Του Ζαχαρία Ρουστάνη. «Ο κόσμος ξυπνάει σιγά-σιγά, μαθαίνει να παραμένει σταθερός στην ουσία και το πνεύμα μιας πολιτικής αντιπαράθεσης και δεν τσιμπολογάει σαν χάνος τα διάφορα δολώματα αντιπερισπασμού, τις κορώνες που, συνήθως, ξεστομίζονται στις κρισιμότερες στιγμές της Ιστορίας ώστε να αντικαταστήσουν το πραγματικό πρόβλημα-θέμα, να προκαλέσουν σύγχυση, να αποτρέψουν, να περιπλέξουν ή να σκεπάσουν τη συνετότερη λύση».
Αυτό σκεφτόμουν αρκετή ώρα μετά την ενδομνημονιακή… κοκορομαχία Ρεπούση-Αρβανιτόπουλου στη Βουλή για τα επιμέρους ζητήματα των Αρχαίων Ελληνικών και των Θρησκευτικών στη Μέση Εκπαίδευση, ενώ η αντιπολίτευση και σχεδόν σύσσωμη η εκπαιδευτική κοινότητα, με τα συλλογικά της όργανα, όπως και Ενώσεις μαθητών, γονέων και ευαισθητοποιημένων πολιτών διακήρυτταν την αντίθεσή τους, την αποφασιστικότητά τους να αποτρέψουν, την αντίστασή τους στο συνολικό πνεύμα ενός νομοσχεδίου-βομβαρδισμού για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Διότι, για πρώτη ίσως φορά, στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης δεν λάνσαρε κανείς το… δόλωμα!
Μόνο κάποια ειρωνικά σχόλια συναντούσες για τη Ρεπούση, που επιδίωξε ανεπιτυχώς να μας στουπώσει καλοκαιριάτικα (στο Θερινό Τμήμα της Βουλής) με την «καυτή πατάτα δεκαετιών», παραβλέποντας το κυρίως θέμα, τους ανθρώπινους, κοινωνικούς και πολιτισμικούς πεσόντες του ψηφιζόμενου νομοσχεδίου. Δεν έλειπαν φυσικά και τα χλευαστικά σχόλια για τη γλωσσική ανεπάρκεια του Αρβανιτόπουλου, ο οποίος, αν και υπουργός Παιδείας, «πάτωσε και στα Αρχαία και στα Θρησκευτικά», μια και δεν αξιώθηκε ποτέ να μάθει ότι οι αλέκτορες δεν «λαλούν» -και μάλιστα τρις- και ότι η σωστή ατάκα του Χριστού είναι «πριν αλέκτορα φωνήσαι, τρις απαρνήση με».
Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος θα παρέμεναν λοιπόν οι εύλογες αντιδράσεις, το εκπαιδευτικό κίνημα, που ενδέχεται να φουντώσει και να εξαπλωθεί σε ολόκληρη την κοινωνία με τα ακαταμάχητα επιχειρήματά του, να γίνει επιτέλους η αρχή μιας γενικότερης και ριζικής ανατροπής…
Και να ξελαμπικάρει επιπλέον στη στιγμή όλος αυτός ο μπερδεμένος κόσμος – πώς θα ’βαζε στη θέση τους αναδρομικά όλους αυτούς τους αντιπερισπασμούς και τους μπαμπούλες που φιλοτέχνησαν επιμελώς τα τελευταία χρόνια κάτι Χρυσοχοΐδηδες, κάτι Γεωργιάδηδες και Βενιζελοσαμαράδες!
Τέτοια σκεφτόμουν επιχαίροντας για την αδυναμία του Αρβανιτόπουλου και της Ρεπούση να αποκρύψουν το πραγματικό «εκτόπισμα» του νομοσχεδίου.
Γιατί μετά άνοιξα την τηλεόραση…
Ως μέσος τώρα τηλεθεατής, μπορώ να πω ότι «γλιτώσαμε τα χειρότερα», ότι δεν θα ’ρθει ο Άνθιμος να βουλιάξει με το ποίμνιό του το Σύνταγμα για να περισώσει το μάθημα των Θρησκευτικών, ότι η στιβαρότητα του υπουργού Αρβανιτόπουλου και μόνον διέσωσε για μας τη γλώσσα της Σαπφούς και του Πινδάρου, τη διαρκή πρόσβασή μας στη γλώσσα των προγόνων του Ελύτη, σ’ αυτήν την αστείρευτη πηγή σοφίας, γνώσεων και καλαισθησίας, από τις βέβηλες και επιπόλαιες διαθέσεις μιας εκκεντρικής (αυτοαποκαλούμενης ή μη) αριστερής.
Θα δω ή δεν θα δω στην άκρη ενός πολιτικάντικου καμβά των ημερών μας δημόσιους λειτουργούς του κορυφαίου μας θεσμού να μετατρέπονται σε τρομαγμένα ανθρωπάκια-λογιστές και βαθμολογητές, σχολειά να μετατρέπονται σε παραρτήματα ή «αποθήκες» κερδοσκοπικών εταιριών, μεταταγμένους εκπαιδευτικούς να συνωστίζονται στα… παράλια της ανεργίας και της φτώχειας;