Διάβασα, «ρούφηξα» να λέμε καλύτερα, τα τρία «ποδοσφαιρικά» βιβλία του Θανάση Σκρουμπέλου που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Τόπος»: «Το μπαράζ ‒ Καλλιθέα αγάπη μου», «Οι κόκκινοι βαρκάρηδες» και «Του Μπούκοβι την ομαδάρα…τη λένε Ολυμπιακάρα».
Τρία βιβλία πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, που όμως τα συνδέει η βαθιά γνώση και αγάπη για το ποδόσφαιρο, η εις βάθος ιστορική έρευνα ‒με τη συμβολή του Χρήστου Πιπίνη‒ και η τοποθέτηση των γεγονότων μέσα σε έναν συγκεκριμένο περίγυρο.
Όσοι θέλουν να βρουν τις ρίζες για όσα συμβαίνουν σήμερα στα γήπεδα μπορούν να ανατρέξουν σε αυτή την προ-ιστορία του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Τότε που η ομάδα, το γήπεδο, η φανέλα σήμαιναν τελείως διαφορετικά πράγματα…
«Αυτό είναι που με γοητεύει εμένα, πέρα από την αγάπη μου για το ποδόσφαιρο. Η κάθε ομάδα ως κοινωνικός και ιστορικός καθρέφτης της εποχής του. Είναι σαν να τινάζεις ένα ρούχο και να βγαίνει η κρυμμένη χρυσόσκονη.»
Πώς αποφάσισες να γράψεις για το «Μπαράζ»; Τι κάνει σημαντικό αυτό το γεγονός που συνέβη το 1969;
Του χρόνου, το 2024, κλείνουμε πενήντα χρόνια από την πτώση της Χούντας. Βέβαια για να μην ξεχνιόμαστε την πόρτα στα τανκς την είχε ανοίξει η αποστασία κι έτσι αυτοί οι κλόουν μπόρεσαν να πιάσουν την βραδιά της 21ης Απριλίου στον ύπνο και με τις πιτζάμες όλο το πολιτικό σύστημα και να κοκορεύονται γι’ αυτό.
Οι ερπύστριες με τους χουνταίους επιβάλαν ένα ασφυκτικό πολιτικά και κοινωνικά καθεστώς. Χαφιεδοκρατία, νεποτισμός, τράμπες, κουμπαριλίκια, συλλήψεις, βασανισμοί και όλο το ρεπερτόριο που κάθε χουντοπαίχτης διαθέτει παγκοσμίως. Τρεις οι προεξάρχουσες φιγούρες σε αυτό το τσίρκο τρόμου. Ο «γυψαδόρος» (Γ. Παπαδόπουλος) Ο «κουτοπόνηρος καραφλός» (Στ. Παττακός) και η «σουπιά» ή «σιγανοπαπαδίτσα» (Ν. Μακαρέζος)
Ο Λαός από την πρώτη ημέρα βρήκε διέξοδο στο χιούμορ, στην πλάκα. Το πρώτο ράισμα στον φόβο σε λαϊκό μαζικό επίπεδο ήταν το χιούμορ. Το χουντοδιάγγελμα «Διατί εκάναμεν την επανάστασιν» (διά στόματος γυψαδόρου) όπου το πραξικόπημα το βάφτισαν επανάσταση, έδωσε και την πρώτη ύλη για πλάκα και το πρώτο ανέκδοτο. Αυτό που κατέληγε «Α για το μ…της Χάιδως έγινε η επανάσταση;»
Το πόσο μαζικά είχε διαδοθεί και ψιθυριζόταν παντού αυτό το ανέκδοτο, φάνηκε και όταν στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στην στήλη των μικρών αγγελιών ο λινοτύπης είχε χτυπήσει «κατά λάθος» σε μια μικρή αγγελία την φράση «…και το μνι της Χαϊδως».
Έτσι, δίπλα στην οργανωμένη αντιδικτατορική αντίσταση, στεκόταν και αυτή η κατά τη συνθήκη δυνατή ανώνυμη λαϊκή αντίδραση στους χουνταίους. Το λαϊκό ένστικτο έβλεπε την τραγωδία, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτούς…
Έτσι την κάθε ευκαιρία, όπου δινόταν, την άρπαζε ο κόσμος για να φωνάξει το δικό του «Όχι» στους χουντοπαίχτες. Ακόμη και σε μαζικό επίπεδο, όπως στην κηδεία του Γέρου και αργότερα στην κηδεία του Σεφέρη. Στην περίπτωση της Καλλιθέας, δόθηκε η ευκαιρία κάτω από την ομπρέλα μιας επινίκιας ποδοσφαιρικής γιορτής να εκδηλώσει ο κόσμος μαζικά το όχι. Γιατί και εκεί ο χουντοπαίχτης γ.γ. αθλητισμού Ασλανίδης, στα πλαίσια της χειραγώγησης του αθλητισμού, έφτιαχνε ομάδες παιδιά και αποπαίδια. Και με φετφά και εκτός διαδικασιών ή με «ματιασμένες» διαιτησίες ευνοούσε τα παιδιά και αδικούσε τα αποπαίδια.
Την ομάδα της Καλλιθέας την είχαν ιδρύσει πέντε τοπικά σωματεία ‒πριν τη χούντα‒ με τη σημαντική συμβολή του τότε εκλεγμένου αριστερού δήμαρχου Γιάννη Γάλλου. Η χούντα τον είχε συλλάβει από τους πρώτους και τον είχε εξορίσει στα Γιούρα. Και τα ’φερε έτσι η δαιμόνια μηχανή της ιστορίας να διεκδικούν η ομάδα της Καλλιθέας και η ομάδα του Κορωπιού την άνοδο της μίας εκ των δύο στη Β’ Εθνική. Η ομάδα του Κορωπιού ήταν η ευνοούμενη του Ασλανίδη (θέλοντας μέσω του ποδοσφαίρου να αποκτήσουν λαϊκό έρεισμα και στα Μεσόγεια οι χουνταίοι), ενώ η Καλλιθέα την ίδια στιγμή, όπως είπαμε, είχε τον εκλεγμένο δήμαρχό της Γιάννη Γάλλο εξόριστο στη Γυάρο.
Μετά από έναν κύκλο παρεμβάσεων και αντι-παρεμβάσεων εντός και εκτός γηπέδων, συμφωνήθηκε να παιχτεί το παιχνίδι στα ίσια. Όχι στην Αθήνα για ευνόητους λόγους (τότε η συγκέντρωση σε δημόσιο χώρο πάνω από τρεις ανθρώπους απαγορευόταν) αλλά στην Χαλκίδα. 10.000 κόσμος Καλλιθεάτες γέμισαν ασφυκτικά το γήπεδο της Χαλκίδας. Η Καλλιθέα νίκησε και όλοι μαζί φίλαθλοι και ομάδα επιστρέψαν και το βράδυ μαζί και με άλλους Καλλιθεάτες που πλημμύρισαν την πλατεία ξεκινήσαν τον επινίκιο εορτασμό. Φωταγωγήθηκε η πόλη. Ξενύχτι, γλέντι, τραγούδι και συνθήματα προσχηματικά μα ο στόχος εμφανής αντιασλανιδικός (αντιχουντικός). Μέχρι και Μίκη τραγούδησαν, παρά την απαγόρευση κι ήταν σαν να είχε γυρίσει ο χρόνος πίσω. Ήταν σαν να άπλωναν χέρι ο κόσμος, παρακάμπτοντας την χούντα και να πιάναν το δημοκρατικό νήμα από ’κει που το ’χαν κόψει τα τανκς. Δύο μέρες μετά, το ΒΒC αυτήν τη μεγαλειώδη για την εποχή λαϊκή επινίκιο εκδήλωση την μετέδωσε ως «μεγάλη αντιδικτατορική μαζική εκδήλωση με αφορμή το ποδόσφαιρο».
Αγαπώ το ποδόσφαιρο κι εκείνη την εποχή ‒ως μέλος του παράνομου ΡΗΓΑ‒ είχε εγγραφεί στη μνήμη το θαυμαστό γεγονός. Συμπτωματικά το είχα ζήσει και από κοντά. Το κουβαλούσα. Με έσπρωχνε να το γράψω. Στην παρουσίασή του στο Δημοτικό Θέατρο Καλλιθέας έζησα συγκινητικές στιγμές με τους ‒γέροντες πλέον‒ παλιούς παίχτες που είχαν έρθει με τις οικογένειές τους και δεν περίμεναν ποτέ κάποιος να γράψει γι’ αυτούς και το κατόρθωμά τους. Που οι ίδιοι δεν είχαν συνειδητοποιήσει το μέγεθός του.
Έχεις γράψει όμως και για τη θρυλική «ομαδάρα του Μπούκοβι». Τι ήταν αυτό που την έκανε ξεχωριστή; Έχει γίνει σχεδόν μύθος.
Του Μπούκοβι η ομαδάρα που έγινε και τραγούδι. Δεν ήταν μόνο το εκπληκτικό ποδόσφαιρο που έπαιζε τότε η ομάδα κατά τις υποδείξεις του μεγάλου Μάρτον Μπούκοβι. Κυρίως ήταν η συμβολή του στον εκσυγχρονισμό του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο Μπούκοβι ήταν ένα πνευματικό όχημα μιας μεγάλης ποδοσφαιρικής σχολής, της ουγγρικής. Όπου από εκείνη την εποχή δουλεύαν πάνω στο σύνολο των μέτρων και των παραμέτρων μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Από τους παίκτες ως σύνολο και ξεχωριστά στον καθένα, σε τακτικές πειραματικές, για ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο με κίνηση από όλους σε όλο το πλάτος και βάθος του γηπέδου, σε επίπεδα τακτικής πολύ κοντά στο σημερινό ποδόσφαιρο. Ο Μπούκοβι ως θεωρητικός μαζί με τον Σέμπες είχαν «ταπεινώσει» δύο φορές την μέχρι τότε αήττητη εθνική της Αγγλίας του σερ Στάνλεϊ Μάθιους. Εδώ καθάρισε τα αποδυτήρια από επισκέψεις παραγόντων, προσέλαβε μόνιμο φυσιοθεραπευτή τον Ντούμα, μόνιμο γιατρό που μέχρι τότε μόνο περιστασιακά είχαν οι ομάδες. Άνοιξε τις λεγόμενες λαϊκές προπονήσεις στο γήπεδο της Βούλας, ώστε να αντλήσει από εκεί ταλέντα χωρίς να επιβαρύνεται οικονομικά ο σύλλογος. Όλοι οι ποδοσφαιριστές του (μου το είπαν στις συνεντεύξεις τους) τον σέβονταν, τον αγαπούσαν, πειθαρχούσαν στις υποδείξεις του. Επίσης ήταν ο πρώτος που «έσπασε» την προπονητική σε δύο επίπεδα, ο ίδιος σχεδίαζε και οργάνωνε την στρατηγική και στο γήπεδο την εφάρμοζε ο βοηθός του Λάντος. Ο Ολυμπιακός κατά τη διετία του Μπούκοβι, όχι μόνο κέρδισε κύπελλα και πρωταθλήματα, αλλά και ως ομάδα ήταν χρόνια μπροστά από τις υπόλοιπες. Μετά τον Μπούκοβι αρχίσαν και οι άλλες ομάδες να βάζουν την «επιστήμη» στο ποδόσφαιρο. Η διετία του Μπούκοβι ήταν κατά την ταραχώδη κοινωνικοπολιτικά περίοδο από την αποστασία μέχρι και το βασιλικό πραξικόπημα τον Δεκέμβριο του 1967 επί χούντας. Έφυγε πικραμένος με τον Λάντος, και μόνο ο Μπάμπης Δρόσος και ο διερμηνέας του Σάκκουλης ήταν μαζί του για να τον αποχαιρετούν στον Σταθμό Λαρίσης. Στο βιβλίο παραθέτω και την επιστολή του προς τη διοίκηση του Ολυμπιακού όπου εξηγεί τους λόγους της παραίτησής τους. Το πέρασμά του το συσχετίζω όπως και στα τρία μου βιβλία για το ποδόσφαιρο και με την κοινωνικοπολιτική διάσταση της εποχής. Το ποδόσφαιρο, η κάθε ομάδα είναι και σημαντικό όχημα της ιστορίας του τόπου που δημιουργήθηκε και λειτουργεί.
Αυτό είναι που με γοητεύει εμένα, πέρα από την αγάπη μου για το ποδόσφαιρο. Η κάθε ομάδα ως κοινωνικός και ιστορικός καθρέφτης της εποχής του. Είναι σα να τινάζεις ένα ρούχο και να βγαίνει η κρυμμένη χρυσόσκονη.
Σήμερα έχει χαθεί σε μεγάλο βαθμό η σχέση των φιλάθλων με την ομάδα της γειτονιάς και της πόλης. Πιστεύεις πως μπορεί να αντιστραφεί αυτή η πορεία και με ποιον τρόπο;
Σήμερα το ξεχείλωμα της πληροφορίας, της διασκέδασης, της ενημέρωσης, αλλάζει κέντρο. Μέσα από την τηλεόραση και τα δίκτυα ανοίγεται ένας άλλος κόσμος που ακόμη δεν έχει κατανοηθεί. Αυτό δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστο το ποδόσφαιρο. Του αλλάζει τον χαρακτήρα της συναισθηματικής σύνδεσης με τον οπαδό-φίλαθλο. Κάποτε η σχέση ήταν ευθεία. Τα παιδιά της γειτονιάς, η ομάδα της γειτονιάς, η ταύτιση του οπαδού με την ομάδα, με τους παίκτες που μετά τον αγώνα τους έβλεπες δίπλα σου παρέα στο καφενείο στην πλατεία. Η ομάδα ως εκπρόσωπος της τοπικής κοινότητας. Αυτό ήταν το δέσιμο. Σήμερα αποκτάει χαρακτήρα θεάματος, η λάμψη της κάθε ομάδας περνάει και εκτός της τοπικής κοινότητας.
Οπότε η ταύτιση, το δέσιμο περνάει μέσα από άλλα ψυχικά κανάλια. Που ποιοτικά δεν μπορούν να συσχετισθούν με τα όσα γεννούσε η κοινότητα, η γειτονιά. Σήμερα μόνο ο σχολικός αθλητισμός, όπου το κάθε σχολείο είναι και μια κοινότητα με δικό του σήμα και σημαία, ίσως μόνον εκεί μπορεί να «αγγιχτεί» εκείνη η οικεία ηδονή-ταύτιση που είχε το ποδόσφαιρο το δεμένο με τη γειτονιά, με τον τόπο. Σήμερα και στο ερασιτεχνικό λεγόμενο ποδόσφαιρο, λειτουργούν τα ντεσού του επαγγελματικού. Μεταγραφές, παραγοντικό χρήμα, σχεδόν ούτε ένας παίκτης σε πολλές περιπτώσεις που να προέρχεται από τη γειτονιά. Ακόμη και οι ακαδημίες που έχουν. Είναι για την οικονομική συντήρηση της ομάδας και όχι για την «αναγέννηση» της, ως ομάδα της γειτονιάς.
Στους «Κόκκινους Βαρκάρηδες» είναι έντονο το ταξικό στίγμα μεταξύ των οπαδών
Στους Κόκκινους Βαρκάρηδες, αυτό ήταν που με γοήτευσε και ανακάλεσα. Το ταξικό υπόβαθρο που πατούσε ο κόσμος της κάθε ομάδας. Ο τοπικός χαρακτήρας τότε της κάθε ομάδας καθόριζε και την ταξική της σύνθεση. Ανάλογη του κοινωνικού της περίγυρου. Από εκεί αντλούσε παίκτες, παράγοντες, φιλάθλους. Από τους ανθρώπους της κάθε γειτονιάς γεννιόταν τότε η κάθε ομάδα. Τη γειτονιά με την συγκεκριμένη ταξική σύνθεση εκπροσωπούσε. Άλλη η κοινωνική σύνθεση της Δραπετσώνας, άλλη του Κολωνακίου ή της Κηφισιάς. Στην έρευνά μου για εκείνη την εποχή βρήκα κυρίαρχους τέτοιους ταξικούς διαχωρισμούς. Δυνατές κόντρες όπου έγερνε επάνω τους η οικονομική κρίση του 1930 και το ιδιώνυμο κατά του κομμουνισμού του Βενιζέλου. Κι ήταν φυσική συνέπεια η μεταφορά αυτής της κόντρας στο γήπεδο και στην εξέδρα. Δηλαδή γερό δραματουργικό υλικό για να στηθεί «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» μεταξύ ενός μαουνιέρη (όπως απαξιωτικά λέγαν τότε τους Πειραιώτες φιλάθλους) και μιας «Λελεδοαστής φιλάθλου του Παναθηναϊκού» (ως λελέδες απαξιώναν τους Αθηναίους και από την μεριά τους οι Ολυμπιακοί). Γράφοντας και ερευνώντας πέρασα όμορφα, μπήκα στη μηχανή του χρόνου κι έζησα κι εγώ στο 1930.