Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

Η «Πατρίδα από βαμβάκι» της Έλενας Χουζούρη κυκλοφόρησε πρόσφατα σε νέα –αναθεωρημένη– έκδοση, 15 χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση στα βιβλιοπωλεία.

Στο επίκεντρο ένας Έλληνας γιατρός, ήρωας βασισμένος μεν σε πραγματικό πρόσωπο, αλλά δοσμένος μέσα από την ελευθερία που δίνει η μυθοπλασία.

Λειτουργεί η ζωή του ως πηγή έμπνευσης σε ένα μυθιστόρημα που ξετυλίγεται στο τρένο της φυγής από τη Σοβιετική ένωση για την τότε Γιουγκοσλαβία.

Ένας δύσκολος αποχωρισμός, μια ευκαιρία για μια αναδρομή στη ζωή του αλλά και σε όλα τα πολιτικά και ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τους πολιτικούς πρόσφυγες από την ήττα στον Γράμμο μέχρι τη ζωή τους στην Τασκένδη.

Η λογοτεχνία καταφέρνει –για άλλη μια φορά– να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τα όσα συνέβησαν και στην ουσία μας ταλανίζουν μέχρι σήμερα.

Είναι πολύ σημαντική η νηφαλιότητα της προσέγγισης, μακριά από άσπρο / μαύρο. Μαζί με την εξαιρετική γραφή και την αφήγηση που δεν σε αφήνει να σταματήσεις το διάβασμα, παρά μόνο για να συλλογίζεσαι πάνω στα γεγονότα και τους ανθρώπους που αποκτούν σάρκα και οστά και δεν γίνονται αφηρημένες φιγούρες της ιστορίας.

Δεν λείπει και μια πολύ όμορφη ερωτική ιστορία εγκλωβισμένη μέσα στα γρανάζια του συνολικού δράματος.

Σε αντίθεση με την πατρίδα από πέτρα, την Ελλάδα που τους / τις έδιωξε, η πατρίδα από βαμβάκι τους / τις υποδέχθηκε, τους έντυσε, τους πρόσφερε στέγη, τους μόρφωσε, τους βρήκε εργασία

Ποια είναι η «πατρίδα από βαμβάκι» και γιατί διαλέξατε αυτόν τον τίτλο για το μυθιστόρημά σας;

Ο τίτλος έχει διπλό νόημα: Μεταφορικό και πραγματικό. Μεταφορικό γιατί σε αντίθεση με την πατρίδα από πέτρα, την Ελλάδα δηλαδή που τους / τις έδιωξε, η πατρίδα από βαμβάκι τους / τις υποδέχθηκε, τους έντυσε, τους πρόσφερε στέγη, τους μόρφωσε, τους βρήκε εργασία. Πέτρα λοιπόν από τη μια-σκληρότητα και εκδικητικότητα, βαμβάκι από την άλλη, δηλαδή αλληλεγγύη και ανθρωπιά. Το πραγματικό είναι, ότι το Ουζμπεκιστάν ήταν και εξακολουθεί να είναι η τρίτη βαμβακοπαραγωγός χώρα παγκοσμίως. Όταν ερχόταν η περίοδος της συγκομιδής συμμετείχαν και οι Έλληνες / Ελληνίδες ανεξαρτήτως μορφωτικού ή εργασιακού στάτους. Λόγου χάριν, ο θείος μου συμμετείχε και αυτός, παρά το ότι ήταν πανεπιστημιακός γιατρός, γεγονός που καυτηρίαζε με δηκτικότητα η όχι αριστερή μητέρα μου!

Πώς επιλέξατε το μυθιστόρημά σας να «συνομιλεί σε διακειμενικό, αποσπασματικό επίπεδο, με το αυτοβιογραφικό βιβλίο “Γιατρός σε τρεις πολέμους”» του θείου σας, γιατρού Στέφανου Χουζούρη;

Εδώ θα πρέπει να τονίσω και πάλι, επειδή έχει παρεξηγηθεί, ότι το μυθιστόρημά μου έχει μεν ως αφορμή την περίπτωση του θείου μου και αδελφού του πατέρα μου, γιατρού Στέφανου Χουζούρη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ούτε βιογραφία του, και πολύ περισσότερο, αυτοβιογραφικό. Συνάντησα τον θείο μου μόνο τρεις φορές, μετά τον επαναπατρισμό του, το 1982 στη Θεσσαλονίκη, και η εικόνα που είχα από το, μη αριστερό, το τονίζω, σπίτι μου δεν ήταν η καλύτερη. Βεβαίως διάβασα, όταν μου την έδωσε αυτοπροσώπως, την αυτοβιογραφία του, η οποία σταματάει στο τέλος του εμφυλίου και δεν αναφέρεται καθόλου στη ζωή στην Τασκένδη. Για λόγους που ευνοούσαν τη μυθιστορηματική ανάπτυξη στο βιβλίο μου, έχω μεταφέρει αυτούσια την επιστολή που στέλνει στον γιο του ο πατέρας του, όταν πληροφορείται για τη συμμετοχή του σε αριστερή οργάνωση. Επίσης «δανείζομαι» στοιχεία από ένα γεγονός που τον φέρει σε αντιπαράθεση με το κομματικό του καθήκον κατά τη διάρκεια της κατοχής, στο χωριό του. Όλα τα άλλα, ημερολόγιο, σχέδιο, επιστολές, πολιτικές του απόψεις, στάση απέναντι στα γεγονότα της Τασκένδης, ο έρωτας με την Ρωσίδα γιατρό, η κομματική παρέμβαση, και βέβαια η αποκάλυψη στο τέλος του μυθιστορήματος, είναι απολύτως επινοημένα, για να σχηματιστεί το μυθιστορηματικό πρόσωπο και ο χαρακτήρας του δικού μου γιατρού, Στέργιου Χ., που είναι ένας «Κόκκινος Ζιβάγκο», σύμφωνα με την ορθότατη άποψη του Δημοσθένη Κούρτοβικ.

 Ποια στοιχεία αναθεωρήσατε στην καινούργια έκδοση σε σχέση με το 2009 που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το βιβλίο;

Οι αναθεωρήσεις είναι περισσότερο σε λεκτικό και επιμελητικό επίπεδο παρά σε ό,τι αφορά την ουσία της μυθιστορηματικής οπτικής. Η αλήθεια είναι ότι πρόσεξα λίγο παραπάνω κάποιες αναφορές που παρέπεμπαν στο μακεδονικό ζήτημα, ιδιαίτερα μετά την –ευεργετική κατά την άποψή μου– «Συμφωνία των Πρεσπών».

Επισκεφθήκατε και την Τασκένδη στο πλαίσιο της έρευνάς σας. Τι σας έμεινε πιο έντονα χαραγμένο στη μνήμη;

Το Ουζμπεκιστάν, τον Ιούνιο του 2007 που το επισκέφτηκα, ήταν σε οικτρή οικονομική κατάσταση, μαθαίνω ότι πλέον έχουν βελτιωθεί πολύ τα πράγματα. Πριν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το 1991, οι εναπομείναντες ηλικιωμένοι Έλληνες στην Τασκένδη έπαιρναν μια σύνταξη που τους επέτρεπε να ζουν χωρίς βασικές στερήσεις. Να θυμίσω ότι το Ουζμπεκιστάν ήταν μία από τις σοσιαλιστικές δημοκρατίες της ΕΣΣΔ που ανεξαρτοποιήθηκε το 1991. Όταν έγινε αυτό, τους κόπηκε η σύνταξη, και όταν τους συνάντησα εγώ στον Σύλλογο Ελλήνων πολιτικών προσφύγων αντιμετώπιζαν μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Θυμάμαι τον κύριο Τάσο να μου λέει πως τι δεν θα έδινε να είχε να πιει ένα φλιτζανάκι ελληνικό καφέ! Κάποιοι –λίγοι– όπως ο κύριος Τάσος, είχαν επιστρέψει μετά τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα, στο χωριό τους, αλλά τους τα είχαν πάρει όλα, δεν βρήκαν τίποτα και αναγκάστηκαν να γυρίσουν στην Τασκένδη. Κάποιοι ήταν παιδιά σλαβομακεδόνων που δεν είχαν το δικαίωμα να επιστρέψουν στα ελληνικά χωριά των γονιών τους, επειδή είχαν ταυτοποιηθεί εθνοτικά ως Μακεδόνες. Αυτοί ήταν θυμωμένοι και ένοιωθαν αδικημένοι. Γενικά, οι παππούδες δεν μου μιλούσαν καθόλου για τις παλιές έριδες, ήταν όμως γεμάτοι νοσταλγία για την πατρίδα τους. Ήταν πολύ συγκινητικές εκείνες οι συναντήσεις μου μαζί τους.

Με τα όσα συμβαίνουν σήμερα στον χώρο της αριστεράς, πιστεύετε πως το μυθιστόρημά σας αποκτά μια νέα επικαιρότητα;

Να πω, δυστυχώς ναι; Καλύτερα να μην το πω, προτιμώ να μείνουμε στις θετικές πλευρές του μυθιστορήματος και κυρίως στο γεγονός ότι αυτές οι χιλιάδες μαχητές και μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού, κατάφεραν να επιβιώσουν και να φτιάξουν τη ζωή τους σε αυτήν την μακρινή πολιτεία της Κεντρικής Ασίας, χωρίς ούτε μια στιγμή να πάψουν να πιστεύουν ότι θα επιστρέψουν στην, έστω και από πέτρα, πατρίδα τους. Τελικά η ελληνική Αριστερά έχει, ιστορικά, πολλαπλά πρόσωπα, τόσο θετικά, όσο και αρνητικά. Εξαρτάται με το αν, όπως λέει και ο γιατρός μου, παραμένεις πιστός στο όραμα ενός καλύτερου, δικαιότερου, αλληλέγγυου και φιλειρηνικού κόσμου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!