Ανίκανη να υπερασπιστεί την πόλη η δημοτική αρχή
Του Γιώργου Ρακκά*
Η κυκλοφοριακή ασφυξία της συμπρωτεύουσας αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο αδιέξοδό της. Οφείλεται σε δύο μεγάλα εγκλήματα της πολιτικής ηγεσίας του τόπου. Το πρώτο, πραγματοποιήθηκε τη μακρινή δεκαετία του 1950 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και έχει να κάνει με το ξήλωμα του τραμ. Το δεύτερο, συντελέστηκε και πάλι διά της κυβερνήσεως του Κωνσταντίνου Καραμανλή (του ανιψιού) και έχει να κάνει με τον τρόπο που πάρθηκε και υλοποιήθηκε η απόφαση κατασκευής του Μετρό Θεσσαλονίκης. Το αποτέλεσμα είναι να ζούμε σήμερα την καθημερινότητά μας μέσα σε ένα συνονθύλευμα μπλοκαρισμένων εργοταξίων και αυτοκινήτων που, κατ’ ευφημισμόν, καλείται πόλη.
Είναι αδύνατον να μη σκεφτείς την περίπτωση του Μετρό Θεσσαλονίκης, δίχως να σε πιάσει πονοκέφαλος ή να σου γεννηθεί ένα συναίσθημα επιτακτικής φυγής όχι μόνον από την πόλη, αλλά και από τη χώρα ολόκληρη. Κι αυτό γιατί το αδιέξοδό του συμπυκνώνει στο μέγιστο βαθμό όλες τις ενδείξεις της ελληνικής παθογένειας που απειλεί να μας εξαφανίσει ως λαό τον 21ο αιώνα και συμβατικά την αποκαλούμε «κρίση».
Σοβαρές ενστάσεις από την αρχή
Ας προσπαθήσουμε να το περιγράψουμε σε αδρές γραμμές: Η κυβέρνηση Καραμανλή αποφασίζει να ενεργοποιήσει την ιδέα κατασκευής υπόγειου συρμού στη συμπρωτεύουσα για να «ρεφάρει» το πολιτικό κόστος μιας δεκαετίας όπου οι δημόσιες επενδύσεις θα απορροφηθούν σχεδόν αποκλειστικά από την Αθήνα, ελέω Ολυμπιάδας 2004 – μια απόφαση που παρόξυνε τον υδροκεφαλισμό της χώρας και έθεσε τις βάσεις για τη χρεοκοπία της. Αποφάσισε, έτσι, να προχωρήσει σε ένα έργο, την ίδια στιγμή που υπήρχαν πολλές και σοβαρές ενστάσεις από μεγάλο κομμάτι του συναφούς τεχνικού και επιστημονικού κόσμου. Το κεντρικό αντεπιχείρημα; «Βιαζόμαστε»!
Έτσι, το 2006 ο τότε υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, Γ. Σουφλιάς, έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια τις ενστάσεις, ήρθε στη Θεσσαλονίκη, υπέγραψε μια σύμβαση που προέβλεπε την πιο απαράδεκτη μέθοδο κατασκευής (τμηματική μελέτη-κατασκευή, αν είναι δυνατόν!), βάφτισε σαν κομματάρχης της ΕΡΕ του 1950 τους μετροπόντικες «Γιωρίκα» και «Κωστήκα», και αποχώρησε με ένα ταρατατζούμ. Το έργο ξεκίνησε, και επειδή η πολιτική ηγεσία «βιάζονταν» υιοθέτησε την πιο παρανοϊκή χάραξη σταθμών που μπορούσε να γίνει – το πρόβλημα που δημιουργείται σήμερα με τα αρχαιολογικά ευρήματα του σταθμού Βενιζέλου, είναι απόρροια αυτής της απόφασης.
Αποτέλεσμα αυτής της «βιασύνης»; Ότι βρισκόμαστε στο 2015 και το έργο έχει σταματήσει, η πόλη βρίσκεται σε ομηρία εγκληματικών πολιτικών αποφάσεων, το ελληνικό κράτος δηλώνει ανίκανο να επισπεύσει ή να ολοκληρώσει αυτό το έργο και επαφιόμαστε και πάλι στην «καλή προαίρεση» του… Μπόμπολα, ο οποίος «έχει πόδι» και στην κοινοπραξία που εκτελεί το κυρίως έργο, ενώ τις επεκτάσεις προς την Καλαμαριά, οι οποίες θα ολοκληρωθούν ταχύτατα και πολύ πιο πριν από… το κυρίως έργο, τις έχει αναλάβει ο ΑΚΤΩΡ.
Ποιος θα αποζημιώσει τους πολίτες;
Το οικονομικό και κοινωνικό κόστος αυτού του αδιεξόδου είναι, πραγματικά, τεράστιο για την πόλη. Και αν η κοινοπραξία διεκδικεί από το ελληνικό κράτος για τις καθυστερήσεις που έγιναν με δικές του ευθύνες, αποζημιώσεις μεγάλης κλίμακας, ποιος στ’ αλήθεια θα αποζημιώσει τους πολίτες της πόλης;
Το ερώτημα είναι ρητορικό. Εκείνο, όμως, που δεν είναι ρητορικό ερώτημα είναι το τι έχει κάνει ο δήμος για να υπερασπιστεί την πόλη και τους πολίτες της από αυτό το τρομακτικό, όσο και εγκληματικό αδιέξοδο. Κανονικά, αυτός θα έπρεπε να είναι ο ρόλος του: Να πρωτοστατήσει σε ένα κίνημα απόδοσης ευθυνών, να επιβάλει τον δίκαιο καταλογισμό τους και την τιμωρία των υπαιτίων. Να κινητοποιήσει την πόλη εναντίον της κρατικής απραξίας και της τυραννίας των εργολάβων που την έχουν μεταβάλει σε βομβαρδισμένο τοπίο από τις λαμαρίνες και τα εργοτάξια. Γιατί δεν το έχει κάνει μέχρι σήμερα;
Για δύο λόγους που έχουν να κάνουν με την πολιτική φυσιογνωμία της παρούσας Διοίκησης. Πρώτον, γιατί όπως έχει δηλώσει πλείστες όσες φορές, ο Γιάννης Μπουτάρης είναι με το «γκουβέρνο» – δηλαδή την εκάστοτε κυβέρνηση. Μάλλον ακόμα και όταν αυτή τυραννάει τους πολίτες της.
Δεύτερον, γιατί το «μποέμ μπουρζουά» πολιτικό του προφίλ, δεν του επιτρέπει να δει την αυτοδιοίκηση ως αυτό που είναι: ταυτόχρονα κοινωνικός θεσμός και κίνημα. Όχι κίνημα διαμαρτυρίας, αλλά κίνημα μέσω του οποίου οι πολίτες αυτοδιοικούνται – το λέει και το όνομά της εξάλλου.
Αντί αυτού, ο δήμαρχος προτιμάει να εύχεται εναλλάξ στους εκπροσώπους ενός παντελώς απαξιωμένου πολιτικού σκηνικού, να κερδίσουν τις εκλογές. Με αυτόν τον τρόπο, θέτει και τον δήμο στο κάδρο της απαξίωσης, την ίδια στιγμή που ως θεσμός θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα της παρακμής που ζούμε. Οι υγιείς κοινωνικά και πολιτικά δυνάμεις της πόλης, θα πρέπει να κινητοποιηθούν γύρω από το ζήτημα – ειδάλλως δεν θα προκύψει λύση προς το συμφέρον της πόλης, αν προκύψει και καθόλου. Και μπορούν να αγκαλιάσουν την Τοπική Αυτοδιοίκηση, μεταμορφώνοντάς την σε ανάχωμα ως προς το σάπιο πολιτικό σύστημα και τις πολιτικές του, οι οποίες έχουν εγκλωβίσει σε απελπισία τον ελληνικό λαό.
* Ο Γιώργος Ρακκάς είναι δημοτικός σύμβουλος στη Θεσσαλονίκη, μέλος της κίνησης «Μένουμε Θεσσαλονίκη»