«Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια, τα δάκρυα να κάνω μπιχλιμπίδια, τα λόγια μοναχά μας απομείναν κι οι θεωρίες, στην πράξη μας χαλάνε οι θεσμοί»
Και ενώ όλοι ψηλαφούμε, απτά, στην καθημερινότητα μας την ποικιλόμορφη κατάρρευση του «παντός», και ενώ όλοι σέρνουμε πίσω μας τα βαριά επώδυνα μαρτυρίκια του παρανοειδούς τρόπου με τον οποίο σχετιζόμαστε με τον Άλλο, και ενώ οι γιγάντιες ρουφήχτρες της ενσυναίθησης και της εμπιστοσύνης έχουν κατσικωθεί για τα καλά στον κοινωνικό μας σβέρκο –τρώγοντας το μεδούλι του κοινού μας «είναι»–, μένει κανείς έκπληκτος μπροστά στην ισχύ που διατηρούν –στο συλλογικό μας φαντασιακό– θεσμικοί μηχανισμοί όπως, οι ένοπλες δυνάμεις, η δικαιοσύνη, η εκκλησία, οι μπάτσοι, η προεδρία της δημοκρατίας ή ο πρωθυπουργός. Αυτοί, δηλαδή, που είναι πραγματικά υπεύθυνοι για το κοινωνικό αδιανόητο του τόπου μας. Σε ερώτηση έρευνας «πόσο εμπιστεύεστε τους παραπάνω θεσμούς;», η «οικογένεια» κατέχει τα πρωτεία, με το 99,9% να την εμπιστεύεται αρκετά έως πολύ. Οι «ένοπλες δυνάμεις» απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη του 85% του δείγματος. Η «αστυνομία» του 71%. Η «δικαιοσύνη» του 67%. Η «εκκλησία» του 58%. Η «προεδρία της δημοκρατίας» και ο «πρωθυπουργός» του 55%!
Φαίνεται πως καμιά βιωμένη, πολύχρονη και τραυματική εμπειρία δεν είναι ικανή να κλονίσει τον οφειλόμενο σεβασμό στους θεσμούς. Η χώρα κατέρρευσε, οι συνέπειες αγγίζουν πλέον τα όρια της συλλογικής υπαρξιακής κρίσης, αλλά οι θεσμοί θεσμοί! Κανένα γεγονός, καμιά δυσοίωνη πραγματικότητα δεν είναι αρκετή να αμφισβητήσει τους θεσμούς. Το πολύ-πολύ να ευθύνονται τα συγκεκριμένα πρόσωπα που κάθε φορά τους ενσαρκώνουν. Οι ίδιοι οι θεσμοί δεν ψευτίζουν ποτέ. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που και οι τελευταίοι διαφημισταράδες, προκειμένου να ντύσουν με κύρος την κάθε αρλούμπα που θέλουν να πουλήσουν, τρέχουν πάντα να την ονομάσουν θεσμό! Η τάδε μαλακία που έγινε θεσμός, λένε!
ΚΑΘΩΣ ΤΟ ορίζει και η ίδια η ετυμολογία της λέξης, ο θεσμός είναι αυτό που έχει τεθεί, ένας κανόνας ακατάβλητης ισχύος, ένα «σταθερό, αξιακό, επαναλαμβανόμενο μοτίβο συμπεριφοράς», ένα γνωστικό-συμπεριφορικό πάτερν, που κουβαλάμε στο κεφάλι μας μπας και νιώσουμε λίγο ασφάλεια, έτσι καθώς βρεθήκαμε εγκαταλειμμένα νήπια σ’ έναν «άκαρδο κόσμο». Ο θεσμός μας απαλλάσσει από την ανάγκη να τοποθετηθούμε, να πάρουμε θέση, να αναλάβουμε την ριψοκινδύνευση που αρμόζει στην ενηλικότητα μας και μας καθηλώνει σε μια νηπιώδη ανάθεση του εαυτού μας στους λογής εξουσιαστές του – δια μέσου των θεσμών. Ότι είναι τα μέντιουμ για τις πνευματικές επικοινωνίες των αφελών με τους νεκρούς, είναι οι θεσμοί στην δήθεν επικοινωνία μεταξύ των νεκροζώντανων.
Ίσως το λεγόμενο θεσμικό πλαίσιο των κοινωνιών μας συγκροτήθηκε στο συλλογικό μας φαντασιακό σαν ένα αντίδοτο στη προκαθορισμένη «εξ’ ουρανού» εν εκπτώσει ανθρώπινη φύση μας. Είναι η αμαρτωλή ανθρώπινη φύση που «τα θέλει», γιατί –εννοείται– δεν αξίζει κανείς να την εμπιστεύεται. Οι θεσμοί είναι εκεί, και είναι αναγκαίοι, για να κάνουν κατορθωτή την κοινωνική λειτουργία, που διαφορετικά θα βυθιστεί στην άβυσσο του χάους, των ενστίκτων και των παθών. Πιο προτεστάντης πεθαίνεις, αν με εννοείς. Είναι η σχεδόν παθολογική δυσπιστία και η ψυχαναγκαστική δίψα για σιγουριά που θρέφουν την αναγκαιότητα των θεσμών. Είναι οι θεσμοί που υπόσχονται εμπιστοσύνη και ασφάλεια – στα νήπια που αναγνωρίζουν την ακαταμάχητη ισχύ τους.
Αποθεσμοποιώ –και άρα πραγματικά επαναστατώ– στο βαθμό και στο μέτρο που καταφέρνω να σχετίζομαι αληθινά. Που πάει να πει αγαπώ χωρίς την παρανοειδή καχυποψία και ανέραστη επιφύλαξη των θεσμών και των «θεσμών». Που πάει να πει να σχετίζομαι Ελεύθερα. Ότι, δηλαδή, δεσμεύομαι ελεύθερα να ζω με τον άλλο, στον αντίποδα της θεσμικής υποχρέωσης μου να τον ανέχομαι
Αλλά, όπως δείχνει το νεο-ελληνικό παράδειγμα, ο σκοπός των θεσμών δεν είναι η προστασία της κοινωνίας από την αμαρτωλή ανθρώπινη φύση, αλλά η αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος και του ανθρωπολογικού τύπου που την συγκροτεί. Όπως, για παράδειγμα, σκοπός της «αστυνομίας» δεν είναι η διαφύλαξη της έννομης τάξης, αλλά η διαχείριση της παραβατικότητας με τέτοιο τρόπο ώστε να νομιμοποιείται η ύπαρξη της. Όπως σκοπός της «δικαιοσύνης» δεν είναι η απονομή του δικαίου, αλλά η διαιώνιση της αδικίας ενάντια στους ήδη κοινωνικά αδικημένους. Όπως σκοπός του σχολειού δεν είναι η πρόσβαση στην αλήθεια αλλά το «μάνατζμεντ της συμμόρφωσης» κ.λπ. Σκοπός του θεσμού είναι, στην πραγματικότητα, η διαιώνιση εκείνου το οποίο υποτίθεται ότι αντιπαλεύει.
Ο θεσμός προϋποθέτει, συγκροτείται αλλά και επιβάλλει και διαιωνίζει έναν συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου. Τον ά-σχετο, δίχως σχέση, άνθρωπο. Σε μια ιδιότυπη αλληλεξάρτηση ο θεσμός υπάρχει χάρις σ’ αυτόν και αυτός, ως ά-σχετος, «υπάρχει» χάρη στο θεσμό, ενώ η σχέση του ενός με τον Άλλο επαφίεται να διαμεσολαβείται από τον θεσμό. Καμία σχέση δεν μπορεί να ξεφύγει από τον θεσμικό έλεγχο, καμία σχέση δεν μπορεί να είναι αδιαμεσολάβητη. Κι αν τολμήσει να είναι θα καταδικαστεί, σύντομα, στο κοινωνικό περιθώριο. Ο θεσμός εκπέμπει στην πραγματικότητα ένα διπλό μήνυμα (double bind), καθώς «άλλα σου λεν τα μάτια του και άλλα η καρδιά του». Γιατί ενώ αυτό που λένε τα μάτια του είναι η «εύρυθμη κοινωνική λειτουργία», αυτό που λέει η καρδιά του είναι η αναπαραγωγή τόσο του ίδιου όσο και του ανθρώπινου υποκειμένου που υποτάσσεται –έστω γκρινιάζοντας– σ’ αυτόν. Με δυο λόγια, ο θεσμός μας ελέγχει, κρατώντας μας από την κοινωνική μας υπαγωγή και ταυτότητα, για να μην χρησιμοποιήσουμε τη σχετική σεξιστική έκφραση. Χωρίς την έμπρακτη αναγνώριση του θεσμού η κοινωνική ταυτότητα μοιάζει να μην συγκροτείται. Χωρίς την αποδοχή του θεσμού το κοινωνικό μας Εγώ δεν συστήνεται ως τέτοιο, γιατί το να «είσαι κοινωνικά κάποιος» διέρχεται από την αποδοχή και την υποταγή στο θεσμικό πλαίσιο. Και να γιατί ακόμη και ένα πλήρως ευτελισμένο θεσμικό πλαίσιο, όπως αυτό του ελληνικού κράτους, μπορεί να έχει τελικά ακαταμάχητη ισχύ. Γιατί το Εγώ μερικών εκατομμυρίων ανθρώπων εξαρτάται απ’ αυτό. Οι «δημοκρατικοί» θεσμοί είναι χαραγμένοι βαθιά στο σώμα των ανθρώπων, έτσι που τους είναι αδιανόητη μια κατανόηση του κόσμου χωρίς αυτή την χαρακιά, παρά το γεγονός ότι αυτή χαρακιά τους κλέβει την ίδια τους τη ζωή. Μια χαρακιά που πονάει καθώς αποκόπτει την ύπαρξη, αλλά αυτό πουλιέται σαν το αναγκαίο τίμημα για την εξασφάλιση της κοινωνικής λειτουργικότητας και την αποφυγή μιας κοινωνίας ζούγκλας. Αλλά καθώς αποκόπτει υπαρξιακά τον άνθρωπο δεν μπορεί παρά να τον ωθεί στη ά-σχετη ζούγκλα.
Αυτή η βαθιά, υπαρξιακή σχεδόν, σύνδεση του θεσμού με το Εγώ, είναι το κλουβί που φυλακίζει τις όποιες προοπτικές απελευθέρωσης μας. Το αδιανόητο να φανταστούμε μια Ελλάδα χωρίς τους δυτικούς «δημοκρατικούς» θεσμούς, καθιστά αδιανόητη την εξέγερση και την περιορίζει στα μέτρα ενός το πολύ εξωραϊσμού. Σαν να μιλάει κανείς για πολιτική οικολογία με όρους Ατενίστας ή ΣΚΑΙ. Να γιατί η όποια αμφισβήτηση του θεσμού, αν δεν αμφισβητεί τον ίδιο τον πυρήνα του, καταλήγει απλά να τον αναπαράγει αλλάζοντας μόνο την μουτσούνα-προσωπείο που τον εκπροσωπεί κάθε φορά. Να γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν κέρδισε την εξουσία, αλλά τον κέρδισε αυτή».
ΑΝ ΘΕΛΟΥΜΕ έτσι να μιλάμε στην Ελλάδα σήμερα για μια επανάσταση των ψυχών, δεν γίνεται να μην μιλάμε για απο-θεσμοποίηση. Και αποθεσμοποίηση, στην πραγματικότητα, δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την αποπαγίδευση από την «καπιταλιστική κανονικότητα». Αποθεσμοποίηση σημαίνει απεγκλωβισμό από τις νοσηρές σχέσεις με τον κόσμο, τους Άλλους, αλλά και με τον ίδιο μας τον Εαυτό. Αποθεσμοποίηση σημαίνει χειραφέτηση από την δουλεία των θεσμών. Αποθεσμοποίηση σημαίνει απελευθέρωση από την ενδοβλημένη ψυχική ανάγκη του θεσμού, που μοιάζει ακραία απαραίτητη ακριβώς γιατί έρχεται σαν η μόνη απάντηση σ’ έναν άνθρωπο «αμαρτωλό» και καταδικασμένο, «προπατορικά» και εκ γενετής, στη δυσλειτουργία να σχετιστεί. Γιατί, πάντα οι θεσμοί έρχονται δήθεν για να επιλύσουν το γρίφο της ανθρώπινης συνύπαρξης, να καταστήσουν την συνύπαρξη εφικτή και λειτουργική, ενώ, την ίδια στιγμή, υπονομεύουν την ανθρώπινη ύπαρξη, ορίζοντας έναν παρανοειδή τρόπο του σχετίζεσθαι, που τελικά διαλύει τις σχέσεις. Αποθεσμοποίηση δεν σημαίνει επιτίθεμαι στον θεσμό, δεν σημαίνει ασκώ κριτική στο θεσμό ή στις φάτσες που τον ενσαρκώνουν, αλλά οικοδομώ τις σχέσεις μου χωρίς την ανάγκη του, έξω και μακριά από την «ντεκαβλέ» θεσμική επιρροή. Οι θεσμοί και ταιριάζουν και «παράγουν» ανέραστα «σοκολατόπαιδα», που όλο γκρινιάζουνε για τη συσκευασία της σοκολάτας τους, κι όλο γυρεύουνε να την αλλάξουνε, μ’ όλο που η πίκρα της είναι που τους τρελαίνει.
Αν είναι έτσι, τότε, αποθεσμοποιώ –και άρα πραγματικά επαναστατώ– στο βαθμό και στο μέτρο που καταφέρνω να σχετίζομαι αληθινά. Που πάει να πει αγαπώ χωρίς την παρανοειδή καχυποψία και ανέραστη επιφύλαξη των θεσμών και των «θεσμών». Που πάει να πει να σχετίζομαι Ελεύθερα. Ότι, δηλαδή, δεσμεύομαι ελεύθερα να ζω με τον άλλο, στον αντίποδα της θεσμικής υποχρέωσης μου να τον ανέχομαι.
Έτσι κι αλλιώς για εκατονταετίες στον τόπο αυτό, ο τρόπος μας, η κοινότητα μας, δεν είχε ανάγκη από θεσμικά μπιχλιμπίδια για να βρει κανείς άκρη με τον διπλανό του Άλλο ή και τον εαυτό του. Αρκούσε η βαθιά σχέση, ο δεσμός, ο κατ’ αλήθειαν έρως. Μέχρις ότου να κάνουν την εμφάνιση τους οι «ρυθμιστές». Αυτοί που διαμεσολαβούν για να ρυθμίσουν τις σχέσεις. Όμως το μόνο που κατάφερναν ήταν να απορυθμίζουν τα πάντα, προς όφελος τους φυσικά. Και αυτό ζούμε σήμερα: την ολοσχερή απορύθμιση της ζωής.
Και επιτέλους, στον καταναγκασμό του θεσμού, ας επιλέξουμε την ελευθερία του δεσμού!
* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – ψυχοθεραπευτής