Του Χρήστου Γιοβανόπουλου. Ο συγχρονισμός της κοινωνικής έκρηξης στη Βρετανία με την πιο οξεία στιγμή της οικονομικής κρίσης σε ΗΠΑ και Ε.Ε. μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, σημασιοδότησε ιδιαιτέρως τις βρετανικές «ταραχές». Η προβολή τους σαν ενός ακόμα κρίκου στην ακολουθία των λαϊκών εξεγέρσεων από την αρχή της χρονιάς, που συνέκλιναν γύρω από την καπιταλιστική μητρόπολη, προκαλούσε πανικό.

Αυτό δείχνει η προσπάθεια να αποδοθούν στη δράση συμμοριών και «εγκληματικών» στοιχείων, επιχειρώντας τη μετατόπιση της συζήτησης μακριά από τα κοινωνικά και πολιτικά αίτια της έκρηξης. Στόχος η κοινωνική πειθάρχηση και νομιμοποίηση της λήψης έκτακτων μέτρων καταστολής. Οι 3.000 συλλήψεις, οι 1.400 κατηγορούμενοι ηλικίας ακόμη και 14 χρόνων, και οι 30.000 «καταζητούμενοι» δράστες των ταραχών, είναι νούμερα αποκαλυπτικά. Επιχειρείται να σταλεί «προληπτικά» ένα μήνυμα πυγμής προς τα πληττόμενα από τις πολιτικές λιτότητας κομμάτια της βρετανικής κοινωνίας, προς γνώση και συμμόρφωση.
Η συσχέτιση των γεγονότων με τις πολιτικές λιτότητας και την κρίση αποτελεί τον αντίλογο για την ανάδειξη του κοινωνικού και πολιτικού υπόβαθρου της έκρηξης. Αλλά, παρά το ότι η νεολαία είναι αυτή που έχει πληγεί μέχρι στιγμής περισσότερο από κάθε άλλη κοινωνική κατηγορία (κατάργηση επιδόματος τέκνων, τριπλασιασμός διδάκτρων στα πανεπιστήμια, υψηλή και χρόνια ανεργία, σκλήρυνση στην παροχή επιδομάτων ανεργίας και ενοικίου, κλείσιμο κέντρων νεολαίας κ.λπ.), δεν μπορεί να αποδοθεί στις πολιτικές αυτές ο ρόλος της κύριας αιτίας ξεσπάσματος της οργής της. Όχι γιατί δεν είναι, αλλά γιατί δεν βιώνεται σαν τέτοια από μεγάλα, αποκλεισμένα και επισφαλή τμήματα μίας «νεοφιλελεύθερης» κοινωνίας, που διαβιούν σε συνθήκες κρίσης εδώ και δεκαετίες.

 

Η κεντρικότητα των «λεηλασιών»

Αφετηρία για την κατανόηση του «λόγου», σαν αιτία και έκφραση, της έκρηξης δεν είναι άλλη από τις μορφές δράσης, τον χώρο εκδήλωσης και τους στόχους της οργής των εξεγερμένων. Η κυρίαρχη πράξη, αυτή των λεηλασιών καταστημάτων στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους (high street), δηλαδή στην αγορά της κάθε γειτονιάς, ένωνε διαφορετικές εθνοτικά ή και κοινωνικά ομάδες και προσέδιδε έναν «απολίτικο» χαρακτήρα (με βάση τις κλασσικές προσλαμβάνουσες) στην έκρηξη, διαφοροποιώντας την ριζικά από προηγούμενα βρετανικά (τις αποκαλούμενες «φυλετικές ταραχές», 1977-85) ή πρόσφατα διεθνή (Παρίσι 2005, Αθήνα 2008) παραδείγματα αστικών εξεγέρσεων.
Η αντίθεση ανάμεσα σε αυτό που έχει αποκαλεστεί «υπερ-έφηβος» –δηλαδή τον «υψηλών οκτανίων», τεχνολογικά και «πολιτιστικά» ενημερωμένο νέο ή νέα– και στη μη δυνατότητα απόκτησης των τελευταίων in συσκευών, όπως π.χ. τα blackberry, κάποιο βιντεοπαιχνίδι ή μάρκα παπουτσιών, που φέρουν τη συμβολική αξία του «cool», μπορεί να φαντάζουν σαν (ή και να αποτελούν) την υλική βάση (ή κίνητρο) για τις επιθέσεις κύρια ενάντια στις βιτρίνες καταστημάτων μεγάλων αλυσίδων. Με αυτή την έννοια οι «στερημένοι» ενός «συστήματος αφθονίας», ξεχύθηκαν στους δρόμους για να πραγματώσουν ότι το τελευταίο τους υπόσχεται αλλά ταυτόχρονα τους αρνείται.

 

Ο πόλεμος ενάντια στη νεολαία

Κάτι όμως που εντυπωσιακά απουσιάζει από την αιτιολογία της έκρηξης, όχι τυχαία, είναι οι άμεσες συνθήκες ελέγχου, αποκλεισμού και καταπίεσης της βρετανικής νεολαίας. Αυτού που κάποιος θα μπορούσε κυριολεκτικά να αποκαλέσει «πόλεμο ενάντια στη νεολαία» και που λαμβάνει συστηματικά χώρα σχεδόν επί δεκαπέντε χρόνια τώρα.
Πέρα από το ρεκόρ των καμερών παρακολούθησης που καθιστά τη Βρετανία μία πραγματική «κοινωνία Big Brother», ο έλεγχος και η εξακρίβωση στοιχείων (stop and search), που πλήττει δυσανάλογα με το πληθυσμιακό τους μέγεθος τη νεολαία με αφρο-καραϊβικάνικη ή ασιατική-μουσουλμανική καταγωγή, έχει δημιουργήσει μία νέα, μετά το 1980, «γενιά stop & search». Δίπλα σε αυτόν τον τρόπο «εγκληματικοποίησης» της νεολαίας, η εισαγωγή, το 1999 από τους Εργατικούς, της πολιτικής των Ποινών Αντι-Κοινωνικής Συμπεριφοράς (Anti-Social Behaviour Orders, ASBOs – τρεις καταγγελίες ενάντια σε κάποιον για διατάραξη ησυχίας ή κοινωνική ενόχληση τον φέρνουν αντιμέτωπο με τη δικαιοσύνη) έχουν δημιουργήσει τη λεγόμενη «γενιά ASBOs». Μία γενιά που αριθμεί μερικές χιλιάδες νεαρά άτομα και παιδικής ηλικίας ακόμα, κύρια της φτωχής εργατικής τάξης, με το μέλλον της παγιδευμένο από καταδικαστικές αποφάσεις σε αναμορφωτήρια και φυλακές, ή φορώντας βραχιολάκι παρακολούθησης στο πόδι κ.λπ. Το φαινόμενο αποτελεί τόσο οργανικό κομμάτι πια της καθημερινότητάς της ώστε οι ποινές ASBOs να αποτελούν τίτλο τιμής ανάμεσα στη νεολαία των εργατικών γκέτο.

 

Η αστική ανάπλαση σαν έλεγχος και καταστολή

Οι «ηθικοί πανικοί», επακόλουθο της αντι-νεολαιίστικης μανίας, είναι συστατικό στοιχείο μιας κοινωνίας όπου οι «καλοί τρόποι συμπεριφοράς» αποτελούν, από τη Βικτωριανή εποχή, την πιο αποτελεσματική και ολοκληρωτική μορφή ελέγχου και συγκρότησης της κοινωνικής συναίνεσης κόντρα στη «βαρβαρότητα» των κατώτερων τάξεων. Μία «αναμορφωτική» πολιτική που ενώ διαλύει παιδικούς σταθμούς, σχολεία και λέσχες νεολαίας –η Βρετανία έχει έναν από τους χειρότερους δείκτες παγκοσμίως ανάμεσα στον αναπτυγμένο κόσμο αναφορικά με την εκπαίδευση και την ανατροφή παιδιών– ξοδεύει τεράστια κονδύλια για την «ασφάλεια», θέμα που σχεδόν μονοπωλεί τις τοπικές εκλογές, με τους υποψήφιους δημάρχους να αντιμάχονται για το ποιος θα «καθαρίσει» καλύτερα κάθε περιοχή.
Φυσικά ο «εξευγενισμός» (αυτή η λέξη χρησιμοποιείται για την ανάπλαση) κάθε περιοχής συνδέεται με την αξία γης και κατοικιών, την προσέλκυση επενδύσεων, εμπορικών κέντρων και αγορών. Σε μία τέτοια προσπάθεια «ανάπτυξης» της «κοινότητας» φυσικά περισσεύουν αυτοί που δεν μπορούν να την αντέξουν οικονομικά, ή τα κάθε είδους «ενοχλητικά» στοιχεία. Έτσι λοιπόν πέρα από τις κάμερες, έχουν εισαχθεί μέσα στην τελευταία πενταετία: απαγόρευση κυκλοφορίας σε πολλά «εξευγενισμένα» μέρη σε όσους είναι κάτω των 16 ετών μετά τις 9μμ χωρίς ενήλικη συνοδεία, ηχητικές συσκευές που εκπέμπουν παρενοχλητικό βόμβο σε κύματα χαμηλής συχνότητας που ακούει το ανθρώπινο αυτί μόνο μέχρι την ηλικία των 18, απαγόρευση εισόδου σε εμπορικά κέντρα σε όσους φορούν ρούχα με κουκούλες ή καπέλα του μπέιζμπολ, και άλλα ανάλογης κοινωνικής ευαισθησίας, ηλικιακά καθοριζόμενα, μέτρα για την «προστασία της κοινότητας», που στην ουσία καθιστούν αδίκημα, όπως έχει ειπωθεί, το να είναι κανείς νέος.
Είναι αυτές οι πολιτικές διαχείρισης μιας κοινωνικά «πλεονασματικής» και οικονομικά «επιβαρυντικής» νεολαίας, που αποτέλεσαν τις διαδικασίες συγκρότησής της στο συγκεκριμένο κοινωνικό υποκείμενο. Συνηθισμένη στον χαμηλής έντασης κλεφτοπόλεμο με το προσωπικό αστυνόμευσης και προστασίας των περιοχών αποκλεισμού ή εγκλεισμού της, και αυθόρμητης οργάνωσής της σε φιλικές παρέες γειτονιών και κοινότητας, η βίαια εφόρμησή της στο κοινωνικό φαίνεσθαι αποτελεί κάτι άλλο από «εγκληματική» και «αντικοινωνική» συμπεριφορά. Είναι η ορμητική επαναδιεκδίκηση ιδιωτικοποιημένων και κοινωνικά αποστειρωμένων δημόσιων χώρων, από όπου έχει αποκλειστεί μαζί με την κοινωνική διάσταση της «αγοράς».

 

Ποιός υπερασπίζεται τις απαλλοτριωμένες κοινότητες;

Το στοιχείο της ιδιοκτησίας βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο των, δυσανάλογα προβαλλόμενων, παράπλευρων συγκρούσεων ανάμεσα σε «πλιατσικολόγους» και μικρο-καταστηματάρχες, που προβλήθηκε σαν οι καταστροφείς να στρέφονται ενάντια στην ίδια την κοινότητά τους. Τέτοιες συγκρούσεις αφορούν ακριβώς την αναδιάταξη της κοινωνικής σύνθεσης κάθε περιοχής σαν συνέπεια του «εξευγενισμού» τους. Τα φτωχότερα στρώματα που είχαν εκδιωχθεί, λόγω της αύξησης ενοικίων και κόστους ζωής, από τις υπό «εξευγενισμό» περιοχές τώρα τις επαναδιεκδικούσαν από τους νεοεισερχόμενους επενδυτές και φιλήσυχους καταναλωτές, που είχαν αποξενώσει και αλλοιώσει τις προϋπάρχουσες κοινότητες.
Επίσης, είναι λογικό, από τις επιχειρούμενες αναπλάσεις να ευνοείται και η (μικρο-)επιχειρηματική τάξη κάθε κοινότητας, που συνήθως προβάλει και σαν ο αποκλειστικός εκπρόσωπός της. Οι μεταβολές στην εθνοτική σύνθεση κάθε περιοχής, καθορίζονται και από τις αλλαγές στις επιχορηγήσεις κάθε κοινότητας, ανάλογα πλέον με τις επενδυτικές της δραστηριότητες και όχι τις ανάγκες της. Γεγονός που έχει ευνοήσει τις ασιατικές κοινότητες, και την επιχειρηματικότητα των «γωνιακών ψιλικατζίδικων», σε βάρος των κοινοτήτων της αφρο-καραϊβικής, παραδοσιακά εργατών-μισθωτών. Κι εδώ λοιπόν το κυρίαρχο σημείο της σύγκρουσης, πέρα από τα τσάμπα πανάκριβα τσιγάρα και αλκοόλ που απαγορεύεται να αγοράσουν νέοι κάτω των 18, είναι το στοιχείο προστασίας της ιδιοκτησίας και όχι της κοινότητας.
Οι όποιες κοινωνικές εντάσεις εκδηλώθηκαν ανάμεσα σε κοινότητες, κύρια αποτελούσαν συγκρούσεις ανάμεσα σε «έχοντες και μη έχοντες» και όχι «ρατσιστικές επιθέσεις» όπως προβλήθηκαν. Από εδώ και το παράδοξο της κοινής δράσης μη λευκών Βρετανών ή μεταναστών ιδιοκτητών και ηγεσιών των εθνοτικών κοινοτήτων, με κρατικές και αστυνομικές αρχές, όπως και με τη λευκή ρατσιστική EDF (Λίγκα για την Υπεράσπιση της Αγγλίας), που πρωτοστάτησε στη διοργάνωση επιχειρήσεων «καθαριότητας».

 

Blackberry, όπως καρβέλι ψωμί

Και μια ιστορική υπενθύμιση. Οι λεηλασίες αποτελούσαν την πρώτη μορφή εξεγέρσεων των συσσωρευμένων στις πόλεις ξεριζωμένων χωρικών που θα αποτελούσαν τη μελλοντική βιομηχανική εργατική τάξη της Βρετανίας. Συχνά εκδηλώνονταν όταν έπιανε λιμάνι κάποιο καράβι φορτωμένο με σιτηρά ή αλεύρι με τον παρακάτω τρόπο: Κάποιος διέδιδε την πληροφορία καρφώνοντας ένα καρβέλι ψωμί πάνω σε ένα ξύλινο κοντάρι που περιέφερε στις φτωχογειτονιές και τις παραγκουπόλεις. Από εκεί ξεχύνονταν προς το λιμάνι (εμπορικό κέντρο των πόλεων) μπουλούκια εξαθλιωμένων ανδρών, γυναικών και παιδιών για τη λεηλασία του φορτίου. Ένα καρβέλι ψωμί που λειτουργούσε όπως σήμερα ένα blackberry. Μήπως αυτό μας λέει κάτι για το μέλλον;

* Ο Χρήστος Γιοβανόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτορας πολιτιστικών σπουδών στο πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!