Ας προβληματιστούμε αν εκτός από τις πουλημένες ηγεσίες, παίζουν ρόλο κι άλλες παράμετροι. Του Χρήστου Πραμαντιώτη

Με τον αισχρό κυβερνητικό συνδικαλισμό να δίνει απροσχημάτιστα και όπως-όπως τέλος στην απεργία των μπλε λεωφορείων, και με τους εργαζόμενους στα συγκοινωνιακά μέσα σταθερής τροχιάς επιστρατευμένους, δείχνει να λήγει προς το παρόν αυτό το κύμα κινητοποιήσεων που έβγαλε μπροστά τους εργαζόμενους στις συγκοινωνίες να διεκδικούν Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας κόντρα στις μνημονιακές προβλέψεις για κατάργηση των ΣΣΕ. Όσα συνέβησαν είναι ικανά να δώσουν τροφή για σκέψη και προβληματισμούς.
Είναι κοινή αντίληψη ότι μετά την απεργία στα ΜΜΜ μπαίνουμε σε μια νέα φάση, όπου τίθεται εν αμφιβόλω το δικαίωμα της απεργίας και του αγώνα εν γένει, πάνω από τα οποία θα επικρέμαται μονίμως η απειλή της επιστράτευσης και της αστυνομικής επέμβασης (πρόσφατα παραδείγματα το αμαξοστάσιο του μετρό, αλλά και οι πρόσφατοι τραυματισμοί και συλλήψεις μελών του ΠΑΜΕ). Αυτό αποκτά τη δική του σημασία από τη στιγμή που το προχώρημα των μνημονιακών μέτρων θα τροφοδοτεί αναπόφευκτα όλο και περισσότερες αντιδράσεις. Το ερώτημα σε αυτή την περίπτωση είναι όμως καθοριστικό: για πόσο αυτές οι αντιδράσεις θα είναι σκόρπιες και κατακερματισμένες; Η ερώτηση γίνεται πιο σαφής αν σκεφτεί κανείς ότι οι εργατικοί αγώνες φαίνονται σαν να ανοίγει ο καθένας μόλις κλείνει ο προηγούμενος (ΟΤΑ, Τ.Τ., συγκοινωνίες). Για τον κατακερματισμό αυτό, έχει σοβαρή ευθύνη το τριτοβάθμιο επίπεδο του συνδικαλιστικού κινήματος. Αυτό είναι ξεκάθαρο.
Δεν είναι όμως αρκετή εξήγηση, καθώς ο ρόλος των ηγεσιών σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ είναι γνωστός – κι επίσης αναδεδειγμένος και καταδικασμένος από όλες τις αγωνιζόμενες πλευρές του σ.κ. Όπως και από τον κάθε απλό εργαζόμενο, που ούτως ή άλλως δεν έχει σε καμία υπόληψη τους «Παναγόπουλους». Αρκεί και μόνο να βρεθεί κανείς σε μια συνέλευση συνδικάτου και να ακούσει τα γιουχαΐσματα που συνοδεύουν κάθε αναφορά στα τριτοβάθμια όργανα.
Από την άλλη όμως, οι αγωνιστικές δυνάμεις εκείνες που λένε πως επιδιώκουν συντονισμούς, ταξικά μέτωπα, πανεργατικά μέτωπα κλπ., φαίνεται να πλέουν σε άλλα πελάγη. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα να εκπροσωπούν συνδικάτα που δεν εκφράζουν παρά απειροελάχιστο τμήμα ενός κλάδου, και σε αρκετές περιπτώσεις να εκπροσωπούν απλώς τον εαυτό τους, την οργάνωση ή το κόμμα τους, μιλώντας όμως για λογαριασμό ενός συνδικάτου.
Κάτι λείπει, κι αυτό δεν είναι οι διαθέσεις του κόσμου, που επί μία τριετία δείχνει αγωνιστικό φρόνημα και μετατρέπει 24ωρες απεργίες σε κορυφώσεις ενός πανεθνικού ξεσηκωμού των καταπιεσμένων, των φτωχών, του λαού.

20 χρόνια πίσω και τηρουμένων των αναλογιών
Ας πάμε αντίστροφα. Οι παλαιότεροι θυμούνται τον αγώνα των εργαζομένων στα μπλε λεωφορεία (ΕΑΣ). Ήταν ένας αγώνας που «έδεσε» γύρω του το λαό, κατέβασε πολλές δεκάδες χιλιάδες στους αθηναϊκούς δρόμους, έφερε στο προσκήνιο με εκρηκτικό τρόπο τη λαϊκή αγανάκτηση απέναντι στην τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη. Δεν συγκρίνονται οι συγκυρίες τότε και σήμερα, εν τούτοις δεν μπορεί να μη δει κανείς ότι ο στόχος που συνεπήρε χιλιάδες και χιλιάδες ανθρώπων, δεν ήταν απλώς η ακύρωση της ιδιωτικοποίησης των λεωφορείων. Ήταν περισσότερο το πολιτικό ζήτημα («ΕΑΣ – ΕΑΣ να φύγει ο κερατάς») που ένωσε όχι μόνο τους άμεσα ενδιαφερόμενους, αλλά μεγάλες μάζες λαού.
Σήμερα, με διαφορετικά βεβαίως τα πολιτικά δεδομένα, ο αγώνας για τις συλλογικές συμβάσεις π.χ. είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα. Είναι από μόνο του αυτό ένα εξ αντικειμένου πολιτικό αίτημα, καθώς χτυπάει μια βασική πλευρά της κυβερνητικής μνημονιακής πολιτικής αναφορικά με το εργασιακό πεδίο. Είναι όμως φανερό ότι δεν συνεγείρει εύκολα τον εργαζόμενο του ιδιωτικού τομέα, που το μηνιάτικο των 400-700 ευρώ είναι η οδυνηρή του πραγματικότητα. Ούτε τον άνεργο του επιδόματος, ούτε τον μακροχρόνια άνεργο που ψάχνει να βρει «μια δουλειά ό,τι νάναι» για να πάει στο σπίτι του ένα κομμάτι ψωμί. Έτσι, η «αλληλεγγύη στους αγωνιζόμενους του Μετρό», που ακούστηκε κατά κόρον από συνδικαλιστές, κόμματα, οργανώσεις, ρεύματα, πλατφόρμες, κατάφερε να παραμείνει ένας «αγωνιστικός χαιρετισμός» σε συσκέψεις και άμαζες συγκεντρώσεις. Πολύ περισσότερο η επίκληση ότι αυτός ο αγώνας μπορεί να γίνει «η σπίθα που θα βάλει φωτιά στον κάμπο» δεν κατάφερε να αναμετρηθεί ούτε με τον εαυτό της – ούτε και με την πραγματικότητα. Κι αυτό, παρόλο που η πολιτική και κοινωνική ρευστότητα είναι διάχυτη σε όλα τα επίπεδα.

Ενοποιητικός ιστός
Τι λείπει, λοιπόν; Ο ενοποιητικός ιστός όλων των εργατικών αγώνων μεταξύ τους στη σημερινή συγκυρία: ο πολιτικός αγώνας. Εκείνος που όχι μόνο θα βάλει στο στόχαστρο την κυβέρνηση, τα μνημόνια, την τρόικα, αλλά και θα απαιτήσει με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο «να φύγουν» όλοι αυτοί. Και θα αρθρώσει την προοπτική της επόμενης μέρας όχι μόνο για τον εργαζόμενο λαό, αλλά για την πορεία αυτής της χώρας. Εκείνος που θα συνενώσει τους εργατικούς (και τους κοινωνικούς αγώνες) σε ένα ρεύμα ανατροπής αλλά και ανασυγκρότησης της κοινωνίας, της οικονομίας, της παραγωγής – της χώρας εν τέλει. Καθώς γίνεται όλο και περισσότερο φανερό ότι ο συντονισμός των συνδικάτων και των αγώνων δεν χτίζεται πάνω στην πολιτικολογία και στη (γενικώς κι αορίστως) ανατροπή. Ούτε στο αν κλίνεις σε όλα τα γένη, αριθμούς και πτώσεις το επίθετο «ταξικός».
Πιο καθαρά: ο κατακερματισμός των αγώνων είναι ένα δεδομένο που χρειάζεται κόπο για να αλλάξει. Δεν θα αλλάξει όμως με επικλήσεις. Μετά τις μεθοδεύσεις του καλοκαιριού γύρω από την Αγροτική Τράπεζα, τι διαφορετικό περίμεναν οι εργαζόμενοι του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου ότι θα γίνει; Μετά την εξέλιξη του αγώνα στο μετρό, τι διαφορετικό μπορούν να περιμένουν οι εργαζόμενοι στα μπλε λεωφορεία ότι θα γίνει; Όλα τα δεδομένα συνθέτουν την κύρια εικόνα: Τι θα συνιστούσε ενιαιοποίηση; η συνάρθρωση των αγώνων γύρω από μια πολιτική στόχευση. Όχι απλώς πολιτικές αιχμές, αλλά πολιτική στόχευση, η οποία μέσα από όλους τους εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες που θα εξακολουθήσουν να γίνονται, θα τους ενώνει σε ένα πολιτικό ρεύμα: αφενός αποτροπής της σημερινής πορείας προς τη συνολική καταστροφή του τόπου και αφετέρου μετάβασης σε μια άλλη κατάσταση.
Ένα πολιτικό ρεύμα που θα διαπερνά όλη τη χώρα. Όσες από τις αγωνιζόμενες δυνάμεις δίνουν σημασία κυρίως στα δικαιώματα (δικαίωμα στη Συλλογική Σύμβαση, δικαίωμα στη δουλειά κλπ.), ας αναρωτηθούν αν αυτό πλέον σήμερα είναι αρκετό από μόνο του για να ενώσει, να δημιουργήσει το αναγκαίο πολιτικό ρεύμα ανατροπής και ανασυγκρότησης. Εκτός κι αν αυτές οι αγωνιζόμενες δυνάμεις πιστεύουν ότι ο εργαζόμενος λαός δεν μπορεί να ασχολείται και να έχει σχέδιο για την πορεία της χώρας, επειδή τάχα με αυτά ασχολούνται τα κόμματα (ή τέλος πάντων ότι αυτό το σχέδιο παραπέμπει σε ένα μακρινό μέλλον).
Η απουσία της πολιτικής στόχευσης σήμερα προκύπτει ως βασικό στοιχείο που παρακωλύει την αναγκαία ενιαιοποίηση του αγώνα των εργαζόμενων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Στο έδαφος αυτής της έλλειψης οι εργατικοί αγώνες μπορεί να ξεσπάνε, να στριμώχνουν προσωρινά μια κυβέρνηση, αλλά και να αυτοτραυματίζονται, να απομονώνονται, να αποδεκατίζονται, να χτυπιούνται, να λήγουν.
 Και στην περίπτωση αυτή δεν φταίνε ούτε μόνο η πουλημένη ΓΣΕΕ ούτε μόνο «τα άλλα συνδικάτα που δεν μπήκαν στον αγώνα και άφησαν μόνο του τον (κάθε) Σταματόπουλο»…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!