Διαρκείς μετασεισμοί στη Βρετανία
Σχετικοποιημένος από την παραδοσιακά χαμηλή συμμετοχή των Βρετανών στις ευρωεκλογές, ο θρίαμβος του κόμματος Brexit ήταν πάντως αναμενόμενος μετά την προσπάθεια ακύρωσης της απόφασης του δημοψηφίσματος για έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό που προκάλεσε έκπληξη ήταν ο βαθμός τιμωρίας των δύο παραδοσιακών μεγάλων βρετανικών κομμάτων: οι Εργατικοί ήρθαν τρίτοι και καταϊδρωμένοι, το δε κυβερνών Συντηρητικό Κόμμα υπέστη την πιο ταπεινωτική πανωλεθρία της μακράς ιστορίας του. Κερδισμένοι βγήκαν οι Φιλελεύθεροι και οι Πράσινοι, που πάντα στις ευρωεκλογές τα πηγαίνουν καλύτερα απ’ ό,τι στις εθνικές εκλογές, καθώς ισχύει άλλο εκλογικό σύστημα που τους επιτρέπει να εκλέγουν ευρωβουλευτές. Αυτή τη φορά όμως σημείωσαν τα ψηλότερα ιστορικά ποσοστά τους, αποψιλώνοντας Εργατικούς και Συντηρητικούς.
Ακόμη χειρότερο είναι το κλίμα στους Συντηρητικούς, όπου η Τερέζα Μέι είναι τελειωμένη υπόθεση. Τη θέση της διεκδικεί με αξιώσεις έναντι των… 11 ακόμη ανθυποψηφίων του ο πρώην ΥΠΕΞ και σκληρός ευρωσκεπτικιστής Μπόρις Τζόνσον. Μπροστά σε μια τέτοια προοπτική, οι αντιδράσεις του στρατοπέδου της παραμονής στην Ε.Ε. είναι αντιφατικές: κάποιοι θεωρούν ότι, ακριβώς επειδή θεωρείται «σκληρός», είναι ο μόνος που μπορεί να υλοποιήσει ένα Brexit light σαν αυτό που μάταια επιχείρησε να προωθήσει η Μέι, κρατώντας τη Βρετανία δέσμια της ενιαίας αγοράς και της τελωνειακής ένωσης με την Ε.Ε. Υπάρχουν όμως και αυτοί που δρουν… προληπτικά: εδώ και λίγες μέρες ο Μπόρις Τζόνσον διώκεται ποινικά διότι ένα από τα συνθήματα της καμπάνιας για το Brexit ήταν, λέει η ηγεσία της βρετανικής «δικαιοσύνης», παραπλανητικό! Εάν συνεχίσει σε αυτό το μοτίβο το στρατόπεδο των οπαδών της Ε.Ε., μην έχοντας καταλάβει τίποτα από τον σεισμό που προκάλεσαν οι κάλπες, θα βρεθεί και προ νέων εκπλήξεων.
Νέα απονομιμοποίηση του Μακρόν
Η πρωτιά του κόμματος της Λεπέν έβγαλε πρωτοσέλιδους τίτλους και εκτός Γαλλίας. Αν συγκριθεί όμως με τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του 2014, το ποσοστό του Εθνικού Συναγερμού (όπως μετονομάστηκε το Εθνικό Μέτωπο, σε μια σαφή προσπάθεια απεγκλωβισμού από την ακροδεξιά ταυτότητα) είναι ελαφρά μειωμένο: 23,3% έναντι 24,8% το 2014. Βέβαια έπαιξε ρόλο και η σημαντική αύξηση της συμμετοχής, που μεταφράστηκε σε αύξηση της Λεπέν σε απόλυτο αριθμό ψήφων: 5,3 εκατομμύρια τώρα, έναντι 4,7 εκατομμυρίων το 2014. Σε σχέση πάλι με τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2017, η Λεπέν αύξησε το ποσοστό της κατά 2%, αλλά έχασε 2,4 εκατομμύρια ψήφων (οι προεδρικές είχαν πολύ υψηλότερη συμμετοχή από τις ευρωεκλογές: 77,8% έναντι 50,1% τώρα). Σε κάθε περίπτωση, η σχετική επιτυχία του Εθνικού Συναγερμού από μόνη της δεν αρκεί να εξηγήσει τον πανικό που επικράτησε. Τι λοιπόν «φταίει»;
Αλλά ούτε οι παραδοσιακές δυνάμεις πανηγυρίζουν. Η παραδοσιακή Κεντροδεξιά (Ρεπουμπλικάνοι) έπεσε για πρώτη φορά στην ιστορία της σε μονοψήφιο ποσοστό, ενώ το πάλαι ποτέ πανίσχυρο Σοσιαλιστικό Κόμμα κατάφερε να ξεπεράσει το όριο του 5% για εκλογή ευρωβουλευτών μόνο χάρη στη συμμαχία του με άλλα τρία μικρά κόμματα. Δηλαδή τα δύο κόμματα που μονοπωλούσαν την κυβερνητική εξουσία επί δεκαετίες, τώρα αθροιζόμενα ξεπερνούν μετά βίας τους Πράσινους – που αποτέλεσαν διέξοδο για αρκετούς απογοητευμένους ψηφοφόρους των «παλιών» κομμάτων. Εν ολίγοις, το παλιό σύστημα είναι ετοιμόρροπο, περιλαμβανομένης πλέον και της Αριστεράς: διασώθηκε, με βαρύτατες όμως απώλειες, μόνο το κόμμα του Μελανσόν. Το Γαλλικό Κ.Κ. κατέρρευσε στο 2,5% και δεν εξέλεξε ευρωβουλευτή, ενώ η τροτσκιστική Εργατική Πάλη πήρε μόλις 0,8%, παρόλο που το άλλο τροτσκιστικό κόμμα, το ΝΡΑ, δεν παρουσίασε καν υποψηφίους. Μια πλειάδα άλλων κομμάτων απέσπασε υψηλότερα ποσοστά (π.χ. 3,5% το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα του Νικολάς Ντιπόν-Αινιάν), αλλά δεν πέρασε το όριο του 5% για εκλογή ευρωβουλευτή. Συνολικά, σχεδόν 1 στους 5 ψηφοφόρους έμεινε έτσι χωρίς εκπροσώπηση.
Επικράτηση Σαλβίνι στην Ιταλία
Ο επικεφαλής της Λέγκας, που πρόσθεσε 24 νέους βουλευτές στην ευρωομάδα «Ευρώπη των Εθνών και της Ελευθερίας» (είχε 5, τώρα εξέλεξε 29!) δικαίως πανηγυρίζει. Είναι ένας από τους ελάχιστους παραδοσιακούς πολιτικούς ηγέτες (πολλοί από όσους ξιφουλκούν σήμερα εναντίον του ξεχνούν ότι μαζί του έχουν συγκυβερνήσει για χρόνια, επιβάλλοντας τα μέτρα που απαιτούσε η ευρωκρατία) που μπορεί βάσιμα να ισχυριστεί ότι «και έξω και μέσα πάμε καλά». Στην ευρωομάδα του ξεπερνά πια σε έδρες το κόμμα της Λεπέν, και προβάλει με ηγετικές φιλοδοξίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εντός Ιταλίας, καθίσταται σχεδόν απόλυτος κυρίαρχος: έχει εγκλωβίσει και γδύσει τους Πέντε Αστέρες, τους εταίρους του στον κυβερνητικό συνασπισμό, και κανείς δεν μοιάζει ικανός να τον αμφισβητήσει με αξιώσεις.
Στους «μικρούς» αρχίζει να συγκαταλέγεται πλέον και η Φόρτσα Ιτάλια του κάποτε παντοδύναμου Μπερλουσκόνι, τον οποίο κανείς πια δεν μοιάζει να υπολογίζει και να έχει ανάγκη – ούτε καν ο Σαλβίνι, που ξέρει ότι, όποτε χρειαστεί ένα τέτοιο δεκανίκι, θα το αποκτήσει εύκολα. Με ποσοστό λίγο μεγαλύτερο των ακροδεξιών Αδελφών της Ιταλίας, ο Μπερλουσκόνι βλέπει το άστρο του να δύει πάλι – και ίσως αυτή τη φορά οριστικά. Είναι κι αυτό ενδεικτικό της αποσάθρωσης του παλιού ιταλικού πολιτικού συστήματος. Οι ελίτ φαίνεται να συμβιβάζονται σταδιακά με την ιδέα ενός αρχιμάγειρα Σαλβίνι, ικανού να φέρει μια νέα ισορροπία. Και να ξεφορτωθεί γρήγορα, ελπίζουν, το «αγκάθι» των Πέντε Αστέρων, αφού ήδη τους έχει ξεδοντιάσει. Σε κάθε περίπτωση, μια πολιτική χωρίς τα «λαϊκίστικα παρατράγουδα» του κόμματος του Ντι Μάιο είναι το ζητούμενο, και η Λέγκα παρουσιάζεται με αξιώσεις για να αναλάβει τον απαιτούμενο ρόλο.
Ανάσα για Μαδρίτη και Βρυξέλλες
Με τη συμμετοχή να εκτινάσσεται και το Σοσιαλιστικό Κόμμα του «υπηρεσιακού» πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ να επικρατεί εύκολα των αντιπάλων του, η ισπανική εκδοχή των ευρωεκλογών αποτέλεσε μία από τις λίγες ανάσες για την ευρωκρατία – τουλάχιστον σε σύγκριση με όσα συνέβησαν σε άλλα ισχυρά κράτη μέλη. Χάρη στην αυξημένη συμμετοχή, οι Ισπανοί σοσιαλιστές υπερδιπλασίασαν τις ψήφους τους σε σχέση με το 2014, πλησιάζοντας και τον αριθμό ψήφων που πήραν στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Ως ποσοστό μάλιστα, σημείωσαν μεγάλη αύξηση: 32,8% έναντι 23% στις ευρωεκλογές του 2014 και 28,7% στις φετινές βουλευτικές εκλογές.
Όσο γι’ αυτούς που ξεκίνησαν στις ευρωεκλογές του 2014 με ένα «σεμνό» 8% και σύντομα εξελίχθηκαν σε τσουνάμι που απειλούσε την παλιά Ισπανία, οι φετινές κάλπες επιβεβαίωσαν την καθοδική πορεία τους. Ο λόγος για τους Podemos, που φιλοδοξούσαν να αναδειχθούν σε πρώτη (και, κυρίως, μετασχηματιστική) πολιτική δύναμη, και τώρα περιορίστηκαν σε ένα ισχνό 10,1%, και μάλιστα μαζί με την ισπανική Ενωμένη Αριστερά – η οποία το 2014 συμμετείχε αυτόνομα στις ευρωεκλογές, αποσπώντας 10%. Έχασαν δηλαδή 4,2% και ακριβώς 1,5 εκατομμύριο ψήφων σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου, αφού είχαν ήδη χάσει την ψυχή τους… Αντίθετα, τα διάφορα ψηφοδέλτια των Καταλανών και Βάσκων συγκέντρωσαν συνολικά 13,1%, εκλέγοντας ευρωβουλευτές μεταξύ άλλων τον φυλακισμένο ηγέτη της Ρεπουμπλικανικής Αριστεράς Οριόλ Γιούνκερας και τον εξόριστο πρώην Καταλανό πρόεδρο Κάρλες Πουτζδεμόν. Πάντως για τις Βρυξέλλες και τη Μαδρίτη αυτό έχει μηδενική αξία: ο «στασιαστής» Γιούνκερας θα παραμείνει στη φυλακή, στον δε «φυγά» Πουτζδεμόν απλώς απαγορεύθηκε η είσοδος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο! Βίβα λα ντεμοκράσια εουροπέα…
Νέο πλήγμα κατά της Μέρκελ
Η μείωση της αποχής δεν βοήθησε τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ να ανακτήσει ούτε τόσο δα από το κύρος που κάποτε είχε εντός και εκτός Γερμανίας. Η συμμαχία των Χριστιανοδημοκρατών και των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών έπεσε αισθητά κάτω από το ψυχολογικό όριο του 30%. Οι απώλειες της παραδοσιακής Κεντροδεξιάς είναι βαριές: -6,4% σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2014 και -4% σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2017, όπου ήδη είχε σημειωθεί ιστορικό χαμηλό. Οι Σοσιαλδημοκράτες εταίροι της Μέρκελ τα κατάφεραν να πάνε ακόμη χειρότερα: -11,5% σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2014 και -4,7% σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2017! Πρακτικά επιβεβαιώνεται αυτό που όλοι γνωρίζουν: ο «Μεγάλος Συνασπισμός» μόνο μεγάλος δεν είναι πια.
Ήδη η γερμανική άρχουσα τάξη υποχρεώνεται να σκεφτεί και νέους συνδυασμούς προκειμένου να επιτύχει μια σταθεροποιητική ισορροπία. Σε αυτούς παίζει πρωταγωνιστικό πια ρόλο μία δύναμη που μέχρι τώρα θεωρούνταν δευτερεύουσα: οι Πράσινοι. Η κοσμογονία της πολιτικής κρίσης τους εκτίναξε τώρα στη δεύτερη θέση, με ποσοστό διπλάσιο σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2014, και υπερδιπλάσιο σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 2017. Οι Πράσινοι είναι εξάλλου η μοναδική πολιτική δύναμη που αύξησε κατακόρυφα και τον απόλυτο αριθμό ψήφων της: 7,7 εκατομμύρια τώρα, έναντι 3,1 εκατομμυρίων το 2014 και 4,2 εκατομμυρίων το 2017.
Αντίθετα, η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» υποχώρησε αισθητά σε ποσοστά και ψήφους σε σχέση με το 2017, και μόνο αν συγκριθεί το τωρινό αποτέλεσμα με αυτό των ευρωεκλογών του μακρινού 2014 φαίνεται αύξηση. Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες απλά εξακολουθούν να ανεβοκατεβαίνουν στο πολιτικό ασανσέρ, χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες. Η δε γερμανική Αριστερά μοιράστηκε την τύχη των περισσότερων αριστερών κομμάτων: μεγάλη πτώση και σε ψήφους και σε ποσοστά σε σχέση και με τις δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Προφανώς, η απαλλαγή της ηγεσίας της από το «ακραίο ζευγάρι» του Όσκαρ Λαφοντέν και της Σάρα Βάγκενκνεχτ, όπως και οι «μετριοπαθέστερες θέσεις, κάθε άλλο παρά απέφεραν κέρδη…