Μέσα στο φρεσκοσκαμμένο μνήμα του Θανάση Βέγγου, μαζί με τις τελευταίες φτυαριές που θα ρίχνει ο χρόνος –ο μόνος που μοιάζει να κατέβαλε με την ταχύτητά του τον αιώνιο τρεχαλατζή– θα θαφτούν και πολλές σκηνές του ελληνικού σινεμά. Ταινίες και πλάνα που –ας το ομολογήσουμε– υπήρξαν είτε κακά είτε ασήμαντα. Εκατόν είκοσι έξι έργα είναι πολλά για να υποστηρίξουν την ίδια ποιότητα, την ίδια ζέση, το ίδιο υψηλό κατασκευαστικό ήθος. Βλέπετε, ένας ηθοποιός δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τον εαυτό του. Παραδίδει το σώμα του (καλύτερα: προδίδει το σώμα του πολλές φορές) στο ξυλουργείο του κάθε σκηνοθέτη, που θα το κόψει, θα το πλανάρει, θα το φινίρει, ανάλογα με τις ικανότητές του, για να το παραδώσει στα μάτια των θεατών. Πόσο περισσότερο όταν το σώμα που παραδίδεται έχει τα μοναδικά φυσικά ταλέντα όπως αυτά του Θανάση Βέγγου, ομολογημένα άλλωστε με θαυμασμό από τον μεγάλο Ίγκμαρ Μπέργκμαν.
Ας φύγουν στο σκοτάδι όλα αυτά, για να μείνουν εδώ επάνω, σ’ αυτόν το κόσμο και σ’ αυτό το φως σκηνές και στιγμές που καταβάλουν την αντοχή ακόμη και αυτού του ανίκητου δρομέα – χρόνου. Ο Θανάσης Βέγγος στο Λούνα Παρκ της «Μαγικής πόλης», μέλος μιας παρέας «εντιμότατων φίλων», ενός άγιου υπόκοσμου, μόνης μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής λύσης για τον τόπο. Ο Θανάσης Βέγγος, πάλι σε ταινία του Νίκου Κούνδουρου, πάλι μέλος μιας αγίας αλητείας, μπάρμαν στο καταγώγι που κατασκευάζει όνειρα αποκλήρων. Θεός στο καταγώγι αυτό ο «Δράκος» – Ηλιόπουλος του Νίκου Κούνδουρου. Οι θεοί, όπως πάντα, γκρεμίζονται και ο Ιλισός, με το ομώνυμο τραγούδι της ταινίας, συμπαρασύρει τα όνειρα του Βέγγου και της παρέας του. Ο Θανάσης Βέγγος απειλεί τον Χίτλερ και τολμάει να του πει «Ψηλά τα χέρια!», στην ομότιτλη ταινία του Ροβίρου Μανθούλη. Ο ήρωάς μας έχει ακόμη τη δύναμη και την αντοχή να τα βάλει με ό,τι φαντάζει ανίκητο. Προς το παρόν θα νικήσει…
Λίγο αργότερα ο Θανάσης ακούει με απορία την ερώτηση «τι έκανες στον πόλεμο», «παίρνει το όπλο του», τα βάζει με «το καταραμένο φίδι» στις εικόνες που ξυλουργεί με μεγάλη μαστοριά ο Ντίνος Κατσουρίδης. Διόλου τυχαία, λοιπόν, μπλέκει με τη χαβούζα του νεοελληνικού τοπίου με τη βοήθεια ενός Μαραγκού, του Θόδωρου και αναγνωρίζει ότι ζει «στη χώρα της σφαλιάρας», πολύ νωρίτερα, πριν το συνειδητοποιήσουμε εμείς. Μετά απ’ όλες τούτες τις ταλαιπώριες και τα τρεχάματα το σώμα του είχε αρχίσει ήδη να χάνει την ορμή και την ταχύτητά του. Ζητούσε μια γωνιά να ξεκουραστεί… Του την πρόσφεραν πρόθυμα και απλόχερα δύο άλλοι μεγάλοι του ελληνικού σινεμά. Ο Παντελής Βούλγαρης κρατάει για πάρτη του μια σκιερή συζήτηση αγάπης στην κάψα των «Ήσυχων ημερών του Αυγούστου» και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος του δανείζει το απορημένο «Βλέμμα του Οδυσσέα» μέσα στα χιόνια μια συνοριακής γραμμής.
Το σώμα του Θανάση Βέγγου δεν θα τρέξει άλλο. Το βλέμμα του θα μείνει παγωμένο εκεί στη συνοριακή γραμμή… Το δικό μας βλέμμα, ωστόσο, θα τρέχει σε αυτές τις ταινίες κάθε φορά που θα θέλει να ξεξουραστεί από αυτά που βλέπει στη χαβούζα, καταμεσίς στη χώρα της σφαλιάρας. Και ίσως κάποια στιγμή δανειστούμε το κουράγιο του, πάρουμε το όπλο μας και φωνάξουμε: «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ!».
Θανάση δως μας το όπλο σου
Του Βασίλη Κεχαγιά.
Σχόλια