Για την κωμωδία Οικογένεια Βαν Πετεγκέμ του Μπρουνό Ντυμόν

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Απρόβλεπτη και «πυροβολημένη» η κωμωδία Οικογένεια Βαν Πετεγκέμ, του 59χρονου Μπρουνό Ντυμόν, δημιουργού δραματικών κυρίως ταινιών, με σεξουαλικές εντάσσεις και σκληρές σκηνές (29 Φοίνικες /2003, Καμίλ Κλωντέλ 1915 /2013), ο οποίος τελευταία τελειοποιεί τους εμπνευσμένους πειραματισμούς του σ’ ένα αλλόκοτο ύφος, με αναφορές στο μπουρλέσκ και το βουβό σινεμά.

Μπελ Επόκ, σε παραθαλάσσιο θέρετρο της Μάγχης με βαλτότοπους, στον κόλπο Σλακ της βόρειας Γαλλίας, πολλαπλασιάζονται ξαφνικά οι εξαφανίσεις τουριστών. Αρχικά η αστυνομία ανακρίνει την φτωχή πολύτεκνη οικογένεια των Μπρυφόρ, τοπικών ψαράδων που εκτός από την αλίευση μυδιών αναλαμβάνουν και τη μεταφορά ανθρώπων από τη μια ακτή του βάλτου στην άλλη, στα χέρια ή με βάρκα. Παράλληλα, ανακρίνουν και τους ξεπεσμένους αριστοκράτες της οικογένειας Βαν Πετεγκέμ, με την μοντέρνας αιγυπτιακής αισθητικής πολυτελή βίλα, που δεσπόζει στο λόφο. Απροσδόκητα προκύπτει και το ειδύλλιο ανάμεσα στον ΜαΛούτ, τον έφηβο γιο του βαρκάρη και την Μπιλί, γόνο των Βαν Πετεγκέμ, που δεν αποσαφηνίζεται αν πρόκειται για κορίτσι που ντύνεται αγορίστικα ή αγόρι που μεταμφιέζεται σε κορίτσι.

Στα χνάρια ενός αυθεντικότερου ρεαλισμού, όπως στο σινεμά του Μπρεσόν, ο Ντυμόν, εκτός από σημαντικούς Γάλλους ηθοποιούς -Βαλέρια Μπρούνι-Τεντέσκι, Φαμπρίς Λουκινί και Ζουλιέτ Μπινός- χρησιμοποιεί και ερασιτέχνες, γέννημα θρέμμα της περιοχής, που είναι και δική του γενέτειρα, αξιοποιώντας τις αυθεντικές φυσιογνωμίες τους. Ο Ντυμόν παίζει και με την εξαιρετικά προσεγμένη άρθρωση των ηθοποιών, που εκτός από μια σατυρική διάθεση, φανερώνει και την υπεροψία των αριστοκρατών, που χλευάζουν απροκάλυπτα την προφορά της αγράμματης πλέμπας. Σκωπτική διάθεση αναδύουν και οι γαλλικές ονοματολογίες, καθώς ο σκηνοθέτης επινοεί παρατσούκλια, πιστός στην παράδοση του αφορισμένου αναγεννησιακού συγγραφέα του Γαργαντούα, Φρανσουά Ραμπελέ.

Ο χαρακτήρας-καρικατούρα που υποδύεται η Ζυλιέτ Μπινός, συχνά σε έκσταση, αρθρώνει τραγουδιστά τις λέξεις, σχεδόν ακατανόητα, στο στυλ μιας λυρικής αοιδού, όταν σε μια σκηνή αναμασάει μουρμουριστά την περίφημη σπαρακτική άρια je crois entendre encore από την όπερα Αλιείς Μαργαριταριών του Ζωρζ Μπιζέ.

Εξαιρετικά μελετημένη είναι και η κινησιολογία των χαρακτήρων, που συχνά γκρεμοτσακίζονται από καρέκλες ή ξαπλώστρες, στον απόηχο κωμικών γκαγκς. Το βάδισμα του κυρίου Βαν Πετεγκέμ, που κουτσαίνει, ηχεί σαν να έχει σκουριασμένη σιδερένια άρθρωση. Η κάθε κίνηση του ευτραφούς αστυνομικού επιθεωρητή Μασέν, που κατρακυλά σαν βαρέλι στους αμμόλοφους, προκαλεί αστεία τριξίματα, ενώ με τον νεαρό κοκκινομάλλη βοηθό του Μαλφουά αποτελούν καρικατούρα κωμικού διδύμου, τύπου χοντρού-λιγνού ή των Ντυπόν-Ντυπόν από τον Τεν-Τεν. Το γεγονός πως ο Μασέν κατά τη διάρκεια της ταινίας, δεν σταματάει να φουσκώνει σαν μπαλόνι, από τη μια φέρνει στο νου τον υπερμεγέθη ήρωα των αμετανόητων αιρετικών σουρεαλιστών Μόντι Πάιθονς, στο Νόημα της Ζωής, από την άλλη, θα μπορούσε να αναφέρεται στα πρώιμα κινηματογραφικά τρικ του Μελιές, αλλά και στην ελαφράδα που εκφράζουν οι ιπτάμενες φιγούρες του Μαρκ Σαγκάλ, όταν στο άκρως σουρεαλιστικό κλείσιμο, ο Μασέν πετάει κι αυτός, σαν μπαλόνι στους ουρανούς, με ένα πλήθος από κάτω να τρέχει να τον πιάσει.

Φιγούρα βγαλμένη από τον Λόγο του Ντράγιερ, ο θείος Κριστιάν, με χαμένο βλέμμα στο υπερπέραν, απεικονίζεται ως άλλος Γιοχάνες, που νιώθει ότι επικοινωνεί σε άμεση αποκλειστικότητα με τον Θεό, σε μια ταινία που μετά από τη λιτανεία της Παναγίας, η «θαυματουργή» μεταφορά της αριστοκράτισσας στον αέρα λειτουργεί ως ειρωνικό σχόλιο για τα θαύματα που προορίζονται αποκλειστικά για την άρχουσα τάξη.

Υπογραμμίζονται οι σαρκοβόρες ορέξεις της ασύδοτης κρεατοφαγίας της μπουρζουαζίας, έναντι της κανιβαλικής διάστασης της κατώτερης τάξης, που αρέσκεται …κυριολεκτικά, να τρώει τις σάρκες των πλουσίων, σε προκλητικά γκροτέσκο αιματοβαμμένες σκηνές.

Στα πλαίσια λεπτομερειακής φετιχιστικής αποτύπωσης της γαλλικής κουλτούρας της εποχής, εμφανίζονται δαντελωτά παρασόλ, το ναυτικό καπελάκι με το κατακόκκινο πον-πον, καθώς και διάφορες ευρεσιτεχνίες της Μπελ Επόκ, όπως τα πρώτα αυτοκίνητα με μανιβέλα, ποδήλατα με μεγαλύτερη τη μπροστινή ρόδα ή το τροχήλατο όχημα με πανιά βάρκας στην παραλία.

Ο Ντυμόν εύστοχα χρησιμοποιεί ως χαρακτηριστικό θέμα το συμφωνικό κομμάτι Barberine: Πρελούδιο της 2ης πράξης, του Βέλγου ρομαντικού Γκιγιώμ Λεκέ, ορχηστρική σύνθεση που ολοκληρώνεται σε αποσπάσματα κατά τη διάρκεια της ταινίας, σε άμεση συνδιαλλαγή με τη χρήση της αθεράπευτα ρομαντικής μελωδίας του Μάλερ στον Θάνατο στη Βενετία, του Βισκόντι, αναμφισβήτητη αναφορά του Ντυμόν, με την παρουσία της αμφισεξουαλικής Μπιλί, ενώ η τραγική σκηνή ταπεινωτικού ξυλοδαρμού της, ανακαλεί τους τραγικούς ήρωες ενός Φασμπίντερ.

Ο Ντυμόν αποτίνει φόρο τιμής στο ελεύθερο πνεύμα του αιρετικού Ραμπελαί, σε συνδυασμό με την κατεξοχήν γαλλική κουλτούρα του φανταστικού, τη λογοτεχνική παράδοση του Ιούλιου Βερν, τη μαγεία του απατηλού, στο σινεμά του Μελιές, αλλά και κάποιες πρώιμες σουρεαλιστικές εικόνες των διαδεδομένων τότε καρτ ποστάλ φανταστικής θεματικής, μέσα από τα εφέ των φωτογραφικών προσεγγίσεων του Ζακ-Ανρί Λαρτίγκ. Πατώντας στην παράδοση του Γκραν Γκινιόλ, μέσα από την υπερβολή ενός σπλάτερ κανιβαλισμού, αλλά και των γκαγκς, επαναφέρει στην κωμωδία μερικά απ’ τα χαμένα σήμερα ανατρεπτικά στοιχεία του βουβού σινεμά μπουρλέσκ, στοχεύοντας να σατιρίσει υστερικές εξάρσεις, ψυχώσεις και νευρώσεις της ξεπεσμένης αριστοκρατίας, που εκστασιάζεται υπέρμετρα ακόμα και μπρος στο ειδυλλιακό τοπίο, τη στιγμή που οι άξεστοι, συνοφρυωμένοι φτωχοί ψαράδες περνάνε αγόγγυστα στα χέρια τους άρχοντες στην άλλη όχθη. Αυτή η έκδηλη ταξική διαφοροποίηση συνοψίζεται στα λεγόμενα του ίδιου του πάτερ-φαμίλια Βαν Πετεγκέμ, που παραδέχεται την καθιερωμένη αιμομιξία στις ξεπεσμένες αριστοκρατικές οικογένειες, προκειμένου να μην αλλάξει χέρια το κεφάλαιο και η εξουσία, με την ανάδυση της αστικής τάξης και της βιομηχανίας, στα πρόθυρα του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]

 

 

INFO

Η ταινία Οικογένεια Βαν Πετεγκέμ κυκλοφορεί από 1/6/2017. Η ανάλυση της ταινίας του Ντυμόν Καμίλ Κλωντέλ, 1915 υπάρχει στο φύλλο 209 -12/4/2014

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!