό εμφύλιο ο Ατλαντικός άξονας κέρδισε μία από τις κρισιμότερες νίκες του, σε ευρωπαϊκό έδαφος τουλάχιστον, και η Ελλάδα έγινε ένα από τα πολυτιμότερα λάφυρά του·κι αν αυτό ήταν η εγγύηση της πολιτικής της αιχμαλωσίας και πηγή όλης της μετέπειτα ταραγμένης πολιτικής της ιστορίας (που φαινομενικά μόνο τελειώνει με τη Μεταπολίτευση), στάθηκε επίσης πηγή κάποιου είδους γεωστρατηγικής προστασίας (πάντα υπό όρους: η περίπτωση της Κύπρου αρκούσε για να το θυμίζει) και διόλου ευκαταφρόνητων παροχών για τις άρχουσες τάξεις της. Ο «εκδημοκρατισμός» της δεκαετίας του ’80 δεν ήταν άλλο από μια διεύρυνση, υπαγορευμένη από δομικές αναγκαιότητες των νέων στρατηγικών του κεφαλαίου, του στρώματος των αποδεκτών αυτών των πλεονεκτημάτων – οι οποίοι, μέσα στην ευφορία τους, ξέχασαν να αναρωτηθούν για την πηγή και τη σκοπιμότητά τους.

Το 1991 ο παγκόσμιος χάρτης άλλαξε ριζικά, πράγμα που οι ελληνικές κυβερνήσεις αγνόησαν, συνεχίζοντας από κεκτημένη ταχύτητα να θεωρούν αυτονόητα πράγματα τα οποία δεν ήταν πλέον. Και τα πράγματα αυτά είναι κυρίως δύο. Πρώτον, μετά την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ, η χώρα δεν έχει για τον Ατλαντικό άξονα τη στρατηγική αξία που είχε ως buffer zone απέναντι στην εχθρική συνοριακή γραμμή των Βαλκανίων. Δεν μπορεί συνεπώς να ελπίζει σε καμία ευνοϊκή μεταχείριση έναντι των άμεσων γειτόνων της – και αυτό προφανώς εξηγεί την απόφαση, βοηθούσης και της οικονομικής συγκυρίας (της κρίσης του χρηματοπιστωτικού μοντέλου καπιταλισμού, που απαιτεί να αναπληρωθεί η δομική πτώση της κερδοφορίας με οριακή συμπίεση του εργασιακού κόστους), να εξομοιωθεί από άποψη βιοτικού επιπέδου με τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες. Σε όποιον βαθμό η Ελλάδα υπόκειται σε αποφάσεις που παίρνονται για λογαριασμό της σε δυτικά κέντρα, η πορεία αυτή είναι αμετάκλητη. Από γεωστρατηγική άποψη ο κίνδυνος είναι, για τον ίδιο λόγο, ακόμη μεγαλύτερος: ενόσω ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος σοβεί –δι’ αντιπροσώπων προς ώρας– στην Εγγύς Ανατολή, οι ισχυροί τοπικοί παίκτες αλλάζουν ιλιγγιωδώς συμμαχίες και στρατηγικές ανάλογα με τα πολλαπλώς κυμαινόμενα συμφέροντά τους και σε αυτή την περίπτωση, δεν χρειάζεται να το πω, καμία απολύτως προστασία δεν υπάρχει για μιαν αμελητέα πολιτική και στρατιωτική δύναμη, ιδίως στον βαθμό που λογίζεται ως «δεδομένη». Χωρίς τη στρατηγική σημασία που είχε η Ελλάδα στο πλαίσιο του ψυχροπολεμικού παιχνιδιού, γίνεται ένα απλό κομμάτι στο τραπέζι, θυσιάσιμο ή ανταλλάξιμο χωρίς σοβαρό κόστος.

Δεύτερον, η αυτόματη σχεδόν ευθυγράμμιση με το Δυτικό μπλοκ προϋπέθετε την ενότητα αυτού του μπλοκ όπως είχε διαμορφωθεί στο μεταπολεμικό παγκόσμιο σύστημα. Τούτη τη στιγμή όμως η ενότητα αυτή δεν είναι διόλου αυτονόητη· και αν απέχουμε ακόμα πολύ από το να πούμε πως έχει διαλυθεί, μια νέα δυναμική έχει ανακύψει που εξελίσσεται μάλλον γρήγορα. Το διευρυνόμενο ρήγμα μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (και του αστερισμού των στενότερων δορυφόρων τους), από τη μία πλευρά, και της Γερμανικής Ευρώπης, από την άλλη, επιφυλάσσει απρόβλεπτες εξελίξεις στο εγγύς μέλλον και, ως γνωστόν, το να πατάει κάποιος σε δύο βάρκες ταυτόχρονα του επιφυλάσσει τη μοίρα εκείνου που πνίγεται στη μέση. Τα τρέχοντα στο οικονομικό μέτωπο –η ρουλέτα μεταξύ ΔΝΤ κι ευρωπαϊκών θεσμών για το ζήτημα του ελληνικού χρέους– δίνει ήδη μια πρόγευση αυτού, και οι παιδαριώδεις χειρισμοί μιας πολιτικά ευνουχισμένης κυβέρνησης επισωρεύουν ολοένα και μεγαλύτερες παγιδεύσεις και αδιέξοδα· φαίνεται μάλιστα εκ των υστέρων ότι η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε εξαρχής ως μέσον σε αυτό τον υπόγειο ανταγωνισμό, και η αδυναμία των επίδοξων κυβερνητών της να τον διαγνώσουν είναι εν πολλοίς η αιτία της οικονομικής της τραγωδίας.

Όλο αυτό είναι βέβαια ένα απτό παράδειγμα του πώς το γεωπολιτικό και το οικονομικό πρόβλημα συμπλέκονται αδιαχώριστα στην τρέχουσα θυελλώδη παγκόσμια συγκυρία· πάνω απ’ όλα, όμως, (θα έπρεπε να) διδάσκουν ένα πράγμα: ότι δεν υπάρχει καμία προστάτιδα «Δύση» στην οποία μπορεί η Ελλάδα να προσβλέπει και να ελπίζει, καθώς ο κόσμος κατακερματίζεται και ανασυντάσσεται με απρόβλεπτους τρόπους, στους οποίους πρυτανεύει, καθαρότερα ίσως από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν, η ταξική αρχή και αν υπάρχει όντως κάποια, θα ήταν φρονιμότερο να λογίζεται ως εχθρός παρά ως φίλος και σύμμαχος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!