Πιέσεις, απειλές και φόβοι των ελίτ για συνολικές ανατροπές. Της Αλίκης Βεγίρη
Μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές (Παρασκευή πρωί), τα πολυαναμενόμενα αποτελέσματα του ιρλανδικού δημοψηφίσματος, δεν είχαν γίνει ακόμα γνωστά, ούτε κατά προσέγγιση. Κατ’ ουσίαν δεν είχε αρχίσει καν η καταμέτρηση των ψήφων. Οι κάλπες έκλεισαν αργά το βράδυ της Πέμπτης, συγκεκριμένα στις 10 μ.μ., (πολύ βραδινοί τύποι οι Ιρλανδοί!), κι αν λάβουμε υπόψιν τις δυο ώρες διαφορά, τότε δεν έχουμε παρά να περιμένουμε μέχρι το απόγευμα, για την ανακοίνωση της τελικής ετυμηγορίας. Το μόνα δεδομένα που έχουμε είναι: 1) Η ιδιαίτερα χαμηλή προσέλευση των ψηφοφόρων (πολύ κάτω του 50%), γεγονός το οποίο ευνοεί το «Όχι» και 2) η συστηματική αστοχία των δημοσκοπήσεων να συλλαμβάνουν τις μύχιες επιθυμίες των Ιρλανδών.
Ο κακός καιρός που επικρατούσε αυτή τη βδομάδα στο νησί, δύσκολα θα έβγαζε στο δρόμο, όπως επισημαίνεται, τους «συνετούς» οπαδούς του «Ναι», ενώ δεν θα έπαιζε κανένα ρόλο για τους «λυσσασμένους» του «Όχι». Σχετικά με την προβλεπτικότητα των δημοσκοπήσεων, έχουμε να πούμε ότι και τις δύο φορές που οι Ιρλανδοί κλήθηκαν να αποφασίσουν διά δημοψηφίσματος, (περίπτωση των Συνθηκών της Νίκαιας και της Λισσαβώνας), οι δημοσκοπήσεις έδιναν το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό της κάλπης. Οι μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις ευνοούν το «Ναι», αλλά με μεγάλο ποσοστό αναποφάσιστων (περίπου 35%).
Στη δεδομένη οικονομική και πολιτική συγκυρία, με την επιδείνωση της κρίσης σε μια σειρά από χώρες αφενός, και την αλλαγή του πολιτικού κλίματος σε Ελλάδα και Γαλλία αφετέρου, η ψήφος των Ιρλανδών θα έχει ευρύτερες προεκτάσεις. Η επικράτηση του «Ναι», θα σημαίνει την επικράτηση του φόβου και της υποταγής, κακός οιωνός και για την υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ η επικράτηση του «Όχι» θα αναπτερώσει το ηθικό των χειμαζόμενων λαών για τη συνέχιση του αγώνα τους.
Η συνθήκη δημοσιονομικής πειθαρχίας την οποία καλούνται να επικυρώσουν οι Ιρλανδοί, δεν αποτελεί παρά δια-κυβερνητική συμφωνία και για το λόγο αυτό δεν χρειάζεται να υπάρξει ομοφωνία, ώστε να τεθεί ισχύ και να έχει καθολική εφαρμογή. Προς τούτο, αρκεί να επικυρωθεί από τις 12 εκ των 17 χωρών της Ευρωζώνης. Μέχρι στιγμής έχει ψηφιστεί από τα Κοινοβούλια της Πορτογαλίας, Σλοβενίας και της πάντα πρόθυμης Ελλάδας. Σε Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Λουξεμβούργο, Λετονία και Σλοβακία χρειάζεται αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ μόνο η Ιρλανδία προχώρησε σε δημοψήφισμα, κατ’ απαίτηση του Γενικού Εισαγγελέα.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η εκστρατεία από τα κόμματα υπέρ του «Ναι» διεξήχθη μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας και άθλιων απειλών. Τα μόνα κόμματα που σήκωσαν πάνω τους την υπεράσπιση της δημοκρατίας και της αξιοπρέπειας των Ιρλανδών ήταν το σοσιαλιστικό κόμμα υπό τον Joe Higgins, και το Sinn Fein, υπό τον Jerry Adams. Το τελευταίο, δε, ως πολυπληθέστερο, και λειτουργώντας ως σανίδα σωτηρίας είδε τη δημοτικότητά του να απογειώνεται, φτάνοντας κι αυτή ακόμα των εργατικών. Διευκρινιστικά, το Sinn Fein, που κατέβηκε για πρώτη φορά στις εκλογές της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας το 2011, είναι το τέταρτο κόμμα στη Βουλή με 14 αντιπροσώπους. Το σοσιαλιστικό έχει μόνο δύο και έναν ευρωβουλευτή.
Η Ιρλανδία είναι μια καθαρή περίπτωση κράτους που εγγυήθηκε την εξόφληση των χρεών των τραπεζών, με απευθείας ανάθεση της υποχρέωσης αυτής στο λαό της. Το bail-out των 85 δισ. ευρώ από την τρόικα δόθηκε κατ’ επιταγή της ΕΚΤ, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι λογαριασμοί των τραπεζών θα μεταφέρονταν στους λογαριασμούς του κράτους. Οι Ιρλανδοί ψήφισαν υπό το κράτος δύο ισχυρών και αντιφατικών συναισθημάτων: Οργή για την κατάλυση της δημοκρατίας και της εθνικής κυριαρχίας, καθ’ ότι φεύγει πλέον από τη χώρα η δυνατότητα κατάρτισης των προϋπολογισμών, οργή για την ενσωμάτωση στο Σύνταγμα μιας διαρκούς λιτότητας, η οποία θα πλήττει εφ’ εξής και διά νόμου τα φτωχότερα στρώματα. Οργή για τη συνταγματική κατοχύρωση της ανισότητας, κάτι, που καμιά επόμενη κυβέρνηση δεν θα μπορεί να αλλάξει. Οργή για την προδοσία των κομμάτων που προήλθαν με άλλη ατζέντα από τις εκλογές του 2011.
Οργή για τις νέο-φιλελεύθερες «ακρίδες» που θα έχουν το ελεύθερο να κατασπαράσσουν οτιδήποτε έχει απομείνει όρθιο από το δημόσιο πλούτο, αλλά και φόβο μπροστά στις απειλές για τη διακοπή της χρηματοδότησης με τη λήξη του τρέχοντος πακέτου των 85 δισ. το 2013.
Η Ιρλανδία αυτή τη στιγμή τρέχει το μεγαλύτερο πρωτογενές έλλειμμα της Ευρωζώνης γύρω στο -6.5% και οι ελπίδες για επάνοδο στις αγορές το 2014 δεν φαίνονται ρεαλιστικές. Η προσθήκη, δε, της κατάπτυστης ρήτρας στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο, ότι χώρες που δεν το επικυρώσουν δεν θα έχουν πρόσβαση στο μόνιμο μηχανισμό ΕSΜ, έγινε την τελευταία στιγμή από την ίδια τη Μέρκελ, ακριβώς για ν’ αποθαρρύνει τους Ιρλανδούς από το να σηκώσουν κεφάλι ψηφίζοντας «Όχι».
Πέρα από τη σκληρότητα και την αδιαμφισβήτητη αναποτελεσματικότητα του Συμφώνου να βγάλει την Ευρώπη από την κρίση, όπως διατείνονται οι εμπνευστές του, η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι οι Ιρλανδοί κλήθηκαν να αποφασίσουν για ένα σύνολο κανόνων οι οποίοι δεν έχουν πάρει ακόμα την τελική τους μορφή, μετά τις κατηγορηματικές δηλώσεις του Ολάντ ότι δεν πρόκειται να τους επικυρώσει αν δεν συμπεριληφθούν και μέτρα ανάπτυξης, αλλά και του ίδιου του γερμανικού Κοινοβουλίου, το οποίο ανέβαλε την ψήφισή του πιθανόν και για το φθινόπωρο, μετά από τις ενστάσεις των σοσιαλδημοκρατών, χωρίς την ψήφο των οποίων δεν είναι εφικτή η απαραίτητη ενισχυμένη πλειοψηφία των δύο τρίτων.
Περιδιαβαίνοντας κανείς στις δηλώσεις και διηγήσεις των απλών πολιτών, αντιλαμβάνεται αμέσως το μέγεθος της απαξίωσης και της οργής, η οποία, πλέον, κατευθύνεται πολύ συγκεκριμένα προς την ίδια την αρχιτεκτονική του ευρώ και της Ευρωζώνης, με την τροπή που της έχουν δώσει οι διευθύνουσες ελίτ.
«Θα ψηφίσω ΟΧΙ», λέει με κατηγορηματικό τρόπο ένας άνδρας απ’ το Δουβλίνο. «Η Ευρώπη πρέπει να συνεχίσει να μας χρηματοδοτεί. Αλλιώς, άμα πέσουμε, θα πάρουμε στο λαιμό μας και το ίδιο το ευρώ».
«Η Ιρλανδία είναι πράγματι μια εξαγωγική χώρα. Εξάγουμε, μικροτσιπς, Viagra, τυρί, βοδινό και τα παιδιά μας», λέει κάποιος άλλος.
«Γύρω στο ’70, είχα μεταναστεύσει με την οικογένειά μου στη Βρετανία, γιατί δεν υπήρχε εδώ δουλειά για τους γονείς μου», λέει μια μητέρα τριών εφήβων. «Δεν είχα φανταστεί ότι θα ξανάκανα το ίδιο με τα δικά μου παιδιά».
Ο κακός καιρός που επικρατούσε αυτή τη βδομάδα στο νησί, δύσκολα θα έβγαζε στο δρόμο, όπως επισημαίνεται, τους «συνετούς» οπαδούς του «Ναι», ενώ δεν θα έπαιζε κανένα ρόλο για τους «λυσσασμένους» του «Όχι». Σχετικά με την προβλεπτικότητα των δημοσκοπήσεων, έχουμε να πούμε ότι και τις δύο φορές που οι Ιρλανδοί κλήθηκαν να αποφασίσουν διά δημοψηφίσματος, (περίπτωση των Συνθηκών της Νίκαιας και της Λισσαβώνας), οι δημοσκοπήσεις έδιναν το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό της κάλπης. Οι μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις ευνοούν το «Ναι», αλλά με μεγάλο ποσοστό αναποφάσιστων (περίπου 35%).
Στη δεδομένη οικονομική και πολιτική συγκυρία, με την επιδείνωση της κρίσης σε μια σειρά από χώρες αφενός, και την αλλαγή του πολιτικού κλίματος σε Ελλάδα και Γαλλία αφετέρου, η ψήφος των Ιρλανδών θα έχει ευρύτερες προεκτάσεις. Η επικράτηση του «Ναι», θα σημαίνει την επικράτηση του φόβου και της υποταγής, κακός οιωνός και για την υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ η επικράτηση του «Όχι» θα αναπτερώσει το ηθικό των χειμαζόμενων λαών για τη συνέχιση του αγώνα τους.
Η συνθήκη δημοσιονομικής πειθαρχίας την οποία καλούνται να επικυρώσουν οι Ιρλανδοί, δεν αποτελεί παρά δια-κυβερνητική συμφωνία και για το λόγο αυτό δεν χρειάζεται να υπάρξει ομοφωνία, ώστε να τεθεί ισχύ και να έχει καθολική εφαρμογή. Προς τούτο, αρκεί να επικυρωθεί από τις 12 εκ των 17 χωρών της Ευρωζώνης. Μέχρι στιγμής έχει ψηφιστεί από τα Κοινοβούλια της Πορτογαλίας, Σλοβενίας και της πάντα πρόθυμης Ελλάδας. Σε Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Λουξεμβούργο, Λετονία και Σλοβακία χρειάζεται αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ μόνο η Ιρλανδία προχώρησε σε δημοψήφισμα, κατ’ απαίτηση του Γενικού Εισαγγελέα.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η εκστρατεία από τα κόμματα υπέρ του «Ναι» διεξήχθη μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας και άθλιων απειλών. Τα μόνα κόμματα που σήκωσαν πάνω τους την υπεράσπιση της δημοκρατίας και της αξιοπρέπειας των Ιρλανδών ήταν το σοσιαλιστικό κόμμα υπό τον Joe Higgins, και το Sinn Fein, υπό τον Jerry Adams. Το τελευταίο, δε, ως πολυπληθέστερο, και λειτουργώντας ως σανίδα σωτηρίας είδε τη δημοτικότητά του να απογειώνεται, φτάνοντας κι αυτή ακόμα των εργατικών. Διευκρινιστικά, το Sinn Fein, που κατέβηκε για πρώτη φορά στις εκλογές της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας το 2011, είναι το τέταρτο κόμμα στη Βουλή με 14 αντιπροσώπους. Το σοσιαλιστικό έχει μόνο δύο και έναν ευρωβουλευτή.
Η Ιρλανδία είναι μια καθαρή περίπτωση κράτους που εγγυήθηκε την εξόφληση των χρεών των τραπεζών, με απευθείας ανάθεση της υποχρέωσης αυτής στο λαό της. Το bail-out των 85 δισ. ευρώ από την τρόικα δόθηκε κατ’ επιταγή της ΕΚΤ, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι λογαριασμοί των τραπεζών θα μεταφέρονταν στους λογαριασμούς του κράτους. Οι Ιρλανδοί ψήφισαν υπό το κράτος δύο ισχυρών και αντιφατικών συναισθημάτων: Οργή για την κατάλυση της δημοκρατίας και της εθνικής κυριαρχίας, καθ’ ότι φεύγει πλέον από τη χώρα η δυνατότητα κατάρτισης των προϋπολογισμών, οργή για την ενσωμάτωση στο Σύνταγμα μιας διαρκούς λιτότητας, η οποία θα πλήττει εφ’ εξής και διά νόμου τα φτωχότερα στρώματα. Οργή για τη συνταγματική κατοχύρωση της ανισότητας, κάτι, που καμιά επόμενη κυβέρνηση δεν θα μπορεί να αλλάξει. Οργή για την προδοσία των κομμάτων που προήλθαν με άλλη ατζέντα από τις εκλογές του 2011.
Οργή για τις νέο-φιλελεύθερες «ακρίδες» που θα έχουν το ελεύθερο να κατασπαράσσουν οτιδήποτε έχει απομείνει όρθιο από το δημόσιο πλούτο, αλλά και φόβο μπροστά στις απειλές για τη διακοπή της χρηματοδότησης με τη λήξη του τρέχοντος πακέτου των 85 δισ. το 2013.
Η Ιρλανδία αυτή τη στιγμή τρέχει το μεγαλύτερο πρωτογενές έλλειμμα της Ευρωζώνης γύρω στο -6.5% και οι ελπίδες για επάνοδο στις αγορές το 2014 δεν φαίνονται ρεαλιστικές. Η προσθήκη, δε, της κατάπτυστης ρήτρας στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο, ότι χώρες που δεν το επικυρώσουν δεν θα έχουν πρόσβαση στο μόνιμο μηχανισμό ΕSΜ, έγινε την τελευταία στιγμή από την ίδια τη Μέρκελ, ακριβώς για ν’ αποθαρρύνει τους Ιρλανδούς από το να σηκώσουν κεφάλι ψηφίζοντας «Όχι».
Πέρα από τη σκληρότητα και την αδιαμφισβήτητη αναποτελεσματικότητα του Συμφώνου να βγάλει την Ευρώπη από την κρίση, όπως διατείνονται οι εμπνευστές του, η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι οι Ιρλανδοί κλήθηκαν να αποφασίσουν για ένα σύνολο κανόνων οι οποίοι δεν έχουν πάρει ακόμα την τελική τους μορφή, μετά τις κατηγορηματικές δηλώσεις του Ολάντ ότι δεν πρόκειται να τους επικυρώσει αν δεν συμπεριληφθούν και μέτρα ανάπτυξης, αλλά και του ίδιου του γερμανικού Κοινοβουλίου, το οποίο ανέβαλε την ψήφισή του πιθανόν και για το φθινόπωρο, μετά από τις ενστάσεις των σοσιαλδημοκρατών, χωρίς την ψήφο των οποίων δεν είναι εφικτή η απαραίτητη ενισχυμένη πλειοψηφία των δύο τρίτων.
Περιδιαβαίνοντας κανείς στις δηλώσεις και διηγήσεις των απλών πολιτών, αντιλαμβάνεται αμέσως το μέγεθος της απαξίωσης και της οργής, η οποία, πλέον, κατευθύνεται πολύ συγκεκριμένα προς την ίδια την αρχιτεκτονική του ευρώ και της Ευρωζώνης, με την τροπή που της έχουν δώσει οι διευθύνουσες ελίτ.
«Θα ψηφίσω ΟΧΙ», λέει με κατηγορηματικό τρόπο ένας άνδρας απ’ το Δουβλίνο. «Η Ευρώπη πρέπει να συνεχίσει να μας χρηματοδοτεί. Αλλιώς, άμα πέσουμε, θα πάρουμε στο λαιμό μας και το ίδιο το ευρώ».
«Η Ιρλανδία είναι πράγματι μια εξαγωγική χώρα. Εξάγουμε, μικροτσιπς, Viagra, τυρί, βοδινό και τα παιδιά μας», λέει κάποιος άλλος.
«Γύρω στο ’70, είχα μεταναστεύσει με την οικογένειά μου στη Βρετανία, γιατί δεν υπήρχε εδώ δουλειά για τους γονείς μου», λέει μια μητέρα τριών εφήβων. «Δεν είχα φανταστεί ότι θα ξανάκανα το ίδιο με τα δικά μου παιδιά».
Σχόλια