Του Μάριου Διονέλλη. Ήταν μια διαφορετική συγκέντρωση. Δεν είχε πολύ κόσμο. Με τα δεδομένα του κινήματος θα τη χαρακτήριζες μάλλον «αποτυχημένη». Περίπου 30 άνθρωποι με ένα πανό που έγραφε «Θανατική Ποινή».
Οι καρκινοπαθείς βγήκαν στους δρόμους, εκεί φτάσαμε. Οι φέροντες τη βαρύτερη ασθένεια, κάπου μεταξύ χημειοθεραπειών και απανωτών εξετάσεων, να κατεβαίνουν και σε διαδηλώσεις για τα αυτονόητα. Για τα φάρμακά τους, που τα στερούνται αυτές τις μέρες στην Ελλάδα των μνημονίων και της τρόικας.
Δεν ήταν πολλοί, μα η φωνή τους έσπαγε κόκαλα. Λέγανε: «Πλήρωσα για χρόνια, δούλευα και πλήρωνα φόρους, εισφορές και κρατήσεις. Και τώρα που ήρθε η κακιά ώρα με πετάνε». Από 200 μέχρι 5.000 ευρώ είναι το μηνιαίο κόστος για τα φάρμακά τους. Ποιος να καταφέρει να τα πληρώσει σήμερα από την τσέπη του; Ποιος να τους απαντήσει πού πήγαν τα λεφτά που πλήρωσαν τόσα χρόνια…
Δεν ήταν πολλοί αλλά το βλέμμα τους έλεγε πως δεν επαιτούν. Ούτε τη λύπησή μου θέλανε, ούτε τη συμπόνια των περαστικών που αγριεύονταν από το πανό και από τη λέξη καρκίνος. Την αξιοπρέπειά τους θέλανε και αυτά που τους χρωστάνε.
Δεν ήταν πολλοί και δεν ξέρανε από συνδικαλιστικά κόλπα. Ούτε ντουντούκες ούτε μικροφωνικές. Μια ανακοίνωση μόνο σε Α4 που υπενθύμιζε τη συνταγματική υποχρέωση του κράτους να προασπίζει την υγεία των πολιτών του.
Δεν ήταν πολλοί. Οι περισσότεροι έλειπαν γιατί πονούσαν και δεν μπορούν να κατέβουν σε διαδηλώσεις. Ακόμα περισσότεροι «έλειπαν» αφού δεν πρόλαβαν να δουν τόση αναξιοπρέπεια, τόση αδιαφορία, τόσο μεγάλη και πηχτή ξεφτίλα μιας χώρας που έβγαλε στους δρόμους τους βαρύτερα ασθενείς της.
Δεν ήταν πολλοί, μα η φωνή τους έσπαγε κόκαλα. Λέγανε: «Πλήρωσα για χρόνια, δούλευα και πλήρωνα φόρους, εισφορές και κρατήσεις. Και τώρα που ήρθε η κακιά ώρα με πετάνε». Από 200 μέχρι 5.000 ευρώ είναι το μηνιαίο κόστος για τα φάρμακά τους. Ποιος να καταφέρει να τα πληρώσει σήμερα από την τσέπη του; Ποιος να τους απαντήσει πού πήγαν τα λεφτά που πλήρωσαν τόσα χρόνια…
Δεν ήταν πολλοί αλλά το βλέμμα τους έλεγε πως δεν επαιτούν. Ούτε τη λύπησή μου θέλανε, ούτε τη συμπόνια των περαστικών που αγριεύονταν από το πανό και από τη λέξη καρκίνος. Την αξιοπρέπειά τους θέλανε και αυτά που τους χρωστάνε.
Δεν ήταν πολλοί και δεν ξέρανε από συνδικαλιστικά κόλπα. Ούτε ντουντούκες ούτε μικροφωνικές. Μια ανακοίνωση μόνο σε Α4 που υπενθύμιζε τη συνταγματική υποχρέωση του κράτους να προασπίζει την υγεία των πολιτών του.
Δεν ήταν πολλοί. Οι περισσότεροι έλειπαν γιατί πονούσαν και δεν μπορούν να κατέβουν σε διαδηλώσεις. Ακόμα περισσότεροι «έλειπαν» αφού δεν πρόλαβαν να δουν τόση αναξιοπρέπεια, τόση αδιαφορία, τόσο μεγάλη και πηχτή ξεφτίλα μιας χώρας που έβγαλε στους δρόμους τους βαρύτερα ασθενείς της.
Σχόλια