Η χαμένη «μάχη της φέτας» και η Ελλάδα σε θέση προτεκτοράτου
Από την εκλογή αυτής της κυβέρνησης και τον ορισμό του Β. Αποστόλου στη θέση του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων έχουμε ακούσει δεκάδες φορές από το στόμα του τη «βούληση» να κατοχυρωθεί η φέτα. Περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική αυτή η «μάχη» συμβόλιζε την παραγωγική δυνατότητα της χώρας μας και την εξωστρέφεια προϊόντων της ελληνικής υπαίθρου. Η πασίγνωστη φέτα ήταν η σημαία της παραγωγικής ανασυγκρότησης, μιας κυβέρνησης που ακροβατεί στην κόψη του εφικτού και της έλλειψης εναλλακτικού δρόμου ανάπτυξης. Όλα αυτά μέχρι την 1η Ιουνίου, που ανακοινώθηκε και επίσημα η σύναψη εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και έξι χωρών της Νότιας Αφρικής, στην οποία η φέτα δεν κατοχυρώνεται ως προστατευόμενη ονομασία και γεωγραφική ένδειξη, μαζί και με άλλα αναγνωρισμένα ελληνικά προϊόντα, όπως οι ελιές Καλαμών.
Τι ακριβώς συμβαίνει; Εδώ και 2-3 χρόνια βρίσκονται σε εξέλιξη συνομιλίες για τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών μεταξύ της Ε.Ε. και διαφόρων χωρών, ή ομάδων χωρών (CETA-Καναδάς, ΤPP-χώρες του Ειρηνικού, ΤΤΙΡ-διατλαντική συμφωνία, SADC-με 6 χώρες της Ν. Αφρικής κ.ά.). Οι περισσότερες από αυτές τις συνομιλίες διεξάγονται σε συνθήκες άκρας μυστικότητας, με χαρακτηριστικότερη τη συμφωνία TTIP, όπου κυβερνήσεις και ευρωβουλευτές δεν έχουν καν πρόσβαση στα πλήρη πρακτικά της. Οι συμφωνίες αυτές καθορίζουν πολύ σοβαρά ζητήματα που άπτονται των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των χωρών, αλλά αγγίζουν και θέματα κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα που αναγνωρίζεται στις εταιρίες να μηνύουν κυβερνήσεις αν κρίνουν ότι με τις αποφάσεις που λαμβάνουν αυτές θίγονται τα κέρδη τους και οι δικαστικές αυτές μάχες να δίνονται σε υπερεθνικά, δοτά δικαστήρια.
Κανένα βέτο!
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν αναπτυχθεί τεράστια κινήματα αμφισβήτησης αυτών των συμφωνιών. Στη χώρα μας (ίσως λόγω και της έντασης της επίθεσης που έχει δεχτεί το λαϊκό κίνημα την τελευταία εξαετία) μικρή είναι η ενασχόληση με αυτές τις συμφωνίες. Το όποιο μειωμένο ενδιαφέρον έχει επικεντρωθεί σε 2-3 επουσιώδη ζητήματα, μεταξύ των οποίων η προστασία των προϊόντων Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) και Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ). Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, συνεχίζοντας τη χαμηλών τόνων ασχολία των προηγούμενων κυβερνήσεων με αυτές τις συμφωνίες, αρκέστηκε να εκστομίζει κάποιες εξαγγελίες για την προστασία της… φέτας.
Όλα αυτά όμως μέχρι την 1η Ιουνίου, που επισημοποιήθηκε η συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών Μποτσουάνα, Λεσότο, Μοζαμβίκη, Ναμίμπια, Νότια Αφρική και Σουαζιλάνδη. Με τη συμφωνία αυτή προστατεύονται 251 προϊόντα ΠΟΠ και ΠΓΕ χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι όμως και η φέτα. Παρά τις όποιες λεκτικές διαμαρτυρίες του Έλληνα υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης, οι οποίες απλώς καταγράφηκαν στα πρακτικά των Συμβουλίων Υπουργών Γεωργίας, δεν ασκήθηκε κανένα βέτο, αποδεικνύοντας την περιορισμένη έως ανύπαρκτη ισχύ της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία δεν κατόρθωσε να προστατεύσει ούτε ένα «εθνικό» προϊόν μας. Ο κ. Αποστόλου παρουσίασε ως κατάκτηση μια δήλωση του Ευρωπαίου Επιτρόπου Φ. Χόγκαν, ότι στην αναθεώρηση της συμφωνίας στα επόμενα πέντε χρόνια θα μπει σε προτεραιότητα και η ένταξη της φέτας.
Η ανυποληψία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεν αναιρείται από το (πραγματικό) γεγονός ότι η συμφωνία είχε προαποφασισθεί το 2014, δηλαδή με την υπογραφή των κυβερνήσεων Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ. Το γεγονός αυτό απλώς εκθέτει τα στελέχη της αντιπολίτευσης που θυμήθηκαν, όψιμα, να δώσουν τη (χαμένη) μάχη της φέτας.
Το γεγονός παραμένει και είναι αναμφισβήτητο: Στις χώρες αυτές της αφρικανικής ηπείρου, θα μπορούν πλέον να κυκλοφορούν προϊόντα που θα ονομάζονται φέτα και θα παράγονται οπουδήποτε αλλού εκτός από την Ελλάδα, όπως ακριβώς κυκλοφορούν και στον Καναδά και πρόκειται να νομιμοποιηθούν με την αντίστοιχη συμφωνία CETA. Το χειρότερο; Πέρα από τα ευρωπαϊκά τυριά που ήδη σφετερίζονται το όνομα φέτα και παράγονται στη Δανία ή τη Βουλγαρία, μπορεί να δούμε στα ράφια των καταστημάτων στην Ευρώπη (και γιατί όχι και στη χώρα μας) και ένα από τα οκτώ προϊόντα τύπου φέτας που παράγει η Νότια Αφρική, τα αντίστοιχα του Καναδά και γιατί όχι αύριο και του… Λεσότο.
Μα, θα αναρωτηθεί κάποιος καλοπροαίρετος, μήπως ένα ενδεχόμενο βέτο της χώρας μας θα μας υποβάθμιζε κι άλλο στη διεθνή εμπορική σκακιέρα; Μήπως δεν είναι και τόσο σοβαρό θέμα η απαλοιφή της φέτας από τα προστατευόμενα είδη;
Κατ’ αρχήν ο προστατευτισμός είναι ο πυρήνας αυτών των συμφωνιών και αυτό αποδεικνύει ο συνωστισμός των Ευρωπαίων εταίρων μας να συμπεριλάβουν όσο περισσότερα δικά τους εμπορικά σήματα σε αυτή τη συμφωνία (όπως και σε άλλες). Ο προστατευτισμός σε ένα περιβάλλον άκρατης απελευθέρωσης είναι ο πυρήνας της ίδιας της ευρωπαϊκής συνθήκης που θέτει δασμούς και υψώνει εμπόδια στα προϊόντα Τρίτων Χωρών. Με την υπογραφή αυτών των εμπορικών συμφωνιών οι πολυεθνικές επιχειρήσεις (πολλές από τις οποίες εδράζονται στην Ε.Ε. ή και στην Ε.Ε.) απλά επιβάλλουν ένα νέο υπερεθνικό Δίκαιο που τους επιτρέπει με ελάχιστο ρίσκο να μπορούν να επιχειρούν όπου θέλουν, αποκλείοντας ταυτόχρονα τους διεθνείς αντιπάλους τους, που συνήθως είναι οι αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, η Ρωσία κ.ά. Η χώρα μας δεν διαθέτει παρά ελάχιστα εξαγώγιμα προϊόντα και αν για κάτι είναι γνωστή στο εξωτερικό είναι για τον διατροφικό της πολιτισμό, την ιδιομορφία της γεωγραφικής της μορφολογίας και τις ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες. Τόσο η μεγέθυνση του τουρισμού τις τελευταίες δεκαετίες, όσο και η εξάπλωση του ελληνικού στοιχείου (μετανάστευση) σε πολλές χώρες, με τις οποίες η Ε.Ε. συνυπογράφει εμπορικές συμφωνίες όπως Ν. Αφρική, Καναδάς και ΗΠΑ, κάνει πολλά αγροδιατροφικά προϊόντα μας περιζήτητα. Δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια ανθούν στο εξωτερικό οι απομιμήσεις φέτας, γιαουρτιού, ούζου, τσίπουρου κ.λπ. Αν δεν προστατευτούν, λοιπόν, τέτοια προϊόντα προς τι το ενδιαφέρον για τις εμπορικές συμφωνίες;
Μήπως, όπως γράφει σύγχρονος Έλλην βουλευτής, είναι γραφικότητα και διολίσθηση σε ένα νέο… Μακεδονικό η «μάχη της φέτας»;
Όταν βλέπουμε χώρες-οικονομικούς κολοσσούς, όπως η Γαλλία, ή η Ιταλία να δίνουν μάχη για να κατοχυρώσουν το ροκφόρ ή την παρμεζάνα ως προστατευόμενες ονομασίες, τότε φυσικά δεν πρόκειται για αναχρονιστικό εθνικισμό η υπεράσπιση της φέτας και των υπόλοιπων 100 ελληνικών προϊόντων που έχουν χαρακτηριστεί προστατευόμενα με τις ευρωπαϊκές διαδικασίες. Αντίθετα, είναι τεράστια ηττοπάθεια να αποδεχόμαστε ως τετελεσμένα όσα αποφασίζει η Κομισιόν για εμάς (χωρίς εμάς) και να απεμπολούμε το δικαίωμα άσκησης βέτο για προϊόντα που αποφέρουν πολλά εκατομμύρια ευρώ στη χειμαζόμενη οικονομία μας και αφορούν την εργασία δεκάδων χιλιάδων συμπολιτών μας.
Η πραγματικότητα, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε η ελληνική πρεσβεία στη Ν. Αφρική, είναι ότι ένα ελληνικό εμπορικό σήμα φέτας (συγκεκριμένα η φέτα Δωδώνη) βρίσκεται ήδη τοποθετημένο στην αγορά της Νότιας Αφρικής, πλάι σε αντίστοιχα σήματα φέτας τοπικών παραγωγών. Ποια είναι η χρησιμότητα αυτής της νέας συμφωνίας για τους Έλληνες εξαγωγείς, λοιπόν, αν δεν κατοχυρώνει αυτό το αυθεντικό προϊόν απέναντι στις απομιμήσεις που κυκλοφορούν και μάλιστα με άλλη διατροφική σύνθεση; Η αντίδραση των Ελλήνων βιομηχάνων γαλακτοκομικών προϊόντων αποδεικνύει ότι με την υπογραφή αυτής και των υπόλοιπων παρόμοιων συνθηκών ένα σοβαρό εξαγώγιμο ελληνικό προϊόν υποβαθμίζεται στις διεθνείς αγορές και η χώρα μας χάνει τα όποια ελάχιστα προνόμια διαθέτει στο διεθνές εμπόριο.
Αν αναρωτηθεί κάποιος τι πρακτικό αντίκρισμα έχουν τέτοιες συμφωνίες στην οικονομία μας, ας δώσουμε ένα όχι και τόσο γνωστό στοιχείο. Η χώρα μας ξοδεύει κάπου δύο δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο σε εισαγωγές κτηνοτροφικών προϊόντων. Το ένα δισ. αφορά εισαγωγές κρέατος, στο οποίο η χώρα μας έχει μειωμένη αυτάρκεια. Ιδιαίτερα στο βόειο η ελληνική παραγωγή δεν καλύπτει ούτε το 20% των αναγκών κατανάλωσης. Στον κατάλογο των προμηθευτών μας πλάι στις γνωστές ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία) φιγουράρουν τα τελευταία χρόνια με αυξανόμενα μερίδια αγοράς και οι Μποτσουάνα και Ναμίμπια, δυο χώρες με τις οποίες μέχρι σήμερα δεν υπήρχαν εμπορικές συμφωνίες και θεωρητικά τουλάχιστον είχαν να υπερπηδήσουν αρκετά εμπόδια για να τοποθετήσουν προϊόντα τους σε κοινοτικό έδαφος. Με την προαναφερόμενη συμφωνία Ε.Ε.-SADC, όπου εμείς δεν καταφέραμε να κατοχυρώσαμε τη φέτα, τις ελιές Καλαμών και δεν ξέρω ποια ακόμα εμπορική ελληνική ονομασία, τέτοιες εισαγωγές γίνονται ευκολότερες, φθηνότερες και με ελαστικότερα όρια.
Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά: ενώ ελληνικά εξαγώγιμα προϊόντα, όπως η φέτα, θα έχουν να αντιμετωπίσουν ισχυρό ανταγωνισμό στις έξι νοτιο-αφρικάνικες αγορές, την ίδια στιγμή προϊόντα αυτών των χωρών, όπως το βόειο κρέας, θα μπορούν να αλωνίζουν τα ράφια των σούπερ μάρκετ. Μάλιστα, με δεδομένο ότι οι έλεγχοι προέλευσης είναι ελάχιστοι έως ανύπαρκτοι (και αναχρονιστικοί ή εθνικιστικοί για κάποιους) ίσως πλασάρονται και για ελληνικά.
Με κίνδυνο να διολισθήσω σε αναχρονισμούς θέλω να υπογραμμίσω ότι αυτό στα πανεπιστήμια όλου του κόσμου ονομάζεται διατροφικός ιμπεριαλισμός. Ενώ όλες οι προηγμένες κοινωνίες μετρούν την ανάπτυξή τους με το βαθμό διατροφικής επάρκειας που επιτυγχάνουν, εμείς βυθιζόμαστε όλο και πιο πολύ σε ένα καθεστώς προτεκτοράτου, όπου οι εισαγωγείς έχουν δικαιώματα (ακόμα κι αν προέρχονται από το μακρινό και άγνωστο Λεσότο) και οι ιθαγενείς αποδέχονται αδιαμαρτύρητα ότι χάνουν το προνόμιο να παράγουν και να εξάγουν φέτα Ελασσόνας, ελιές Καλαμών και χαλβά Φαρσάλων. Τέτοια ξεφτίλα, πραγματικά δεν ξέρω πώς την αντέχει η ελληνική κυβέρνηση…
ΥΓ.: Αφού ήδη η συμφωνία με τις έξι νοτιο-αφρικάνικες χώρες -την οποία μέχρι πριν από λίγες μέρες υποτίθεται ότι «είχαμε μπλοκάρει»- ανακοινώθηκε πανηγυρικά, το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης εμφανίζεται ετοιμοπόλεμο, κηρύσσοντας τη «μάχη του γιαουρτιού» ενάντια στην Τσεχία. Να αρχίσουμε την αντίστροφη μέτρηση μέχρι να καταπέσει άλλη μια «εθνική» ονομασία;
Γ.Κ.