Το βράδυ της Συναυλίας για τα Τέμπη κάτι σπουδαίο συνέβη στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Η μοιρασμένη οδύνη, η οδύνη που κοινωνείται, «ζέστανε» τις καρδιές εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, αφαιρώντας τους το «παγωμένο» κέλυφος που το διαρκές συλλογικό μας τραύμα είχε προκαλέσει. Μπορούμε και νοιώθουμε ξανά!

Το αρχέτυπο της «παγωμένης» αδιαφορίας και παθητικότητας υποχώρησε δραστικά μπροστά στην ανάδυση της κοινής για όλους μας ευαλωτότητας. Η κοινότητα όλων μας, νεκρών και ζωντανών μαζί, η συστημική μας «κοινότητα μοίρας» –όπως την ορίζει ο Bert Hellinger– συγκροτήθηκε εκ νέου ως άλλη Εκκλησία του Δήμου και το ψήφισμα εγκρίθηκε πανηγυρικά. Όλοι μας, οι ζωντανοί και οι αγαπημένοι μας νεκροί, ήταν «εκεί» κοινωνώντας από το κοινό κοχλιάριο της Αγάπης.

Εκείνες τις ώρες οι ψυχές απαλλάσσονται από τις ναρκισσιστικές του υπεκφυγές, τα χελωνίστικα καβούκια μας θρυμματίζονται και το κοινό τραύμα εκτίθεται με γενναιότητα στη συμπονετική ανάσα του διπλανού. Οι κοινωνικοί ιστοί που είχαν εδώ και χρόνια διαρραγεί, στη στιγμή επανασυντίθενται. Ο συντονισμός με τον Άλλο που επίσης πονά κατορθώνεται, όπως οι μουσικές, οι φωνές του τραγουδιού εναρμονίζονται κι ας είναι η καθεμιά διαφορετική.

Όλη αυτή η ωκεάνια κοινωνική δυναμική συμπυκνώνεται, «βάζει λόγια στα δάκρυα μας» και εκφράζεται επιτέλους στον λυγμό του Φοίβου Δεληβοριά:

«Δεν θα κάνω πίσω
Και δεν θα ξεχάσω
Θα σε πάρω εγώ
παιδάκι μου όταν φτάσω»

Η ανάληψη της ενήλικης ευθύνης επούλωσης του Συλλογικού Τραύματος, η θεραπευτική του βάση δηλαδή, έχει ήδη θεμελιωθεί. Μέσα απ’ αυτές τις δεκαέξι λέξεις το Συλλογικό μας Ασυνείδητο βρήκε τον δρόμο του να γίνει συνειδητό. Η δέσμευση έρχεται με τεράστια δύναμη από το παρόν, κοιτά στο παρελθόν και αναφέρεται στο μέλλον. «Θα σε πάρω εγώ παιδάκι μου όταν φτάσω».

Το «παιδάκι μου» είναι ο νέος νοηματοδοτικός ελκυστής, που μας σηκώνει από τον εντός μας καναπέ. Αυτό ορίζει πλέον τη στάση μας απέναντι στα πράγματα.

Δεν σημαίνουν όλα αυτά πως από αύριο όλα θα είναι διαφορετικά στην «έρημη χώρα». Θέλει χρόνο το νερό που ποταμού να τρέξει απ’ την πηγή του ως τη θάλασσα. Θέλει χρόνο –αλλά και κοπιώδη προσπάθεια– η νερένια οργή για να πνίξει τους ανεύθυνους υπεύθυνους και τους «άνοιωθους» συνοδοιπόρους τους. Αλλά η πηγή ήδη αναβλύζει, ρέει και κανείς δεν μπορεί να τη σταματήσει.

Και βέβαια αυτό μας εξηγεί γιατί τόσο μένος για τη συναυλία. Ένας όχλος από τρολ με την συνοδεία υπερ-διανοητικοποιημένων ακαδημαϊκών, που δεν μπορούν να «κατέβουν» από το κεφάλι τους ή να «ανέβουν» λίγο πιο πάνω από την τσέπη τους και να νοιώσουν, έχουν επιδοθεί σ’ έναν λυσσαλέο αγώνα αποδόμησης, απαξίωσης και υποτίμησης της σημασίας της Συναυλίας και των συντελεστών της.

Δεν είναι δηλαδή μόνο η συνήθης επικριτικότητα που εκφράζει πολλές φορές ο θύτης –όσο και ο αμέτοχος παρατηρητής– ενός τραυματικού γεγονότος, προκειμένου να ανακουφίσει τις ενοχές του. Δεν είναι μόνο η προσπάθεια του ενόχου (moral disengagement) να απομειώσει τη σοβαρότητα του τραύματος και να υπονομεύσει τη θεραπεία του.

Είναι που όλοι αυτοί «ξέρουν» πολύ καλά τι κάνουν, ακόμη κι αν δεν έχουν ακριβώς επίγνωση της συμβολής τους στην κυρίαρχη κοινωνική μηχανική, που επιδιώκει να κρατήσει την κοινωνία μας κολλημένη στην αδράνεια / freeze του αθεράπευτου Τραύματος. Είναι που η κυρίαρχη κοινωνική μηχανική γνωρίζει πολύ καλά π ω ς θεραπεύεται το συλλογικό τραύμα και αυτή την κοινωνική λειτουργία επιθυμούν διακαώς να διακόψουν.

Ο ψυχίατρος Bessel Van der Kolk, συγγραφέας του διεθνούς best seller «The Body Keeps the Score: Brain, Mind, and Body in the Healing of Trauma”, αναλύει πολύ εύστοχα τη διαδικασία θεραπείας του Συλλογικού Τραύματος, περιγράφοντας τη βιωμένη εμπειρία του όταν ταξίδευε με τον Νοτιοαφρικανό επίσκοπο και νομπελίστα Desmond Tutu, ενάντια στο καθεστώς του apartheid.

«Το να σε γνωρίζουν, να σε βλέπουν, να σε σέβονται, να σε ακούν είναι τρομερά σημαντικό. Το να σε εκτιμά η κοινότητα, το να είσαι σε συγχρονισμό με την κοινότητα, είναι ο πυρήνας της ανθρώπινης ευχαρίστησης. Το να μαγειρεύουμε μαζί, να τρώμε μαζί, να τραγουδάμε μαζί, να χορεύουμε μαζί, να κάνουμε έργα μαζί, είναι η κοινωνική μας χαρά. Ο Επίσκοπος Tutu προσευχόταν με ανθρώπους, χόρευε με ανθρώπους, έβαζε τους ανθρώπους να πουν τις ιστορίες τους και να μοιραστούν την κοινή οδύνη τους. Έκανε τους ανθρώπους να νοιώθουν ασφαλείς να εκφραστούν. Ο Επίσκοπος Tutu μου έκανε εντύπωση ως τον καλύτερο ψυχοθεραπευτή που είχα γνωρίσει ποτέ».

Αυτά λέει ο Van der Kolk και δεν νομίζω πως υπάρχει καλύτερη περιγραφή του τρόπου Πολιτικής Δράσης, που χρειαζόμαστε σήμερα στην Ελλάδα, ενάντια στο καθεστώς που καταδυναστεύει τις ζωές μας. Να ζεστάνουμε τις καρδιές των τραυματισμένων συμπατριωτών μας. Να χαρούμε στην ελληνική μας Κοινότητα. Και αυτά συντελέστηκαν το βράδυ της Συναυλίας από 1.500.000 Έλληνες. Προσευχηθήκαμε, χορέψαμε, τραγουδήσαμε, εκτιμήσαμε ο ένας τον άλλο, συγχρονιστήκαμε και μοιραστήκαμε την κοινή μας οδύνη. Νοιώσαμε επιτέλους ότι ανήκουμε, ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε να έχουμε ξανά τον έλεγχο της ζωής μας.

Συνεπώς, εύλογα ανησυχούν οι λογής-λογής υποστηρικτές του ελληνικού apartheid. Εύλογα τρολάρουν, απαξιώνουν, λοιδορούν. Εύλογα θέλουν να μας στρέψουν αλλού την προσοχή. Εύλογα –επιτέλους κι αυτοί– φοβούνται.

Και κάτι τελευταίο, αλλά ιδιαίτερα κρίσιμο, σ’ αυτήν την «Πολιτική Πρόταση Δράσης» του Desmond Tutu –όπως την αναλύει ο Van Der Kolk– που χρειάζεται να ενσκήψουμε. Πρόκειται για την ανάγκη των τραυματισμένων ανθρώπων να νοιώσουν ασφαλείς ώστε «να πουν τις ιστορίες τους». Εδώ ακριβώς χρειάζεται να ενεργοποιήσουμε τη φαντασία και τη δημιουργικότητα μας για να διαμορφώσουμε (και διαδικτυακές; ) πλατφόρμες, που θα ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να μιλήσουν με αποδοχή και ασφάλεια για ό,τι τους έχει πονέσει ατομικά, οικογενειακά, επαγγελματικά και συλλογικά στη διάρκεια της 15ετούς λεηλασίας της πατρίδας μας. 

* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι MSc. Αναπτυξιακός και Κοινωνικός Ψυχολόγος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!